Είναι εφικτό να αποτυπωθεί η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού σε μία μουσικοχορευτική θεατρική παράσταση; |
Είναι εφικτό και σε ποιο βαθμό να αποτυπωθεί η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, συνολικά 353.000 ψυχών, σε μία μουσικοχορευτική θεατρική παράσταση;
Την απάντηση έρχεται να δώσει ο χορογράφος Παύλος Κουρτίδης στην παράσταση που ανεβάζει από τις 10 Νοεμβρίου στο θέατρο ΠΚ με τίτλο «ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ».
«Αυτή η παράσταση είναι ένας ύμνος προς την ίδια την ανθρωπότητα, δείχνει τι κακό μπορεί να σπείρει μία γενοκτονία», τονίζει ο Παύλος Κουρτίδης μιλώντας στο ΑΠΕ και επισημαίνει: «Εγώ δεν είμαι πολιτικοποιημένος, είμαι επαγγελματίας χορογράφος. Δεν πάω να βγάλω αυτόν κακό και τον άλλον καλό. Πάμε, όμως, να πούμε τα πράγματα όπως έγιναν και να τα ξαναθυμίσουμε. Θα υπάρχουν σκληρές εικόνες. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Εγώ με το λαό της γείτονος χώρας, αλλά και με τον οποιοδήποτε λαό, δεν έχω τίποτα. Αλλά μιλάμε για γεγονότα που είναι πρόσφατα και, δυστυχώς, μιλάμε για μια γενοκτονία που οι ίδιοι δεν αποδέχονται, αλλά και διεθνώς μη αναγνωρισμένη».
Ο Παύλος Κουρτίδης είναι Πόντιος και δεν αρνείται ότι η συγκεκριμένη παράσταση τον φορτίζει συναισθηματικά σε κάθε πρόβα και ομολογεί ότι είναι το πιο δύσκολο για πολλούς λόγους θέμα που έχει ασχοληθεί επαγγελματικά όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δηλώνει, πλέον, ώριμος να το κάνει. «Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια και να αισθανθώ ώριμος για να πω: "Θα πάω να κάνω αυτή την παράσταση"», σημειώνει, και όπως αναφέρει στο ΑΠΕ η Ζωή Σωτηροπούλου, βοηθός χορογράφου και χορεύτρια στην παράσταση αλλά και επί χρόνια συνεργάτης του Παύλου Κουρτίδη, «όταν μου είπε εμένα ότι η επόμενη παράσταση θα είναι η συγκεκριμένη δεν είχε καν κατέβει ακόμα η προηγούμενη παράσταση». Η Ιωάννα Κορίνα Παλάσκα, χορεύτρια, συνεργάζεται επίσης αρκετό καιρό με τον Παύλο Κουρτίδη, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «ήταν μια εσωτερική ανάγκη του Παύλου αυτή η παράσταση».
Ως Πόντιος, ο Παύλος Κουρτίδης μεγάλωσε ακούγοντας στο χωριό του ιστορίες από τους παππούδες του, τους συγγενείς του, για όσα έγιναν τότε, «οπότε όλα αυτά μου έχουν μείνει και, περνώντας τα χρόνια, τέθηκε μέσα μου κάποια στιγμή το ζήτημα το πώς θα μπορέσω αυτά να τα κάνω παράσταση. Γιατί είναι το μόνο μου όπλο να μπορέσω ως χορογράφος να φωνάξω κι εγώ».
Περιγράφοντας τις δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος ο Παύλος Κουρτίδης σημειώνει ότι πρέπει αφενός να μην προσβάλλει την ιστορία αλλά και αφετέρου να είναι αντικειμενικός «γιατί δεν μπορώ να κάνω μια παράσταση ως προσωπική κρίση, θα ήταν άδικο για αυτόν που θα έρθει να τη δει και για όσους θα θέλουν να εκτιμήσουν την πραγματική ιστορία και τα γεγονότα. Εγώ δεν έρχομαι για να πω κάτι άλλο. Θα πω αυτά που έχουν εξιστορήσει οι παππούδες μας. Τα γεγονότα. Δεν θα τα αποκρύψω και δεν θα τα δώσω με λάθος τρόπο. Όταν έγινε η Γενοκτονία και υπήρξαν οι αγχόνες, εγώ αυτό θα στο δείξω, αλλά μελοποιημένα. Διότι μπορεί να δείξεις μία αγχόνη αλλά μέσα σε μία παράσταση όσο κι αν ακούγεται λίγο παράξενο μπορεί να το δεχτείς πιο όμορφα αλλά το μήνυμα σου πάλι θα το πάρεις».
Επί σκηνής θα βρίσκονται συνολικά 18 άτομα, με το μεγαλύτερο του θιάσου να αποτελείται από γυναίκες αλλά και παιδιά ηλικίας από 10 ετών μέχρι 14, και αυτό γίνεται, όπως δηλώνει και ο δημιουργός της παράστασης, γιατί η Γενοκτονία ήταν κυρίως πάνω στις γυναίκες και τα παιδιά «οπότε η γυναίκα παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο όχι μόνο ως γυναίκα αλλά και ως μάνα».
Στην παράσταση, στα 75 λεπτά διάρκειας της, θα υπάρχει ζωντανή μουσική από τον Χρήστο Σύγγελο, με όλα τα παραδοσιακά μουσικά όργανα, την ποντιακή λύρα, το τουλούμ, το νταούλι τα οποία θα παντρευτούν με σημερινά ακούσματα, επίσης, θα υπάρχει πρωτότυπα γραμμένη μουσική από τη Λία Παρχαρίδου (Hide), ενώ θα ακουστεί ζωντανά μοιρολόι από τη φωνή της Φωτεινής Πασσά.
Δεν θα υπάρχουν διάλογοι αλλά έτσι όπως στήθηκε η παράσταση είναι τόσο ξεκάθαρα τα μηνύματα που δεν χρειάζεται να μιλήσουμε, αναφέρει ο Παύλος Κουρτίδης. «Οι θεατές θα εισπράξουν πολλά γεγονότα, πράγματα που έχουν γίνει θα τα δούνε μπροστά τους, άλλοι θα τα ανακαλύψουν και άλλοι θα τα ξαναθυμηθούν».
Όπως επισημαίνει η Ζωή Σωτηροπούλου, «η διαφορά αυτής της παράστασης σκηνοθετικά και χορογραφικά είναι στο ότι πάει πιο πολύ στο συναισθηματικό παρά στο κομμάτι το χορογραφικό. Δηλαδή, είναι στημένο πιο πολύ πάνω στα συναισθήματα παρά στην κίνηση. Η κίνηση έχει βγει μέσα από αυτό».
Τη σημασία της μουσικής για να περαστεί το μήνυμα της παράστασης, υπογραμμίζει η Λία Παρχαρίδου λέγοντας: «Η μουσική έχει τις ιδιότητες που μπορεί να σε ταξιδέψει πιο εύκολα σε τόπο και χρόνο. Ακόμα και οι ήχοι των χορευτών πάνω στο δάπεδο είναι μέρος της μουσικής. Για να γίνει αυτή η παράσταση είχα κάνει πολλές συζητήσεις με τον Παύλο και μελέτησα πάρα πολύ κάποια πράγματα για το πώς έγιναν τότε».
Κάτι στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς, σύμφωνα με τον Παύλο Κουρτίδη, είναι το πως βιώνουν οι ίδιοι οι συντελεστές της παράστασης κατά τη διάρκεια του στησίματος της, το συναισθηματικό βάρος που τη διέπει, ενώ και οι ίδιοι, μουσικοί και χορευτές, συνομολογούν ότι αυτή η παράσταση και για αυτούς είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που λέμε δουλειά και μια επαγγελματική υποχρέωση.
«Σχεδόν με συγκλονίζει αυτό το πράγμα. Κάθε φορά που τελειώνει η πρόβα υπάρχει μια βουβαμάρα δύο λεπτών. Είναι η φόρτιση. Τους βλέπω είναι καταβεβλημένοι. Δεν χρειάζεται να είσαι Πόντιος για να καταλάβεις τι έγινε τότε. Το ότι εμείς ως Πόντιοι το εκλαμβάνουμε με έναν λίγο διαφορετικό τρόπο είναι ίσως και μέσα από το DNA αλλά εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τη διαφορά», μεταφέρει ο Παύλος Κουρτίδης.
Η Φωτεινή Πασσά που τραγουδάει και χορεύει στην παράσταση δηλώνει ότι τα συναισθήματα που εισπράττει από τις πρόβες είναι έντονα, αλλά και εναλλασσόμενα καθώς «σε σχέση με αυτό που εγώ φαντάζομαι εκείνη τη στιγμή πώς συμβαίνει μπροστά μου, άλλες φορές θέλω αμέσως μετά να κάτσω και να μην κάνω τίποτα, και άλλες να αρχίσω να χτυπιέμαι», ενώ η Ζωή Σωτηροπούλου τονίζει ότι τη στιγμή που ξεκινάει το τραγούδι της παράστασης επέρχεται μια μεγάλη ψυχική κάθαρση.
«Έχω πολύ μεγάλη συναισθηματική φόρτιση την ώρα που βρίσκομαι στη σκηνή και είναι σοκαριστικό όταν αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να χορέψω για τέτοια συμβάντα», δηλώνει η Ιωάννα Κορίνα Παλάσκα.
Η Ζέλικα Μουζάκη, χορεύτρια, υποστηρίζει ότι «αυτή η παράσταση ξεφεύγει από αυτό που λέμε καθαρά δουλειά γιατί έχεις να κάνεις με πραγματικά γεγονότα, δεν είναι απλά ότι έρχεσαι χορεύεις και κάνεις δύο κινήσεις και είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση για μένα να συμμετέχω σε αυτή καθώς μαθαίνω και πολλά μέσα από αυτήν».
Η Λία Παρχαρίδου, μουσικός της παράστασης, Πόντια στην καταγωγή, σημειώνει ότι για ανθρώπους που δεν είναι Πόντιοι, όταν μαθαίνουν για τη Γενοκτονία, είναι ένα σοκ μεγαλύτερο «σε σχέση με εμάς τους Πόντιους, που είμαστε πιο εξοικειωμένοι καθώς έχουμε ακούσματα από παιδιά, από τους παππούδες μας στο χωριό. Εμείς βγάλαμε το πένθος από πάνω και μας φούντωσε την περηφάνια».
Η πλοκή της παράστασης ουσιαστικά αποτελείται από τρεις ενότητες χωρίς διάλειμμα. Ξεκινάει δείχνοντας πώς ήταν τα πράγματα πριν από τη Γενοκτονία στην καθημερινότητα, σε έναν παραδοσιακό γάμο. Μετά, μπαίνει σιγά σιγά στη φάση της Γενοκτονίας και, στο τέλος, είναι ο επίλογος όπου μιλάει για τις χαμένες πατρίδες, μιλάει για τον σχεδόν αφανισμό, που τελικά ο Πόντιος είναι ακόμα εδώ και πατάει στα πόδια του.
«Η παράσταση δεν απευθύνεται μόνο σε Πόντιους. Θα είναι μεγάλη μου χαρά αν αυτή η παράσταση θα μπορέσει να είναι εφαλτήριο για όλο τον ποντιακό ελληνισμό και όχι μόνο, να ξυπνήσει μνήμες και επί τη ευκαιρία των 100 χρόνων, που είναι μπροστά μας, σε έναν χρόνο ακριβώς. Οπότε όλα αυτά συντελούν στο να μπορέσει αυτή η παράσταση να γνωστοποιήσει το γεγονός και, αν μη τι άλλο, να μπορέσει η γενοκτονία των Ποντίων τελικά να δικαιωθεί διεθνώς. Πρέπει να μην ξεχνάμε ποιοι είμαστε. Πρέπει ως άνθρωποι πρώτα να στηρίξουμε την παράσταση», δηλώνει ο Παύλος Κουρτίδης και θεωρεί ότι θα έχει αποτύχει αν η παράσταση δεν φύγει από την Αθήνα και για άλλες πόλεις, ακόμα και στον απανταχού ελληνισμό.
Πηγή: Patra News