Έλλη Αβραμίδου: Μία Πόντια στο Μπόλιγουντ |
Μεγάλωσε σε ένα σπίτι στη Στοκχόλμη, με ήχους ρεμπέτικου και ιστορίες από τον Πόντο. Κληρονόμησε την καλλιτεχνική φλέβα από τον Έλληνα μουσικό πατέρα της και τη Σουηδέζα ηθοποιό μητέρα της. Την καρδιά της, όμως, έκλεψε από νωρίς μια τρίτη κουλτούρα, μακρινή μόνο γεωγραφικά, στην οποία διοχετεύει δημιουργικά το μουσικό και το υποκριτικό της ταλέντο. «Ήμουν μικρή όταν είδα για πρώτη φορά ένα Μπόλιγουντ τραγούδι στη σουηδική τηλεόραση και μαγεύτηκα», διηγείται στο «Κ» η 28χρονη Έλλη Αβραμίδου (aka Elli AvrRam), που σήμερα κάνει καριέρα στην Ινδία. «Ρώτησα να μάθω περί τίνος επρόκειτο, γιατί ήθελα και εγώ να χορεύω, να εκφράζομαι και να ντύνομαι έτσι, όπως αυτές οι κοπέλες». Ρυθμός, μελωδία, κινήσεις, έντονα χρώματα και ακόμα πιο έντονα πάθη, που μετουσιώνονται στο τραγούδι, αιχμαλωτίζουν τότε την Έλλη, που ήταν δεν ήταν πέντε χρονών. Έκτοτε, οτιδήποτε σχετικό με Ινδία τραβάει σαν μαγνήτης τη μικρή Ελληνοσουηδέζα. «Θυμάμαι ακόμα τους νονούς μου να μου δείχνουν φωτογραφίες από το ταξίδι του μέλιτος στην Ινδία», αναφέρει. «Τις κοιτούσα έκθαμβη και ονειρευόμουν να βρεθώ και εγώ εκεί».
Στην εφηβεία και στα πρώτα ενήλικα χρόνια της, η Έλλη ετοιμάζεται για την... απογείωση. Κάνει μαθήματα ινδικών χορών. Μυείται στα μυστικά της υποκριτικής από την καταξιωμένη ηθοποιό μητέρα της, Maria Granlund, που είχε μεταξύ άλλων παίξει στην ταινία του Μπέργκμαν «Φάνι και Αλέξανδρος». Συμμετέχει σε μια εφηβική ταινία και σε μια τηλεοπτική σειρά. «Συνειδητοποίησα τότε πόσο πολύ μου άρεσε ο φακός». Εργάζεται και στο μόντελινγκ, χάρη στο οποίο παίρνει το διαβατήριο για τον προορισμό των ονείρων της. «Την πρώτη φορά που ήρθα μαζί με τη μητέρα μου στο Μουμπάι, το 2012, έπαθα σοκ, καθώς περίμενα ότι οι φίλοι των φίλων που θα μας φιλοξενούσαν θα έμεναν σε κάποιο σπίτι όπως αυτά στις ταινίες του Μπόλιγουντ», διηγείται σήμερα γελώντας. «Ζούσαν όμως σε ένα διαμέρισμα». Στην πραγματικότητα... «πολύ λίγοι μπορούν να ζουν με τόση πολυτέλεια».
Η ίδια, πάντως, δεν συμμερίζεται την οπτική των περισσότερων Δυτικών, που βλέπουν στην Ινδία μια χώρα με δραματικές ελλείψεις και ανισότητες. «Εμένα μου αρέσει να ζω εδώ, οι άνθρωποι είναι καλοί και ανοιχτοί», διευκρινίζει η 28χρονη. Άλλωστε, φαίνεται ότι η Έλλη ταίριαξε εξ αρχής στον τόπο που επέλεξε ως νέα πατρίδα. Τρεις μήνες μετά την άφιξή της, δέχεται πρόταση για να παίξει σε ταινία και έκτοτε η πορεία της και η δημοτικότητά της είναι μόνο ανοδικές – με αποκορύφωμα τη διάκρισή της προ ημερών από το Sol Lions Gold Awards, που στο πρόσωπό της αναγνώρισε την καλύτερη performer της χρονιάς. Το βραβείο ήταν μάλλον αναμενόμενο, καθώς το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Chama Chama» που γυρίστηκε για την ταινία «Fraud Saiyyan» έχουν παρακολουθήσει μέσω του YouTube περισσότεροι από 100 εκατομμύρια χρήστες.
«Έχω γυρίσει συνολικά έξι ταινίες, δύο φιλμ μικρού μήκους, χορογραφίες και βιντεοκλίπ, έχω συμμετάσχει σε τηλεοπτικό σόου, ενώ τώρα κάνω τα γυρίσματα για τρεις σειρές στο Netflix και στο Αmazon prime», κάνει έναν σύντομο απολογισμό η Έλλη. «Το τραγούδι και ο χορός είναι αναπόσπαστα στοιχεία των ινδικών ταινιών», εξηγεί. «Είναι μία από τις πολλές διαφορές μεταξύ ινδικού και ευρωπαϊκού κινηματογράφου».
Η Έλλη μιλάει άπταιστα χίντι, κάτι που εξέπληττε στην αρχή τους ανθρώπους της εγχώριας βιομηχανίας του θεάματος. «Όταν είσαι Ευρωπαίος και θέλεις να σταδιοδρομήσεις εδώ, πρέπει να κάνεις τριπλή δουλειά για να πείσεις», ομολογεί η Έλλη, που έχει αρχίσει να μαθαίνει και τις υπόλοιπες διαλέκτους της αχανούς χώρας. «Έχω παίξει σε δύο ταινίες που προορίζονταν για τη νότια Ινδία, όπου δεν μιλούν χίντι», σημειώνει. «Τα γυρίσματά τους έγιναν, μάλιστα, εν μέρει στην Αθήνα».
Ινδία και Ελλάδα
Η Έλλη Αβραμίδου, ντίβα πλέον στην Ινδία, χαρακτηρίζεται στα δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού Τύπου ως η «Σουηδέζα που κάνει καριέρα στο Μπόλιγουντ», όμως η ίδια συστήνεται από παιδί ως... «μισή Πόντια και μισή Σουηδέζα». Σήμερα έχει πλέον αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους ένιωσε από παιδί οικειότητα με την ινδική κουλτούρα. «Ο ρυθμός και η μελωδία μοιάζουν τόσο πολύ με τα παλιά ελληνικά τραγούδια, ρεμπέτικα, σμυρναίικα και λαϊκά, μέσα στα οποία εγώ μεγάλωσα». O πατέρας της, Γιάννης Αβραμίδης, συνήθιζε να κάνει πρόβες με το ελληνικό του γκρουπ στο σπίτι. «Όλη η ζωή μας ήταν greek style, ακόμα και η Σουηδέζα μητέρα μου γνωρίζει ελληνικά και ποντιακά, τραγουδάει δε και μαγειρεύει ελληνικά», λέει όλο καμάρι η Έλλη, που περνά όλα της τα καλοκαίρια στο σπίτι της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. «Αναζητώ πάντα το πλησιέστερο ποντιακό πανηγύρι. Άπαξ και πάω, δεν σταματώ να χορεύω», λέει η Έλλη, που έμαθε μαζί με τον αδελφό της τα βήματα για το κοτσάρι και το ομάλ στον Ποντιακό σύλλογο Στοκχόλμης.
«Ο παππούς και η γιαγιά ήταν σαν δεύτεροι γονείς μου, βρισκόμουν καθημερινά στο σπίτι τους στη Στοκχόλμη». Στα γόνατά τους άκουγε ιστορίες για τον Πόντο. «Σήμερα, ανεξάρτητα από το πού βρίσκομαι, κουβαλάω πάντα μαζί μου την οικογενειακή μας ιστορία, ξέρω ποια είμαι».
Την πάλαι ποτέ ευχή του μετανάστη παππού της επαναλαμβάνει σήμερα η expatriate επιτυχημένη εγγονή του αυθόρμητα. «Θα ήθελα πολύ να παντρευτώ Πόντιο», καταλήγει υπομειδιώντας. «Θα ήταν μεγάλη μου χαρά, φυσικά, να παντρευτώ έναν Έλληνα, αλλά οι Πόντιοι είμαστε αλλιώς».
Πηγή: Καθημερινή