Η Παναγία του Αγιαχλάλαν στην Αμισό του Πόντου |
του Θωμά Αλεξιάδη
Το χωριό Αγιαχλάλαν ανήκε στην Εκκλησιαστική Επαρχία Αμασείας, διοικητικά υπαγόταν στην Αμισό και βρισκόταν στα μεσόγειά της. Το χωριό ήταν ονομαστό, πριν από το βίαιο εκπατρισμό των Ποντίων από την πατρογονική τους γη, λόγω της ύπαρξης του Ιερού Ναού της Παναγίας, που πανηγύριζε το Δεκαπενταύγουστο την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ο ναός ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από Παυρενούς Ποντίους, που είχαν μετακινηθεί στην ευρύτερη περιοχή του Τσιγκίρ Οϊμά, στην οποία ανήκε και το Αγιαχλάλαν. Τα χωριά αυτά, εκτός του προαναφερόμενου, ήταν τα εξής: Ποχτσά Αρμούτ (με το συνοικισμό Τοπουλλού), Κιόσαλαν (Καγιόουκιοϊ), Ούτσπουαρ, Ταγτσιλέρ (ελληνόφωνο), Κιρέζτεπε, Παγίρκιοϊ, Κιζιλτσάκολ, Ιλπίζαλαν, Γιαρίμτσα, Τσιγκίρ, Χαϊδάρ, Ζουρνατσινίντερε, Μηνασλάρ, Νατσαρλά, Μιρίσοουντερε, Τερελού, Σαββαλά, Ζενγκινοσλάρ και Ατσίσου (ελληνόφωνο).
Ο Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, διαστάσεων 14*10,2*5,5 μ. ύψος και πάχος λιθοδομής 0,80 εκ., οικοδομήθηκε από κατοίκους του χωριού Αγιαχλάλαν, όταν ένας συγχωριανός τους είδε σε όραμα την Παναγία, και, πρωτοστατούντος εκείνου, αποφάσισαν να οικοδομήσουν τον ιερό ναό για τη χάρη της. Σε μια ορεινή περιοχή, όπου κάθε μορφής οικοδόμημα κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων και ξύλα, ο ναός της Παναγίας ήταν οικοδομημένος ολόκληρος από λιθοδομή και περίτεχνους ακρογωνιαίους λίθους, ενώ η είσοδός της έφερε εγχάρακτες ανάγλυφες γραμμώσεις, υπό μορφή κιόνων θα μπορούσαμε να πούμε.
Ολόκληρο το χωριό βρίσκεται σε μια κατεξοχήν επικλινή θέση, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος η βόρεια και η νότια πλευρά του ναού ενισχύονταν με τοίχο αντιστήριξης μέγιστου ύψους τριών μέτρων σε τέσσερα σημεία. Ο ιερός ναός της Παναγίας ήταν φημισμένος σε ολόκληρο το δυτικό τμήμα του Πόντου, και κατά το Δεκαπενταύγουστο συνέρρεαν χριστιανοί από την ευρύτερη περιοχή της Αμισού, μέχρι και από την Κωνσταντινούπολη. Στον ιερό ναό της Παναγίας του Αγιαχλάλαν υπήρχε η θαυματουργή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και αναφέρεται πλήθος θαυμάτων από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Ιδιαίτερα θαυμαστή ήταν η ίαση όσων είχαν πρόβλημα παραλυσίας, ήταν δηλαδή παράλυτοι. Η παράδοση αναφέρει ότι έρχονταν οι ασθενείς παράλυτοι πάνω στα μουλάρια και έφευγαν θεραπευμένοι. Επίσης, θεραπεύονταν και άτομα που υπέφεραν από ψυχικές νόσους. Έρχονταν άνθρωποι δεμένοι με αλυσίδες και έφευγαν γεροί και δυνατοί. Γύρω από την εκκλησία υπήρχαν ξύλινα οικοδομήματα για τις ανάγκες των προσκυνητών και των ασθενών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, και κυρίως της πανήγυρις του Δεκαπενταύγουστου. Το χωριό, μέχρι σήμερα, αποκόπτεται από τον έξω κόσμο, όταν χιονίσει ή έχει μεγάλη κακοκαιρία. Είναι συχνό φαινόμενο και οι κατολισθήσεις όγκων χώματος πάνω στο δρόμο. Τα θαύματα επιτελούνταν σε χριστιανούς, αλλά και σε μουσουλμάνους που κατέφευγαν στη χάρη της με βαθιά πίστη. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το χωριό ονομάστηκε Αγιαχλάλαν (Ayak alan-αυτός που σηκώνεται στο πόδι), λόγω των θαυμάτων της Παναγίας στους παράλυτους, που έφευγαν περπατώντας. Οι μουσουλμάνες συνήθιζαν να λένε στις χριστιανές συντοπίτισσές τους, εξαιτίας των θαυμάτων της Παναγίας, ότι: η δική σας η θρησκεία είναι πιο κεσκίν, δηλαδή πιο κοφτερή, και μεταφορικά θα λέγαμε πιο ζωντανή.
Η προσκυνηματική επίσκεψη μεμονωμένων μουσουλμάνων συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Παλαιότερα, λόγω του ορεινού ανάγλυφου, οι μουσουλμάνοι προσκυνητές μετέβαιναν τη νύχτα με μουλάρια, περιέφεραν τον ασθενή τρεις φορές γύρω από την ερειπωμένη εκκλησία και έφευγαν. Τα νεότερα χρόνια έρχονταν με αυτοκίνητα μετά τα μεσάνυχτα, περιέφεραν τον ασθενή και έφευγαν. Οι κάτοικοι του χωριού, που είναι μετανάστες μουσουλμάνοι από το εσωτερικό της Τουρκίας, τους έβλεπαν όλους αυτούς τις νύχτες με συμπάθεια και ευλαβούνταν τον ιερό ναό. Το γεγονός όμως των απρόσμενων αυτών επισκέψεων περιέπεσε στα ώτα των αρχών, και έγινε αιτία να οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια τζαμί ακριβώς έξω από το ναό, για να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους επίδοξους ασθενείς προσκυνητές. Το φαινόμενο περιορίστηκε, αλλά δε σταμάτησε. Το 2004, που βρισκόμουν στο Αγιαχλάλαν, ήρθε στην παρέα μας και ο νεαρός χότσας του χωριού. Οι παριστάμενοι άνοιξαν εσκεμμένα τη συζήτηση για τους Έλληνες προσκυνητές που πήγαιναν εκεί κατά περιόδους, και παράλληλα έθιξαν ακροθιγώς και το θέμα με τους μουσουλμάνους προσκυνητές της νύχτας. Ο νεαρός χότσας δεν κρατήθηκε και είπε απελπισμένος: Τι μουσουλμάνοι είναι αυτοί, που έρχονται τη νύχτα για να προσευχηθούν στην εκκλησία; Όλοι αυτοί οι προσκυνητές δεν είναι αμόρφωτοι μουσουλμάνοι. Δεν έλειψαν βέβαια και οι επίδοξοι χρυσοθήρες. Το γεγονός ότι ένας συγχωριανός τους έσκαψε για να βρει τις λίρες της εκκλησίας, που δεν τις βρήκε, αλλά λίγο αργότερα απεβίωσε, έγινε αιτία οι μουσουλμάνοι όχι μόνο να ευλαβούνται την Παναγία, αλλά και να τη φοβούνται. Κανείς τους δεν τόλμησε να ξανασκάψει εκεί.
Τον Αύγουστο του 1972 επισκέφτηκε την πατρογονική γη ο Ιερόθεος Κυπιρτίδης, παππούς μου εκ μητρός, και στις 15 του μήνα πήγε να προσκυνήσει τη χάρη της, μια και το χωριό του βρισκόταν εκεί κοντά. Είδε μέσα στον ανοιχτό πια χώρο του ναού να σταβλίζονται μερικά πρόβατα, και γεμάτος έκπληξη και απορία ρώτησε ποιος ανίερος διέπραξε τέτοιο ανοσιούργημα. Οι κάτοικοι με φυσικότητα του απάντησαν ότι τα πρόβατα ανήκαν στο ναό, γιατί τα έφεραν στη χάρη τής Παναγίας κάποιοι μουσουλμάνοι που θεραπεύτηκαν. Τα μικρά αρνιά είχαν γίνει πρόβατα, τρέφονταν εκεί, όπου υπήρχε πλούσια τροφή και νερό και δεν τα πείραζε κανείς. Τότε, τους πρότεινε να πουλήσουν τα πρόβατα και με τα χρήματα που θα ελάμβαναν να περιέφρασσαν το χώρο του ιερού ναού· όπως και έγινε.
Ο ναός της Παναγίας είχε μεγάλα εισοδήματα από τις προσφορές των πιστών, όπως μοσχάρια, πρόβατα κ.ά., αλλά και επιτελούσε σπουδαίο εκπαιδευτικό έργο. Στο μικρό αυτό χωριό των 250 κατοίκων λειτουργούσε πλήρες Δημοτικό Σχολείο-Αρρεναγωγείο, η θέση του οποίου βρισκόταν σε ένα φυσικό πλάτωμα, πριν από το ναό και στα αριστερά του δρόμου. Στο σχολείο λειτουργούσε και οικοτροφείο, για τους μαθητές των απομακρυσμένων οικισμών, λόγω των κακοκαιριών και του βαρύ χειμώνα, οι οποίοι σιτίζονταν από τα έσοδα της εκκλησίας. Κατά την πανήγυρη στήνονταν μεγάλα καζάνια για την προετοιμασία παραδοσιακών φαγητών, που προσφέρονταν στους προσκυνητές. Αυτό το έθιμο της παροχής τροφής μετά τον εκκλησιασμό σε όλους τους πανηγυρίζοντες, σε όλα τα ελληνικά χωριά της ευρύτερης περιοχής, ήταν απαράβατη τοπική παράδοση. Οι χοροί και η διασκέδαση άρχιζαν μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και συνεχίζονταν μέχρι αργά το βράδυ. Πραγματοποιούνταν αγώνες πάλης, με πολύ σημαντικό έπαθλο, όπως και αγώνες βοδιών, για να αναδειχθεί το πιο δυνατό. Ο αγώνας των βοδιών πραγματοποιούνταν με έναν ξύλινο κορμό πακτωμένο στο έδαφος, αλλά καμιά φορά και με το δέσιμο αρκετών κάρων στη σειρά, με δεμένους τους τροχούς. Το έπαθλο το κέρδιζε το βόδι που κατόρθωνε να βγάλει από τη θέση του τον κορμό και να τον σύρει ή να σύρει τα δεμένα κάρα. Ο παλαιστής, αλλά και ο ιδιοκτήτης του βοδιού, ο καθένας χωριστά, έπαιρναν για έπαθλο ένα τόπι υφάσματος (με το οποίο εξασφαλιζόταν η ένδυση της οικογένειας), αλλά, κατά περίπτωση, και κάποιο μοσχάρι ή άλλο μεγάλο ζώο.
Τα χωριά της περιοχής τα έκαψαν οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και ο κεμαλικός στρατός το Καλοκαίρι του 1921, μαζί με την εκκλησία, από την οποία είχε καταπέσει η σκεπή. Στην περιοχή συνήφθησαν επικές μάχες με τους ανυπότακτους, ατρόμητους και γενναίους Παυρενούς αντάρτες και τη μεραρχία του Λίβαπασα. Επίσης, η απρόσιτη αυτή περιοχή του Τσιγκίρ Οϊμά υπήρξε το καταφύγιο και των ανταρτών της Αμισού, αλλά κυρίως των χιλιάδων γυναικόπαιδων που προστάτευαν· ήταν ο τόπος καταφυγής τους κατά την περίοδο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του στρατού στα βουνά Αγιούτεπε και Σαλτούχ. Παρέμεναν εκεί μέχρι να εκλείψει ο κίνδυνος, και διατρέφονταν από τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Η φιλοξενία τους ήταν αβραμιαία για τα δεδομένα του διωγμού, γιατί οι κάτοικοι τής περιοχής μοιράζονταν μαζί τους την τροφή που κατείχαν. Η περιοχή ήταν ορεινή, αλλά είχε πλούσια κτηνοτροφία και κήπους τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων που παρήγαγαν όλα του κόσμου τα αγαθά, λόγω του ποταμού και των ρυακιών που έρεαν δίπλα από τα χωράφια τους. Οι κάτοικοι της περιοχής, που είχαν καταφύγει μαζικά στα βουνά για να μην εξοριστούν ή κατασφαγούν, κατά την περίοδο 1916-1918 και από το καλοκαίρι του 1921 και μέχρι το βίαιο εκπατρισμό τους, πλήρωναν μία χρυσή λίρα στους Τσερκέζους για να προμηθευτούν ένα δοχείο σιτάρι. Ένα μέρος των χρημάτων εκείνων του ιερού ναού της Παναγίας δαπανήθηκαν και για την αγορά οπλισμού και πολεμοφοδίων των καταδιωκόμενων, με κίνδυνο εξόντωσης και ολικού αφανισμού, Ελλήνων. Οι σημερινοί μουσουλμάνοι κάνουν λόγο για το "χρυσό" του ιερού ναού, και ψάχνουν εναγωνίως για να τον βρουν σε ολόκληρη την περιοχή, αγνοώντας ότι όσοι επέζησαν κατά τις δύο γενοκτόνες περιόδους, και όσες χιλιάδες ανταρτών και γυναικόπαιδων των παραλίων της Αμισού και του Αγιούτεπε φιλοξενήθηκαν σε αυτά τα απρόσιτα για τον κεμαλικό στρατό μέρη, οφείλουν την επιβίωσή τους σ᾽ εκείνες τις χρυσές λίρες του ιερού ναού της Παναγίας, που πράγματι ήταν πολύ πλούσιος από τις δωρεές των πιστών και από την πληθώρα των ταμάτων.
Ο ιερός ναός σήμερα είναι σε κακή κατάσταση, παρά την προσπάθεια των τοπικών μουσουλμάνων να τον κρατήσουν σε ανεκτό επίπεδο κόβοντας τα χόρτα και τα δενδρύλλια που φυτρώνουν συνεχώς, λόγω των καιρικών συνθηκών. Το 1998, κατά την πρώτη προσκυνηματική μου επίσκεψη με τον αδελφό μου, ο δάσκαλος του παρακείμενου σχολείου, με καταγωγή από την Άγκυρα, μου είχε ειπεί ότι εκείνος είχε βάλει τα παιδιά για να καθαρίσουν εσωτερικά το ναό-έναν ιερό χώρο. Οι προσπάθειες φίλων μας να οικοδομηθεί ένα στέγαστρο πάνω από το ναό, για να μην καταρρεύσει ολοκληρωτικά, με τη δική μας οικονομική ενίσχυση - αμέσως μετά την πρώτη μου προσκυνηματική επίσκεψη του 1998, και με την άδεια των τοπικών αρχών δεν καρποφόρησε, παρά τη μεσολάβηση σημαντικού προσώπου, που είχε γνωριμίες με ισχυρό τοπικό βουλευτή. Το 2006 με κάλεσε προσωπικά ο καϊμακάμης της περιοχής, που έδρευε στο Ασαρτσίκ, με δεδομένο ότι με φιλοξενούσε στο σπίτι του ο δήμαρχος της περιοχής, και μου πρότεινε να ενεργήσει κατάλληλα ώστε να αναβαθμιστεί η περιοχή και να αξιοποιηθεί ο ιερός ναός της Παναγίας του Αγιαχλάλαν για να προσελκύσει τους Έλληνες που κατάγονταν από την περιοχή και να αποκτήσει οικονομική ζωή ο έρημος εκείνος τόπος. Ούτε και εκείνη η προσπάθεια καρποφόρησε. Δύο χρόνια αργότερα, που επισκέφτηκα το γενέθλιο τόπο των προγόνων μου, ρώτησα το φίλο δήμαρχο για όσα μας είχε υποσχεθεί ο καϊμακάμης, και μου απάντησε ότι ο καϊμακάμης άλλαξε, η θητεία τους τότε ήταν μονοετής, και ο νέος καϊμακάμης δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το θέμα...
Σημειώσεις
1. Το χωριό απέχει σήμερα από την Αμισό (Σαμψούντα) 87 χλμ. Ακολουθώντας το δρόμο για την Αμάσεια, σε απόσταση 55 χλμ. συναντούμε το Καβάκ και στη διασταύρωση (Ντόρτγιολ) στρίβουμε αριστερά, στο δρόμο του Ασαρτσίκ, το οποίο συναντούμε στα 20 χλμ. Μέσα από την κωμόπολη οδεύουμε προς το Αγιαχλάλαν, που το συναντούμε στα 17 χλμ. Ο δρόμος μέχρι το Ασαρτσίκ είναι στενός, ασφαλτοστρωμένος, με στροφές και από εκεί μέχρι το χωριό είναι όλο στροφές και χωματόδρομος. Ο δρόμος μετά την κωμόπολη κατέρχεται με μεγάλη κλίση για να περάσει από την τεράστια χαράδρα και το Χαδίσιο ποταμό (Απτάλιρμακ) και ανεβαίνει σχεδόν κάθετα μέχρι το Αγιαχλάλαν. Σε περίοδο βροχών είναι συχνές οι κατολισθήσεις και αδιάβατο το τελευταίο κομμάτι μετά το μικρό ποτάμι με τα ορμητικά νερά. Η πορεία από τη διασταύρωση του Καβάκ διαρκεί περίπου μία ώρα.
2. Τα ονόματα των χωριών είναι τουρκικά, γιατί οι τόποι στους οποίους εγκαταστάθηκαν οι Παυρενοί, αλλά και οι ελληνόφωνοι, είχαν ήδη τουρκικά τοπωνύμια. Οι Έλληνες του Δυτικού Πόντου είχαν διαφοροποιηθεί γλωσσικά κατά το 18ο αιώνα, εκτός από την παράλια Αμισό και τη Σινώπη, μετά τους σφοδρούς διωγμούς των ντερέμπεηδων, που είχαν σαν αποτέλεσμα τους μαζικούς εξισλαμισμούς στον Κεντρικό και Ανατολικό Πόντο και τη γλωσσική διαφοροποίηση στο Δυτικό Πόντο. Παυρενός είναι ο προερχόμενος από την περιοχή της μεσαιωνικής Παύρας και νεότερης Πάφρας, και συνειρμικά όλοι οι γλωσσικά διαφοροποιημένοι δυτικοπόντιοι στη Διοίκηση Αμισού (Σαμψούντας). Οι ελληνόφωνοι της περιοχής μετακινήθηκαν κυρίως από την περιοχή της Αργυρούπολης και αποκαλούνταν Μετεντσήδες (η λέξη σημαίνει μεταλλωρύχοι).
3. Τα χωριά καταγωγής των προγόνων μου, από τους οποίους προέρχονται οι πληροφορίες, είναι τα εξής: Ποχτσά Αρμούτ (συνοικισμός Τοπουλλού), Κιόσαλαν (Καγιόουκιοϊ), Ούτσπουαρ, Ταγτσιλέρ (ελληνόφωνο).