Τραπεζούντα: Από τον πολιούχο στη Θεοσκέπαστο με πυξίδα τις θύμησες - Και ο Άγιος παρέα θέλει |
του Χρήστου Κωνσταντινίδη
Με το που βλέπεις την Τραπεζούντα από το αεροπλάνο δεν μπορείς να μη νιώσεις δέος. Η πόλη οφείλει την ομορφιά της στην αμφιθεατρικότητά της. Χτισμένη στους πρόποδες του Μίθριου όρους η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Κομνηνών σε μαγεύει με το που πατήσεις το πόδι σου στο έδαφός της. Η διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το κέντρο είναι εξίσου μαγική. Απόλαυσα κάθε μέτρο που διένυε το αυτοκίνητο μέχρι να πάρουμε τον παράδρομο δεξιά, στο λιμάνι της Δαφνούντας, πριν το τούνελ και ανεβούμε από το Λεοντόκαστρο των Γενουατών, για να μεταβούμε στο Μεϊντάν για να βρω το ξενοδοχείο.
Με το που βλέπεις την Τραπεζούντα από το αεροπλάνο δεν μπορείς να μη νιώσεις δέος. Η πόλη οφείλει την ομορφιά της στην αμφιθεατρικότητά της. Χτισμένη στους πρόποδες του Μίθριου όρους η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Κομνηνών σε μαγεύει με το που πατήσεις το πόδι σου στο έδαφός της. Η διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το κέντρο είναι εξίσου μαγική. Απόλαυσα κάθε μέτρο που διένυε το αυτοκίνητο μέχρι να πάρουμε τον παράδρομο δεξιά, στο λιμάνι της Δαφνούντας, πριν το τούνελ και ανεβούμε από το Λεοντόκαστρο των Γενουατών, για να μεταβούμε στο Μεϊντάν για να βρω το ξενοδοχείο.
Από την πρώτη μέρα στην Τραπεζούντα προσπάθησα να εκμεταλλευτώ τις συμβουλές του Θεόφιλου Κωτσίδη. «Ρούφηξε, όσο μπορείς περισσότερες εμπειρίες. Γύρνα την πόλη και δες τα αξιοθέατα που έχουν σχέση με τον ελληνισμό της πόλης», είπε. Ατό πα εγώ εποίκα, άμα ενέσπαλλα όλον το τρανόν, δηλαδή να προσέχω και να μην πηγαίνω σε μέρη κακόφημα χωρίς κάποιον ξεναγό. Εγώ έχω στην πόλη τους φίλους μου. Και την Αϊσέ, τον Χουσεΐν και το Μεχμέτ. Δεν μπορείς να τους έχεις όλους κολλημένους πάνω σου. Οι άνθρωποι έχουν και δουλειές και εγώ τη δικιά μου λαχτάρα, να επισκεφτώ για πρώτη φορά τα εδάφη των προπαππούδων, η οποία δεν με αφήνει να νιώσω φόβο για τίποτα.
Κάπως έτσι ανέβηκα στον Ποζ Τεπέ με τα πόδια το πρώτο βράδυ. «Έλα ν'ευρίκεις μας, στο cay bahcesi, να πίνουμε τσάι. 2 λίρας εχ' το ταξί, έπαρ' το και έλα», μου είπε η Αϊσέ. Άξιζε όμως να τσιγγουνευτεί κανείς 30 λεπτά του Ευρώ για να διαβεί αυτήν την ατελείωτη ανηφόρα, μέσα στο σκοτάδι μέχρι να φτάσει στο λόφο απ' όπου οι μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρυσαν για πρώτη φορά την πόλη και να αποσβολωθεί από τη μαγική θέα που προσφέρει και αναφέρει η γνωστή τραγωδία. «Εξέβα απάν 'ς σο Ποζ Τεπέ, είδα την Τραπεζούντα, τ'έμορφα κάθουν 'ς σο Μεϊντάν τα άσκεμα 'ς ση Δαφνούντα». Από εκεί βέβαια, ειδικά μέσα στη νύχτα δεν ξεχωρίζεις άσχημες και όμορφες γυναίκες. Ίσως η πανοραμικότητα του Μίθριου όρους να έδωσε υπερφυσική ματιά σε αυτόν που εμπνεύστηκε τον στίχο, ο οποίος διασώθηκε μέχρι σήμερα και αποτυπώνει μία ρομαντική εποχή, κατά την οποία οι άνδρες αναζητούσαν για προξενιό καλές νύφες στους εννιά μαχαλάδες της πόλης.
Το πρωινό πρόγραμμα της δεύτερης ημέρας περιελάμβανε βάρδια στο σάιτ. Ας σου ευκαίρωσα και ύστερα, το μεσημέρ', εξέβα στην πλατεία να σύρω φωτογραφίας και απολύγ' ατά 'ς σον Θεόφιλον. Κάπως έτσι σκόρπιες είναι οι σκέψεις μου καθώς διαβαίνω το Μεϊντάν και βρίσκομαι αντιμέτωπος με κτίρια ιστορικά, η ελληνικότητα των οποίων είναι αδιαμφισβήτητη και πολυγραμμένη. Λίγα ποντιακά, άλλα τόσα νεοελληνικά γυροκλώθουν το αχούλ ιμ, πριν χαράξω πορεία για τον ναό του πολιούχου της πόλης. Ο Άγιος Ευγένιος με περιμένει, από παραπρόπερσι που είχα προσκυνήσει το χέρι από τα άγια λείψανά του, στο πανηγύρι του Θωμά στα Σούρμενα και του το είχα τάξει να τον επισκεφτώ στην οικία του, και ας λειτουργεί σήμερα σαν τζαμί (Yeni Cuma Cami).
Με τον χάρτη στο ένα χέρι και τον ταξιδιωτικό οδηγό του Ανατολικού Πόντου του Σάββα Καλεντερίδη στο άλλο παίρνω τη Λεωφόρο Yavuz Selim, και μετά από κανένα χιλιόμετρο, στρίβω αριστερά, στον κυκλικό κόμβο και χώνομαι στα σοκάκια που οδηγούν στον Άγιο. Υπάρχει και το google maps, αλλά δαφορετική αίγλη έχει να ανακαλύπτεις πράγματα με τον παλιό τον τρόπο, σαν ανιχνευτής ή μάλλον καλύτερα, σαν λαγωνικό που η πυξίδα του μυαλού του δεν λαθεύει.
Είμαι κοντά, φτάνω, το νιώθω, αλλά... εστά μίαν, να ρωτώ στο ψιλικατζίδικο. «Yeni Cuma Cami nerede?», λέω με σπαστά τούρκικα και στην επιβεβαίωση, ότι ήταν ακριβώς από πάνω μας δέχτηκαν ένα çok teşekkür ederim από λαχανιασμένα χείλη, όχι τόσο λόγω της κόπωσης, όσο της αγωνίας για την ανακάλυψη του μητροπολιτικού ναού.
Ο μιναρές προδίδει τη σημερινή λειτουργία που έχει ο ναός. Στον αυλόγυρο της εκκλησίας υπάρχει μία παρέα μικρών παιδιών. Παίζουν μπάλα πίσω από το ιερό, μία εικόνα πολύ οικεία στα μάτια μου. Μια και δυο έχω δει άλλωστε πιτσιρικάδες να παίζουν μπάλα έξω από εκκλησία στην Ελλάδα; Όλοι μας έχουμε παίξει και είχαμε τα τυχερά μας, ειδικά αν πέφταμε σε κάποια απογευματινή αρτοκλασία πριν τον Δεκαπενταύγουστο. «Την καλύτερη παρέα έχει ο άγιος», λέω από μέσα μου, πριν αρχίζω να φωτογραφίζω, με τις παιδικές φωνές να συνθέτουν την ομορφότερη μελωδία σε ένα απόγευμα, κατά το οποίο ο ουρανός της Τραπεζούντας είναι συννεφιασμένος και βαρύς. Ευτυχώς δεν έριξε ούτε μία σταγόνα στην πόλη.
Τα παράθυρα του ναού δίνουν μια μικρή οπτική προς το εσωτερικό του. Εκεί η φαντασία αρχίζει να οργιάζει. Από τους λευκούς σοβάδες στους τοίχους ξεπροβάλλουν οι αγιογραφίες, το τέμπλο ανασυντίθεται και πάνω στον ιερό άμβωνα εμφανίζεται ο μητροπολίτης Χρύσανθος και μιλάει για τον Άγιο, όπως όταν είχε κάνει ανήμερα της γιορτής του, στις 21 Ιανουαρίου 1918, όταν στην πόλη επικρατούσε τρόμος για ξέσπασμα του τούρκικου μένους μετά την αποχώρηση των Ρώσων από την πόλη. Την ομιλία διασώζει ο Δημήτρης Ψαθάς στη «Γη του Πόντου» μέσα από την περιγραφή του Θεόφιλου Θεοφυλάκτου.
«Και ενεφανίσθη ούτος (ο μητροπολίτης Χρύσανθος) με όσην αίγλην προσδίδει εις το άτομον, και ιδία καθ' ωρισμένας ψυχολογικας στιγμάς, η αρχιερατική περιβολή. Και ωμίλησε συγχρονισμένα και συνεκίνησε και εκέντησε τας χορδάς της ψυχής και ανέλυσεν εις δάκρυα το εκκλησίασμα. Ήτο κάποια μεταρσίωσις εις τα υψηλά, εις τα αιθέρια, εις τα ουράνια. Αυτό ακριβώς το οποίον ήθελε, το οποίον ησθάνετο το συγκλονούμενον ακροατήριον: «Ό,τι μας ενδιαφέρει ιδίως, είπε, από το μαρτύριον του Αγίου Ευγενίου είναι η ωραιότης του θανάτου του, η καρτερία μεθ' ης εδέχθη το μαρτύριον, η ηρεμία μεθ ' ης παρεσκευάσθη δι ' αυτό. Λιποψυχούμεν όταν αφήνωμεν τα ιερά μας και φεύγωμεν την λαίλαπα, η οποία επανέρχεται. Αν πρόκειται να αποθάνωμεν, ας προτιμήσωμεν τον ωραίον θάνατον του Αγίου Ευγενίου επί των τάφων και των ιερών σκηνωμάτων των πατέρων μας. Ας κάνωμεν και άλλους Αγίους Ευγενίους εις τον τόπον αυτόν, τον οποίον θα ερημώσωμεν δια της φυγής».
Χαιρετώ τον άγιο και βάζω σημάδι για το μοναστήρι της Παναγίας Θεοσκέπαστου που είναι πολύ κοντά. Στα σοκάκια λίγος κόσμος πηγαινοέρχεται. Άλλ' τερούνε και θαμάζ'νε, αλλ' παραμερίζ'νε και φεύ'νε. Ξαφνικά ξεπροβάλλει εμπριάμ ο λαξευτός ναός της Παναγίας, ο οποίος είναι όμως κλειστός, για λόγους αναπαλαίωσης. Έχασα την ευκαιρία να διαβάσω την επιτύμβια επιγραφή του δεσπότη Ανδρονίκου, νόθου γιου του Αλεξίου Γ' Κομνηνού, ο οποίος ενταφιάστηκε στο νάρθηκα της Μονής. Μνημονεύεται στη επιτύμβια στήλή λόγω του νεαρού της ηλικίας του νεκρού και τις συνθήκες του θανάτου του, αφού έπεσε από ένα παράθυρο του παλατιού.
Τουλάχιστον η θέα προς την πόλη και τον βορρά με αντάμειψε, σε αυτά τα λίγα λεπτά που ατένιζα τον ορίζοντα και οι σκέψεις ενώνονταν με τα κύματα της Μαύρης Θάλασσας.