Μια ζωγράφος με καταγωγή από τον Πόντο πέρασε από την Τραπεζούντα: Σοφία Αμπερίδου |
Η Σοφία Αμπερίδου είναι ζωγράφος - αγιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός. Πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικός Πολιτισμός, στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ως ζωγράφος έχει παρουσιάσει την δουλειά της σε 15 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και συμμετείχε σε πάνω από 55 ομαδικές εκθέσεις (Κατερίνη, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βέροια, Φλώρινα, Αθήνα και στο εξωτερικό: Ινδία, Καναδά, Τουρκία). Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει συμμετάσχει δυο φορές σε Διεθνές φεστιβάλ στην Τραπεζούντα κι έλαβε μέρος σε δυο καλλιτεχνικά συμπόσια στην Ιερισσό Χαλκιδικής και το Δίον Πιερίας. Παρουσίασε την θεματική ενότητα του έργου της «Το Βλέμμα της Προσφυγιάς» σε πολλά δημοτικά Σχολεία στην Ελλάδα και την Κύπρο. Επίσης έλαβε μέρος σε ημερίδες που πραγματοποιήθηκαν από Ποντιακούς Συλλόγους στην Ελλάδα. Είναι μέλος στο ΕΕΤΕ (Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας) και μέλος στους συλλόγους ΣΚΕΤΒΕ και ΣΚΕΤΚΕ. Διετέλεσε έξι χρόνια ταμίας και δυο χρόνια αντιπρόεδρος στο Διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας. Ως παραγωγός ραδιοφώνου παρουσιάζει εκπομπές από το 2002 και συνεργάστηκε με πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς στην Θεσσαλονίκη. Από το 2015 παρουσιάζει την εκπομπή «Ποντιακή Μούσα» στον 100,6 fm Ραδιόφωνου του Δήμου Θεσσαλονίκης. Εμείς (Μαύρη Θάλασσα) ζητήσαμε σε μια συνέντευξη από την Σοφία Αμπερίδου να μας μιλήσει για την τέχνη της και τον Πόντο.
Από ποια περιοχή του Πόντου η οικογένεια μετακόμισε στην Ελλάδα, πότε;
Οι γονείς του πατέρα μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην περιοχή Καγιά Αλάν της επαρχίας Κερασούντας. Ο παππούς μου Αθανάσιος Αμπερίδης γεννήθηκε το 1890 και η γιαγιά μου Μαρία το γένος Φωτιάδη το 1900. Είχαν αγάπη μεταξύ τους από τα χρόνια της εφηβείας και ήταν παντρεμένοι 4 χρόνια όταν έφυγαν από τον Πόντο και είχαν μαζί τους την κόρη τους δυο χρονών. Ήταν αρχές του 1922 όπου κυνηγημένοι και βασανισμένοι λόγω των τραγικών γεγονότων που είχαν ξεσπάσει στην περιοχή με υπαίτιο τον Τοπάλ Οσμάν, αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια και την περιουσία τους για να σωθούν. Ο πατέρας του παππού μου ήταν ιερέας και τον σκότωσαν με βασανιστήρια διότι δεν θέλησε να προδώσει τους συγχωριανούς του. Η γιαγιά μου επίσης στις ατέλειωτες πορείες της εξορίας, είδε την αδερφή της 17 χρονών να πεθαίνει από τις πείνα και τις κακουχίες. Έτσι όταν γεννήθηκα εγώ μου έδωσαν το όνομα αυτού του κοριτσιού. Στον Πόντο επίσης έμειναν αγνοούμενα δυο αγόρια αδέρφια του παππού μου. Αρχικά έφτασαν στον Πειραιά κι έπειτα από κάποιες περιπέτειες έμειναν μόνιμα στο χωριό Κούκος στον νομό Πιερίας, όπου απέκτησαν ακόμη πέντε γιους. Ο πατέρας μου Γιώργος είναι ο μικρότερος της οικογένειας.
Υπάρχουν επιρροές του Πόντου στην καλλιτεχνική ζωή σας; Μήπως η οικογένειά σας να σας πει ότι σας επηρέασε;
Αναμφισβήτητα! Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα που τηρούσε τα ήθη και έθιμα της ποντιακής λαογραφίας. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο αγροτικό σπίτι, που κατάφερε να χτίσει ο παππούς μου το 1950 κουβαλώντας πέτρες από το δάσος. Ενώ τα πρώτο διάστημα έμεναν σε σπίτι από λαμαρίνες και αργότερα σε ένα πλίθινο σπίτι. Όλα αυτά που έζησα ως παιδί και τις ιστορίες που άκουγα δεν μπορούσα να τις καταλάβω. Νόμιζα πως ήταν κάποιο παραμύθι και με επηρέασαν βαθιά. Πολύ αργότερα μετά τα 20 χρόνια μου κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Ειδικά από το 1980 κι έπειτα, όταν άρχισαν να μιλούν φανερά για το θέμα της Γενοκτονίας στην Ελλάδα. Ως τότε οι άνθρωποι φοβόταν να μιλήσουν. Είχα ισχυρό δεσμό με την γιαγιά, η οποία καθώς είχα και το όνομα της αδερφής της, μου έδειχνε μεγάλη αδυναμία. Συχνά μου μιλούσε για τα βάσανα που πέρασαν και στο τέλος πάντα έκλαιγε.
Πως η λαχτάρα σου για τον Πόντο αντανακλά την τέχνη σου;
Η ζωγραφική μου χωρίζεται σε δυο μεγάλες θεματικές, την αγιογραφία και την λαϊκή-ναΐφ ζωγραφική. Η αγιογραφία περιλαμβάνει εικονογράφηση εκκλησιών και εικόνων με θέματα και πρόσωπα που αφορούν τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας, και των αγίων προσώπων της ορθοδοξίας. Στη ζωγραφική ασχολούμαι με θέματα που αφορούν την αποτύπωση ιδεών και συναισθημάτων. Μου αρέσει να ζωγραφίζω θέματα από την φύση κι έχω μια αδυναμία στα πουλιά και στα δέντρα. Όλα στην ζωγραφική μου έχουν συμβολικό χαρακτήρα και φυσικά ένα μεγάλο κομμάτι της ζωγραφικής μου αφορά το θέμα Πόντος. Ως καλλιτέχνης δεν μπορώ να εξηγήσω πως ακριβώς γίνεται και ζωγραφίζω θέματα για τον Πόντο. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσω πολύ. Μια σκέψη, μια ανάμνηση ή κάτι που θα διαβάσω γίνονται αφορμή για δημιουργία. Τις πιο πολλές φορές το θέμα βγαίνει αυθόρμητα από την καρδιά μου.
Πόσες φορές ήσασταν στον Πόντο;
Επισκέφθηκα τον Πόντο τρεις φορές. Τον Αύγουστο του 2012 για να παρακολουθήσω την Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά. Τον Σεπτέμβριο του 2014 και τον Ιούλιο του 2018 για να συμμετάσχω στο Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής που οργανώνει Η Ένωση Γυναικών Ζωγράφων της Τραπεζούντας με το όνομα Femin & Art.
Πώς συνδυάζονται δύο σημαντικά στοιχεία της ζωής σας με τον Πόντο / Τραπεζούντα και την τέχνη;
Η τέχνη για μένα είναι τρόπος ζωής περισσότερο από 30 χρόνια. Με την ζωγραφική ασχολούμαι από 10 χρονών όταν ζωγραφίζαμε στο σχολείο και από 18 χρόνων ξεκίνησα κάποιες ιδιωτικές σπουδές και διάβασα πολύ. Ο Πόντος είναι βίωμα και εμπειρία. Είναι ο αέρας και το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου. Ήταν επόμενο με την πάροδο των χρόνων και καθώς ωρίμαζα ως καλλιτέχνης όλο αυτό που συσσωρεύτηκε στην ψυχή μου να θέλει να εκφραστεί και στον καμβά μέσω της τέχνης. Έτσι το 1991 άρχισα να ζωγραφίζω θέματα για τον Πόντο.
Το 2005 έκανα μια μεγάλη ατομική έκθεση στην Θεσσαλονίκη με θέμα τον Πόντο και με τον τίτλο «Το Βλέμμα της Προσφυγιάς» και συνεχίζω από τότε να ζωγραφίζω θέματα από την ιστορία και την λαογραφία του ποντιακού λαού. Θέματα που άλλοτε είναι πραγματικά κι άλλοτε φανταστικά.
Τι αισθήματα έχετε βιώσει;
Θεωρώ πως τώρα που διανύω την 5η δεκαετία της ζωής μου έχω μια ισορροπία ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Για να φτάσω όμως ως εδώ έχω ζήσει κι έχω βιώσει αρκετά δύσκολες καταστάσεις και γεγονότα. Μεγάλωσα σε ένα χωριό προσφυγικό και ζούσα στο ίδιο σπίτι με τους πρόσφυγες παππού και γιαγιά. Λόγω της φτώχειας στερήθηκα τους γονείς μου οι οποίοι αναγκάστηκαν να πάνε στην Γερμανία να δουλέψουν για κάποια χρόνια. Επίσης με επηρέασαν οι διάφορες ανισότητες στα σχολεία και στην ελληνική κοινωνία, κυρίως παλαιότερα και μου άφησαν τα σημάδια τους. Οπωσδήποτε ο έρωτας είναι ένα σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου και όταν απέκτησα τις κόρες μου ολοκληρώθηκα ως γυναίκα. Όμως η ζωή προχωρά και προχωρώ κι εγώ μαζί της. Η ζωή δεν σταματά να με εκπλήσσει και πάντα ακολουθώ τα αρχαίο ρητό «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» διότι έχω την άποψη πως δεν μπορεί να τα περιμένει όλα ο άνθρωπος από την τύχη και το θεό, πρέπει να κάνει κι αυτός κάτι, να αγωνίζεται με χαρά κι ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Τι έχετε βιώσει στο Τραμπζόν; Πώς σας προσέγγισαν οι άνθρωποι;
Η Τραπεζούντα είναι μια πολύ ξεχωριστή πόλη. Είναι οι φυσικές ομορφιές και τα ιστορικά μνημεία που την δίνουν μεγάλη γοητεία. Η ιστορία που γνωρίζουμε εμείς ως Έλληνες που καταγόμαστε από τον Πόντο και η λανθασμένη ιστορία που γνωρίζουν οι κάτοικοι του σήμερα. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει καφετέρια με το όνομα 1461, για μένα αυτό λέγεται ειρωνεία της ιστορίας. Με λύπη όμως διαπιστώνω πως το τοπίο και όψη της πόλης αλλάζει με τις ομοιόμορφες μοντέρνες πολυκατοικίες που χτίζονται τα τελευταία δέκα χρόνια. Είναι επίσης λυπηρό εκτός ελαχίστων περιπτώσεων αυτό που γίνεται με τις ορθόδοξες εκκλησίες. Στην επαρχία είναι πολλές οι εκκλησίες που χρειάζονται αναστήλωση κι έχουν εμφανή σημάδια βεβήλωσης από ανθρώπους και ζώα. Στις καλύτερες των περιπτώσεων πολλοί ορθόδοξοι ναοί διατηρούνται ως τζαμιά και το πιο σωστό λειτουργούν ως μουσεία. Η περίπτωση για παράδειγμα της Αγίας Σοφίας, όπου το εμβληματικό στολίδι της εποχής των Κομνηνών λειτουργεί μισό τμήμα ως μουσείο και μισό ως τζαμί είναι ντροπή και αίσχος! Επίσης στην αυλή της Αγίας Σοφίας υπάρχουν μαρμάρινες σκαλιστές πλάκες και στήλες με ελληνικές επιγραφές που στέκουν απροστάτευτες στις καιρικές συνθήκες. Αυτά τα πράγματά είναι κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και η Τουρκία δεν έχει δικαίωμα να τα μεταχειρίζεται με αυτό τον τρόπο. Όλα αυτά προκαλούν λύπη και μια αγωνία για την προστασία και το μέλλον τους. Θα μπορούσα πολλά να πω για το θέμα αλλά μάλλον θα χρειαστούν πολλές σελίδες. Οι άνθρωποι της Τραπεζούντας ωστόσο, ο απλός λαός είναι πολύ φιλόξενοι και αγαπούν τους Έλληνες. Ένιωσα πολλοί άνετα μαζί τους σαν να βρισκόμουν με δικούς μου ανθρώπους που τους γνωρίζω χρόνια. Γνώρισα αρκετούς ανθρώπους που μου φέρθηκαν πολύ όμορφα. Με κάποιες γυναίκες ζωγράφους αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη φιλία και όσο περνάει ο καιρός δενόμαστε όλο και περισσότερο. Γνώρισα επίσης ανθρώπους στα χωριά που μιλούν ελληνικά-ποντιακά όπως ακριβώς τα μιλούσαν οι πρόγονοι μου. Χάρηκα πολύ γι αυτή την εμπειρία. Θυμήθηκα αυτό που η γιαγιά μου διηγιόταν συχνά, ότι ζούσαν αγαπημένοι στην ίδια γειτονιά Έλληνες και Τούρκοι και πως την δύσκολη εκείνη στιγμή που θα έφευγε η τουρκάλα γειτόνισσα της, την αγκάλιασε πολύ σφιχτά και τις είπε: μη φεύγετε, μη μας αφήνετε, εμείς πως θα ζήσουμε χωρίς εσάς;
Τι ένιωσες όταν πήγες στα χωριά της οικογένειάς σου;
Είχα μεγάλη αγωνία να συναντήσω κάτι από αυτά που περιέγραφε η γιαγιά μου σε ότι αφορά την τοποθεσία και πηγαίνοντας εκεί ένιωσα μεγάλη απογοήτευση. Ήταν μια μέρα με πολύ υγρασία και ψιχάλιζε. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 2014 και θα την θυμάμαι αυτή την ημέρα γιατί παρ' όλη την απογοήτευση και τη λύπη μου, γεύτηκα τα πιο νόστιμα βατόμουρα της ζωής μου στο μέρος αυτό. Τα συναισθήματα περίεργα μαζί χαρά και λύπη και θυμός και φόβος. Τα βουνά και τα λιβάδια ήταν εκεί, μαζί και οι αγελάδες που έβοσκαν. Έλειπαν όμως όλα τα άλλα. Το χωριό είχε καταστραφεί εξολοκλήρου ενώ λίγο πιο πέρα χτίστηκε ένα καινούργιο χωριό και τώρα πια έχει άλλο όνομα. Βρήκα μόνο τα ερείπια μιας εκκλησίας, την οποία είχαν μετατρέψει σταύλο! Εύχομαι κάποτε να λάμψει η αληθινή ιστορία και να δικαιωθούν οι ψυχές που χάθηκαν άδικα. Η συγνώμη είναι πράξη γενναία και χτίζει γέφυρες για ένα καλύτερο μέλλον.
Πηγή: Μαύρη Θάλασσα