Τ’ εμέτερον η καλατσή στο Δημοκρίτειο - Για πρώτη φορά έγινε πανεπιστημιακό μάθημα |
«Είμαι η Ζεϊνέπ και είμαι από την Κωνσταντινούπολη. Θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Η ιδιαίτερή μου πατρίδα είναι η Τσάικαρα, όπου τα ποντιακά μιλιόντουσαν πολύ. Οι παππούδες μου μιλάν αυτήν τη γλώσσα, αλλά εγώ όχι. Ξέρω πως είναι ντροπιαστικό που δεν μιλάω τη μητρική μου γλώσσα. Όπως ξέρετε, τα ποντιακά θα εξαφανιστούν. Κάποιος πρέπει να τα σώσει. Θέλω πολύ να μάθω τη γλώσσα των προγόνων μου, αλλά δεν έχω αλφάβητο, βιβλίο και γραμματική. Δεν μπορώ να μάθω αυτήν τη δύσκολη γλώσσα μόνο ακούγοντας τους παππούδες μου. Με ποιον τρόπο να προσπαθήσω;»
Την ίδια επιθυμία εξέφρασαν φοιτητές του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ), στο τέλος του προηγούμενου ακαδημαϊκού έτους. Η ιδέα για την εισαγωγή ενός μαθήματος διδασκαλίας της ποντιακής γεννήθηκε καθώς άκουγαν καθηγητές τους να μιλάνε μεταξύ τους την προγονική τους διάλεκτο, προσφιλής συνήθεια των Ποντίων όπου γης. Το αίτημα υπεβλήθη από τον Σύλλογο Φοιτητών και έγινε παμψηφεί δεκτό από τους καθηγητές του τμήματος, με επικεφαλής την πρόεδρό του Μαρία Δημάση. Έτσι, «το ρωμαίικον η γλώσσα» ή, όπως λένε οι Πόντιοι, «τ’ εμέτερον η καλατσή» (η δική μας ομιλία), έγινε πρώτη φορά πανεπιστημιακό μάθημα. Από την 1η Οκτωβρίου, το μάθημα (επιλογής) διδάσκεται από τον αναπληρωτή καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας Ηλία Κ. Πετρόπουλο, σε συνδιδασκαλία με τη δρα Ιωάννα Σιταρίδου, η οποία ήταν η αποδέκτρια του αιτήματος της Ζεϊνέπ και εκατοντάδων άλλων. Η κ. Σιταρίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ισπανικής Γλώσσας και Ιστορικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και εταίρος και διευθύντρια Σπουδών στη Γλωσσολογία στο Queens’ College, Cambridge, από το 2009 εκπονεί έρευνα για τα ρομέικα, την αρχαΐκή ποντιακή ποικιλία που μιλούν ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι στον Πόντο σήμερα. Ενενήντα έξι χρόνια μετά τον ξεριζωμό των ποντιόφωνων χριστιανών από την ιστορική τους κοιτίδα, η ποντιακή παραμένει μία «ζωντανή» γλώσσα.
Πού ομιλείται ακόμη
Στον Πόντο εξακολουθεί να ομιλείται σε ορεινά χωριά της περιοχής Οφη (Τσάικαρα), νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας, όπως επίσης σε χωριά των Σουρμένων και της Τόνιας. Ο αριθμός των ομιλητών στις περιοχές αυτές είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια, για τον λόγο που εξηγεί η κ. Σιταρίδου. «Μπορεί ο αριθμός των φυσικών ομιλητών (που κατακτούν την ποντιακή κατά την παιδική ηλικία) να είναι μικρός (5.000, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή), ο αριθμός όμως των δίγλωσσων ομιλητών πολιτιστικής κληρονομιάς είναι πολύ μεγάλος». Όσον αφορά την Ελλάδα, τα ποντιακά μιλιούνται, όπως γνωρίζουμε, σε πολλά σημεία της Βόρειας Ελλάδας και σποραδικά σε άλλες περιοχές της επικράτειας.
Παράλληλα, τα ποντιακά είναι σε χρήση στο βόρειο τμήμα του Ευξείνου Πόντου (Κριμαία, Νότια Ρωσία), ενώ φθίνουσα είναι η ποντιοφωνία σε βόρειο Καύκασο, Γεωργία και Αρμενία.
Τι γνωρίζουμε, όμως, για την ποντιακή και την εξέλιξή της; «Τα ποντιακά ανήκουν, μαζί με τα καππαδοκικά και τα φαρασιώτικα, στον πυρήνα της μικρασιατικής ελληνικής», λέει η κ. Σιταρίδου. «Χρησιμοποιώντας συντακτικά δεδομένα από τα ρομέικα –την αρχαΐκή ποντιακή ποικιλία που μιλιέται από ελληνόφωνους μουσουλμάνους στον Πόντο σήμερα–, η ιστορική επανασύνθεση κατέδειξε πως η ποντιακή συμμετείχε εν μέρει στις διαδικασίες που οδήγησαν στη διαμόρφωση των κύριων διαλέκτων της νέας ελληνικής. Συγκεκριμένα, για την πρωτο-ποντιακή εκτιμώ ότι κάποιες διακριτές καινοτομίες και αρχαϊκές δομές ανάγονται στην κοινή ελληνική που μιλιόταν στη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Η ανάλυση του απαρεμφάτου και της άρνησης, συγκεκριμένα, υποδεικνύει την ελληνιστική περίοδο ως την πρωιμότερη εξακριβωμένη χρονολογία (καθοριστική και λόγω του εκχριστιανισμού της περιοχής) και όχι τα μέσα της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου, όπως έχει προταθεί για άλλες νεοελληνικές διαλέκτους (π.χ. την κρητική).
Αυτό δεν σημαίνει πως η ποντιακή εξελίχθηκε σε πλήρη απομόνωση από άλλες μεσαιωνικές ποικιλίες, αλλά ότι η επαφή ήταν αποσπασματική και μη συνεχής».
«Ο πατέρας μου με ρωτούσε πώς λέγεται ο λαγός, ο λάγον»
Πηγή αισιοδοξίας αποτελούν, επίσης, όλοι εκείνοι οι Πόντιοι που επιμένουν να μάθουν στα παιδιά τους τα ποντιακά. Ενδεικτικά είναι όσα λέει ο δάσκαλος λύρας Λάζαρος Παπαδόπουλος, του οποίου ο πατέρας Ευθύμιος ήταν γνωστός κατασκευαστής της ποντιακής λύρας. Γεννημένος στο ποντιόφωνο χωριό Βίτιαζεβο της Ρωσίας, ο Λάζαρος παλιννόστησε με την οικογένειά του στην Ελλάδα όταν ήταν παιδί. «Ο πατέρας μου πολεμούσε μια ζωή να μάθω ποντιακά. Με ξυπνούσε τα βράδια και με ρωτούσε στα ρώσικα πώς είναι π.χ. ο λαγός (o λάγον) και άλλες λέξεις στα ποντιακά. Ήθελα να επιστρέψω στο Βίτιαζεβο και τώρα με τους δύσκολους καιρούς στην Ελλάδα το έκανα. Οι Έλληνες του χωριού κρατάνε τις παραδόσεις και αγαπούν πολύ την Ελλάδα».
Οι στόχοι
Αισιοδοξία γεννά, βεβαίως, και η πρωτοβουλία των φοιτητών του ΔΠΘ. Όσον αφορά τους στόχους του μαθήματος, ο κ. Πετρόπουλος εξηγεί: «Βασική μέριμνα είναι να διδαχθούν την ποντιακή όσοι φοιτητές το επιθυμούν, είτε έλκουν την καταγωγή τους από τον Πόντο είτε όχι. Με την εκμάθησή της, οι φοιτητές θα αποκτήσουν ένα ακόμη εφόδιο για περαιτέρω έρευνα και μελέτες πάνω στο σχεδόν ανεξερεύνητο και πλούσιο γνωστικό πεδίο που λέγεται ποντιακός πολιτισμός». Κύριος στόχος είναι η απόκτηση γνώσης της δομής της ποντιακής (φωνητική και φωνολογία, κλιτική και παραγωγική μορφολογία, σύνταξη) και περαιτέρω κοινωνιογλωσσικής ενημερότητας για την ποντιακή και τη σχέση της με την πρότυπη νέα ελληνική και άλλες γλώσσες. Ένα θέμα που ανακύπτει στη διδασκαλία, είναι ότι η ποντιακή δεν έχει κωδικοποιηθεί επισήμως και ως εκ τούτου υπάρχουν περισσότερα από ένα πρότυπα γραφής. Έτσι, οι φοιτητές θα διδαχθούν επίσης φωνητική μεταγραφή της ποντιακής δεδομένου ότι πολλοί ποντιόφωνοι, τόσο στην Τουρκία όσο στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, δεν γνωρίζουν το ελληνικό αλφάβητο και χρησιμοποιούν αυτοσχέδια συστήματα γραφής.
Η μεγάλη γεωγραφική διασπορά της ποντιακής δείχνει ότι αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε έναν βασικό μοχλό ελληνοφωνίας. Απόδειξη οι συγκινητικές ιστορίες Ελλήνων και Τούρκων ποντιόφωνων μεταναστών τη δεκαετία 1960 στη Γερμανία, όπου κατάπληκτοι ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο και, χάρη στην ποντιακή που αμφότεροι μιλούσαν, οικοδόμησαν σχέσεις φιλίας, αλληλεγγύης και αγάπης. «Σε αυτήν την κατεύθυνση ο ρόλος της ποντιακής είναι σημαντικός, καθώς πρόκειται για μια ελληνική γλώσσα, διαφορετική από την νεοελληνική, με ένα πολυπολιτισμικό προφίλ ομιλητών που εκφράζει μια ελληνικότητα που όσο πλαταίνει τόσο βαθαίνει», εκτιμά η κ. Σιταρίδου. «Με άλλα λόγια, η ποντιακή μπορεί να παίξει τον ρόλο μιας ελληνικής γλώσσας επικοινωνίας σε διεθνές επίπεδο».
Πηγή: Καθημερινή