Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο ιερός Λόχος και η συμμετοχή των Ποντίων στην Επανάσταση του 1821 |
του Νίκου Κωνσταντινίδη
Ιστορία σημαίνει γνώση, καθώς παραπέμπει στο ρήμα οίδα με «οι», που θα πει γνωρίζω. Ιστορία όμως είναι και τα γεγονότα εκείνα που σταματούν τη ροή του χρόνου, από το ίστημι + ρους, σύμφωνα με τον Κρατύλο του Πλάτωνα.
Είναι αλήθεια ότι η πορεία του ελληνικού έθνους στον πλανήτη Γη, σημαδεύτηκε από πολλά και σπουδαία γεγονότα. Είναι ακόμη αλήθεια ότι οι λευκές σελίδες της Ιστορίας του έθνους μας είναι πολλές. Και πως πολλές εξέχουσες μορφές δεν έχουν την ανάλογη θέση στις σελίδες της. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και οι ποντιακής καταγωγής Μουρούζηδες και Υψηλάντες.
Ο αείμνηστος πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Αλέξανδρος Ζαΐμης έλεγε: «Καταγόμεθα βεβαίως από τα Καλάβρυτα εκ πατρός, πάππου και προππάπου. Αλλά να μην λησμονηθεί ότι η μητέρα μου, Ελένη ήταν ποντιακής καταγωγής, ως κόρη του Αλέξανδρου Μουρούζη Φαναριώτικης οικογένειας.
Οι γιοι του Αλέξανδρου Μουρούζη, Κων/νος και Νικόλας ήταν πρωτομάρτυρες στον αγώνα υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας. Επιφανέστατος ωστόσο όλων υπήρξε ο Δημήτριος, γιος του Κωνσταντίνου που κατακρεουργήθηκε σε ηλικία 44 ετών, το 1812, κι ας ήταν εκείνος που διαπραγματεύθηκε υπέρ της ειρήνης μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρου Μουρούζη, ο Κωνσταντίνος συνέδεσε κι αυτός το όνομά του με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, καθώς υπήρξε ένας από τους πρωτομάρτυρες της εθνικής παλιγγενεσίας, που σφαγιάστηκε με αποκεφαλισμό κατά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που του απηύθυνε ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, όταν τον προέτρεψε, λίγες μέρες πριν ο Σουλτάνος αφορίσει το κίνημα του Υψηλάντη, να φύγει από την Πόλη για να σωθεί, γιατί ήταν πολύ νέος και τον χρειαζόταν το ελληνικό έθνος: «Προτιμότερο να θυσιαστώ εγώ για να σωθούν οι αθώοι και το γένος», ήταν τα λόγια του Κων/νου Μουρούζη, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω του βαρύς ο πέλεκυς του αποκεφαλισμού.
Η θυσία των Ποντίων Μουρούζηδων ανήκει στις περιπτώσεις εκείνες που αξίζουν τον ανάλογο χώρο στον καμβά της ιστορίας του γένους μας. Οι μορφές των ηρώων που συνδέονται με τον απελευθερωτικό αγώνα και ανήκουν στα πρώτα του θύματα, δικαιούνται ανάλογη θέση στο πάνθεον των μαρτύρων του 1821.
Όπως προείπα, ανάμεσα στις μορφές, που ξεχωρίζουν σε θυσία, σε προσφορά και σε ανδρεία, κατά την επανάσταση του 1821, είναι και η ποντιακής καταγωγής οικογένεια των Υψηλαντών, από το χωριό Υψήλ’ του Όφεως της Τραπεζούντας.
Η καταγωγή τους ανάγεται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους, από την επιφανή οικογένεια των Ξιφιλίνων Υψηλαντών. Μέλη της οικογένειας είναι και δύο πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης: Ο Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος Υψηλάντης και ο Γεώργιος ο Β΄ Ξιφιλίνος Υψηλάντης.
Η οικογένεια των Ξιφιλίνων Υψηλαντών έφυγε στην Τραπεζούντα, όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204. Από το γάμο του Κωνσταντίνου Ξιφιλίνου Υψηλάντη και της κόρης του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού προέκυψε το γένος των Υψηλαντών Κομνηνών.
Ο ήρωας για τον οποίο μιλούμε σήμερα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν στρατηγός του τσαρικού στρατού και διακρίθηκε στους ναπολεόντειους πολέμους. Στη μάχη της Δρέσδης, τον Αύγουστο του 1813, έχασε το δεξί του χέρι, σε ηλικία μόλις 21 ετών.
Η ανδρεία που επέδειξε σε πολλές μάχες εναντίον του Ναπολέοντα, είχε ως αποτέλεσμα μετά από εννέα χρόνια να καταφέρει να διακριθεί ως υπασπιστής του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας και να λάβει το βαθμό του υποστράτηγου, στα 25 του χρόνια.
Τον Απρίλιο του 1820 σε ηλικία 25 ετών ανέλαβε τη γενική αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας κι ήταν ο πολιτικός αρχηγός της Επανάστασης. Στις 22-2-1821 περνάει τον ποταμό Προύθο, με τα αδέρφια του, Νικόλαο και Γεώργιο, και στις 24 Φεβρουαρίου βγάζει το σύνθημα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» και υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, όπου οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Διαποτισμένος από μεγάλη αγάπη για την πατρίδα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέθεσε την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία για τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. Με τη θυσία του ενσάρκωσε το όραμα της ελευθερίας των Ελλήνων και συνήγειρε τον πολιτισμένο κόσμο της Ευρώπης, υπέρ του υπόδουλου ελληνικού γένους.
Στις 26-2-1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελέστηκε η δοξολογία και ο μητροπολίτης Βενιαμίν ευλόγησε σημαία με έμβλημα το σταυρό και παρέδωσε το ξίφος στον Υψηλάντη, κατά το βυζαντινό τυπικό. Το γεγονός αυτό από μόνο του φανερώνει ότι η επανάσταση του ‘21 άρχισε νωρίτερα από την 25η Μαρτίου.
Ακολούθησε έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων, υπογράφηκε στο Κισνόβιο της Μολδαβίας η διακήρυξη προς το Έθνος και ακολούθησε η πρόσκληση εθελοντών. Απ’ όλη την Ευρώπη κατέφθαναν στη Μολδαβία εθελοντές, όπου συγκροτήθηκε ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές.
Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου. Η αντίσταση και η θυσία του Ιερού Λόχου, με επικεφαλής το Νικόλαο Υψηλάντη, ήταν ηρωική. Αρχηγός του ιππικού στη μάχη αυτή ήταν ο έμπειρος αξιωματικός του ρωσικού στρατού Βασίλειος Καραβίας.
Από τους ιερολοχίτες πολλοί ανήκαν και σ’ άλλες εθνότητες των Βαλκανίων. Περισσότεροι από 200 Ιερολοχίτες έπεσαν στη μάχη, 37 αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν αργότερα στην Κων/πολη.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης του Δραγατσανίου κατέφθασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, που διέσωσε 136 ιερολοχίτες, μεταξύ αυτών τον Νικόλαο Υψηλάντη και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, που μετέπειτα κατέβηκε στη Ρούμελη, προκειμένου να συμβάλει στην επανάσταση.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανατινάχθηκε με τους άνδρες του και με δυνάμεις του εχθρού, στη μονή Σέκου της Μολδαβίας. Στη μάχη του Δραγατσανίου, από τους ιερολοχίτες που σώθηκαν, αρκετοί κατάγονταν από τον Πόντο και από την Μικρά Ασία, στα ονόματα των οποίων θα αναφερθώ πιο κάτω.
Λίγο μετά τη μάχη του Δραγατσανίου συνελήφθη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από Αυστριακούς και κλείστηκε στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς, όπου παρέμεινε μέχρι το 1827. Εκεί μέσα υπέστη τα πάνδεινα, αφού η σκληρή πολιτική του Μέτερνιχ ήταν γνωστή απέναντι σε επαναστάτες. Στο Μουγκάτς άρχισαν να φθάνουν τα πρώτα εμβάσματα από την πονεμένη μητέρα του, καθώς ήταν υποχρεωτικό να πληρώνει τα έξοδα της αιχμαλωσίας του.
Όταν αποφυλακίστηκε, με την παρέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας στις 24-11-1827, η υγεία του ήταν ήδη βαριά κλονισμένη. Πέθανε εγκαταλειμμένος στη Βιέννη, στις 31-1-1828, σε ηλικία 36 ετών. Η κηδεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη έγινε στη Βιέννη.
Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν όλοι οι Έλληνες, που διέμεναν στην αυστριακή πρωτεύουσα. Στο φέρετρό του ο νεκρός πρίγκιπας έφερε τη στολή του ιερολοχίτη και το ξίφος, με το οποίο τον όρκισε ο μητροπολίτης Βενιαμίν, στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο.
Στο βιβλίο «Ρήγας, Υψηλάντης, Καποδίστριας», αναφορικά με το θάνατο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, καθηγητής του πανεπιστημίου Βιέννης, επικαλούμενος τα αρχεία του Δήμου Βιέννης γράφει:
«Εν τω νεκρολογίω του εν Βιέννη νεκροταφείου Sankt Marx και δη του ελληνορθόδοξου τμήματος αυτού, φυλασσομένω σήμερον εν τοις αρχείοις του Δήμου Βιέννης, αναφέρεται σχετικώς προς τον υπ’ αριθμόν 55ο τάφον της δευτέρας θέσεως: Υψηλάντης Αλέξανδρος, πρίγκιψ, κτηματίας.
Ετάφη την πρώτην Αυγούστου του έτους 1828. Εν τω πρωτοκόλλω των νεκροψιών του έτους 1828, φυλασσομένω εν τοις αυτοίς αρχείοις, αναγράφεται υπό ημερομηνίαν θανάτου 31η Ιανουαρίου 1828: Υψηλάντης Αλέξανδρος, Πρίγκιψ, Άγαμος εκ Κωνσταντινουπόλεως, απέθανεν εν τω πανδoχείω “Το χρυσούν απίδιον” επί της Landstrasse, αρ. 52 εις ηλικίαν 36 ετών, εξ υδρωψίας του στήθους και του καρδιακού θυλακίου.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Λουλούς Τυρχάιμ, η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποσπάσθηκε από το λείψανό του από το γιατρό Λασσάνη, βαλσαμώθηκε και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Σήμερα φυλάσσεται μαζί με την καρδιά του αδελφού του Γεώργιου Υψηλάντη στον ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, στην οδό Στησιχόρου, στην Αθήνα.
Οι βαλσαμωμένες καρδιές των δύο αδερφών φυλάσσονται μέσα σε ειδική προθήκη που βρίσκεται αριστερά του δεσποτικού θρόνου. Σε υψηλό σημείο της προθήκης, μέσα σε επάργυρη λήκυθο βρίσκεται η καρδιά του μεγάλου ηγέτη της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη και στην επίχρυση η καρδιά του αδελφού του Γεωργίου.
Το αίτημα για τη μεταφορά της καρδιάς του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Ελλάδα το υπέβαλε ο Γεώργιος Υψηλάντης το 1843 στο βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, εκπληρώνοντας έτσι την επιθυμία του αδελφού του.
Ο Όθωνας συναίνεσε και στις 3-4-1843 η καρδιά τοποθετήθηκε με επίσημη τελετή στην τότε Μητρόπολη Αγίας Ειρήνης.
Τα οστά του Αλέξανδρου Υψηλάντη εκταφιάστηκαν από το κοιμητήριο του Ραππόλτενκιρχεν τον Αύγουστο του 1964 και, αφού μεταφέρθηκαν αθόρυβα στην Αθήνα, τοποθετήθηκαν εντός ληκύθου στον προαύλιο χώρο του Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών.
Μεταξύ εκείνων των Ελλήνων που βοήθησαν οικονομικά την Επανάσταση του -21 ήταν και οι μεταλλουργοί που Πόντου, που διέθεσαν γενναία ποσά για τις ανάγκες του Γένους μας. Ως μια τέτοια χειρονομία μπορεί να αναφερθεί η σημαντική δωρεά του αρχιμεταλλουργού Ιάκωβου Γρηγοράντη, στον έρανο που διενεργήθηκε με εντολή του Μητροπολίτη Χαλδίας Σίλβεστρου Β΄ Λαζαρίδη για τις ανάγκες της Φιλικής Εταιρίας. Από τις 12.000 γρόσια που συγκεντρώθηκαν, τα περισσότερα ήταν δικά του. (πηγή: «Ποντιακά ιστορικά ανάλεκτα», Γεωργίου Κανδηλάπτη).
Επίσης, αρκετοί επιφανείς Πόντιοι ενίσχυσαν με μεγάλα χρηματικά ποσά, τη Φιλική Εταιρεία. Ο Ηλίας Κανδήλης, ο ιδρυτής και διδάκτορας του Φροντιστηρίου της Χερσώνας (της ταυρικής χερσονήσου – Ταυρίδας) όπως και η οικογένεια των Μουρούζηδων είναι από τα λαμπρά παραδείγματα των Ποντίων, που στήριξαν τον απελευθερωτικό αγώνα του ‘21.
Ο Ιερός Λόχος
Στην επαναστατημένη Ελλάδα και ιδιαίτερα στο Μοριά κατέβηκαν πολλοί εθελοντές και πολλά νέα παλληκάρια για να πολεμήσουν και το έπραξαν με ξεχωριστή γενναιότητα. Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης (από την πόλη Κάν(ιν), γνωστή ως Αργυρούπολη του Πόντου) γράφει σχετικώς:
«Ουχ ήττον και πολλοί νέοι Πόντιοι μέσον Ρωσίας και Ρουμανίας κατήλθον εις την Ελλάδα και επολέμησαν γενναίως εν Ηπείρω και Στερεά Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και οι Λαζαίοι, οι δια τας ανδραγαθίας των αναφερόμενοι εις πολλά σημεία της Ιστορίας του Μπουκεβίλλ» («Αρχείον Πόντου», τόμος 33, Αθήνα 1975-1976).
Η Στολή των Ιερολοχιτών
Οι άνδρες του Ιερού Λόχου έφεραν ομοιόμορφες στολές ευρωπαϊκού τύπου φτιαγμένες από ολόμαλλη μαύρη τσόχα. Γι’ αυτό και ονομάζονταν μελανοφόροι ή μαυροφόροι.
Η στολή του ιερολοχίτη αποτελούνταν από χιτώνιο μακρύ που έφθανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα, περισκελίδα και ψηλό χωρίς γείσο κάλυμμα κεφαλής. Το κάλυμμα αυτό έφερε στην κορυφή λευκό λοφίο και ψηλά, τρίχρωμο εθνόσημο με κόκκινο λευκό και κυανό χρώμα.
Κάτω από αυτό μετωπικά υπήρχε νεκροκεφαλή με δύο οστά χιαστί από λευκό μέταλλο, σημαίνοντα Ελευθερία ή Θάνατος. Ο ιερολοχίτης είχε για όπλο λογχοφόρο τυφέκιο ενώ έφερε χιαστί δερμάτινη ζώνη με τις παλάσκες και το γυλιό στη μέση. Στο Εθνικό Μουσείο φυλάσσεται η στολή του ιερολοχίτη.
Η Σημαία του Ιερού Λόχου
Η σημαία του Ιερού Λόχου ήταν τρίχρωμη. Στη μία πλευρά της σημαίας αναγραφόταν το ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και υπήρχε στο κέντρο η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ενώ στην άλλη πλευρά υπήρχε η εικόνα του Φοίνικα αναγεννόμενου από τις φλόγες και αναγραφόταν ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ.
Στο στρατιωτικό οργανισμό που συνέταξε ο Νικόλαος Υψηλάντης μεταξύ άλλων αναφέρεται:
» Η Ελληνική σημαία τόσο εις τα της ξηράς στρατεύματα όσο και εις τα της θαλάσσης πρέπει να είναι κατασκευασμένη εκ τριών χρωμάτων: άσπρο, μαύρο και κόκκινο.
Το άσπρο σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών επιχειρήσεως κατά των τυράννων, το μαύρο το υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατον ημών και το κόκκινο την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού και την χαράν αυτού διότι πολεμεί δια την ανάστασιν της Πατρίδος».
Εκτός από τις περιγραφές και τα ιστορικά γεγονότα που μέχρι σήμερα ξέραμε, δημοσιεύτηκε και η πραγματεία του φιλέλληνα ιστορικού Νικολάι Τοντόρωφ («Η Βαλκανική Διάσταση της Επανάστασης του 1821»), με στοιχεία καταχωρημένα σε φάκελο από το Ρώσο στρατηγό Κισελιώφ, επιτελάρχη της δεύτερης στρατιάς, με αριθμ. 3465», στο κρατικό αρχείο της Οδησσού.
(πηγή: «Ποντιακή Εστία», τεύχος 44, έτος 1982, άρθρο του Παναγιώτη Γ. Εφραιμίδη).
Η προαναφερόμενη πραγματεία του Βούλγαρου ελληνιστή Νικολάι Τοντόρωφ, τονίζει μεταξύ άλλων ότι στον επαναστατικό στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη συμμετείχαν και Πόντιοι.
Το βιβλίο περιλαμβάνει έναν ονομαστικό κατάλογο 1002 αγωνιστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη που, μετά την ήττα στο Δραγατσάνι, στις 7 Ιουνίου 1821, άλλοι πέρασαν υποχωρώντας πίσω στη Ρωσία ενώ άλλοι αναζήτησαν διαφυγή προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από αυτούς οι 503 ήταν Έλληνες από διάφορα μέρη. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται 19 ονόματα που κατάγονταν από τον Πόντο και τις γύρω περιοχές. Οι αγωνιστές αναφέρονται με αύξοντα αριθμό, όπως καταχωρούνται στον κατάλογο κι είναι οι εξής:
101. Νικόλαος Κυριαζής, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Ανατολή.
205. Ανδρέας Μιχαήλ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Μήδεια.
232. Δημήτριος Τσερκέσης, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Αγκιούρ της Ανατολής.
341. Δημήτριος Τραπουζανλής, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα της Μικράς Ασίας.
360. Νικόλαος Σαλαγάρ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από το Μπουλαντάν της Μικράς Ασίας.
438. Βασίλειος Τουρκουλέτς, εκχριστιανισμένος Οθωμανός, τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Καισάρεια της Μικράς Ασίας.
436. Θεόδωρος Αναστασίου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.
498. Στέφανος Κωνσταντίνου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.
499. Γιάννης Δημητρίου. Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.
502. Παναγιώτης Σάββας, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.
503. Πολυχρόνης Χρήστου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πολίχνη Κιμισχανά.
505. Αναστάσιος Ισαάκ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Καισάρεια.
517. Γεώργιος Οσλάν Καϊσαρλής, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Καισάρεια (Kayseri) της Μικράς Ασίας.
748. Δημήτριος Αντωνίου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Προύσα της Μικράς Ασίας.
811. Γεώργιος Γιακοβάκης, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Μουκλάβ της Μικράς Ασίας.
815. Δημήτριος Ιωάννου Προύσαλης, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Προύσα.
959. Γεώργιος Ιωσήφ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από τη Μικρά Ασία.
973. Ιβάν Βελισσάριος, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από τη Νικομήδεια.
Όλοι οι παραπάνω, καταγεγραμμένοι στα αρχεία της Οδησσού, είναι όσοι σώθηκαν ή λαβώθηκαν μετά από την άτυχη φονική μάχη του Δραγατσανίου και ήταν κρατούμενοι από τις ρωσικές αρχές της Οδησσού, κατά τον Ιούλιο του 1821.
Ενδεχομένως να υπάρχουν κι άλλα αρχεία στα οποία καταγράφονται οι Πόντιοι, που ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Δεν γνωρίζουμε κι ίσως να μη μάθουμε ποτέ, πόσοι από τους σκοτωμένους είχαν ποντιακή καταγωγή και πόσοι από τους άλλους Έλληνες αγωνιστές, που διασώθηκαν από τον στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, και δεν αναφέρονται στον κατάλογο του βιβλίου, ήταν από τον Πόντο.
Σε άρθρο του Οδυσσέα Λαμψίδη, στο «Αρχείον Πόντου», τόμος 33, διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Ουδαμού μέχρι τούδε ούτε και υπό των ιστορησάντων την ελληνικήν επανάστασιν του ‘21 ανεγράφη Έλλην Πόντιος αγωνιστής των πολεμικών γεγονότων του 1821.
Το γεγονός τούτο είναι φυσικόν να κινή την προσοχήν και την απορίαν. Διό και ανεζήτουν και εσημείουν πάντοτε παν το σχετικόν προς το θέμα τούτο. Τοιουτοτρόπως σήμερον φέρω εις γνώσιν των ιστορικών του νεωτέρου Πόντου θετικά και βέβαια πλέον στοιχεία δια την συμμετοχήν των Ελλήνων Ποντίων εις τους αγώνας του 1821. Ταύτα είναι τα πρώτα, τα οποία παρουσιάζονται, αλλά είμαι βέβαιος ότι περαιτέρω έρευνα και επισταμένη αναδίφησις εις τα αρχεία των επισήμων υπηρεσιών, του από του 1821 συσταθέντος ελληνικού κράτους, θα φέρη εις φως πολύ περισσότερα και πολύ περισσότερον διαφωτιστικά.
Ημείς σήμερον αρκούμεθα να αναδημοσιεύσωμεν τα ονόματα των Ποντίων αγωνιστών, ως ταύτα ανεγράφησαν εις μελέτας αναφερούσας Μικρασιάτας αγωνιστάς του 1821, από το βιβλίο του Κ.Μ. Κωνσταντινίδη, «Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν» Μικρασιατικά Χρονικά 2 (1939) και Γ.Ι. Αναστασιάδη, “Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν” Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940)».
Στο δεύτερο τόμο στα «Μικρασιατικά Χρονικά, συναντούμε τα παρακάτω ονόματα:
Ράδοβιτς Μαυροβουνιώτης
Παναγιώτης Παύλου Τραπεζούντιος
Μιχάλης Γεωργίου Μαυροθαλασσίτης
Ιωάννης Εγλεντέζογλου Τραπεζούντιος
Γιώργης Τζανής Σιναπλής
Δημήτρης Γιακομής Σιναπλής
Ιωάννης Τραπεζανλής
Στεφανής Γ. Μαυροθαλασσίτης
Αθανάσης Μαυροθαλασσίτης
Κωνσταντίνος Μαυροθαλασσίτης
Δημήτρης Κιουμουσχανελής
Μανώλης Στερίου Μαυροθαλασσίτης
Γιώργος Μαλαφάκης Σιναπλής
Δημήτριος Ιακώβου Σιναπλής
Ιωάννης Βασιλείου Κιουμουσχανελής
Στον τρίτο τόμο στα «Μικρασιατικά Χρονικά», βρίσκουμε δύο ονόματα αγωνιστών που προτάθηκαν για αριστείο:
Ιωάννης Παναγιώτου από την Τραπεζούντα
Ιωάννης Μπεχλιβάνης από τη Μαύρη Θάλασσα
Αναφέρονται ακόμη 17 άτομα, από τα οποία 5 από την Τραπεζούντα
Έξι (6) άτομα από τη Μαύρη Θάλασσα
Τέσσερα (4) από τη Σινώπη (με εθνικό όνομα Σιναπλής) και 2 από την Αργυρούπολη, η οποία και τότε λεγόταν από Γκιουμουσχανέ.
Είναι βέβαιο ότι η πληροφόρηση που υπάρχει σχετικά με τη συνεισφορά του Ποντιακού Ελληνισμού στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 είναι ελλιπής και χρήζει συμπλήρωσης.
Κι ασφαλώς ο ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας αξίζει καλύτερης παρουσίας, στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας και στα σχολικά βιβλία.
Αντ’ αυτού, όμως παρατηρούμε να συμβαίνει τελευταίως ακριβώς το αντίθετο. Να αφαιρούνται από τη διδακτέα σχολική ύλη σελίδες που αναφέρονται στην ιστορία των Ελλήνων του Πόντου, όπως και στη Γενοκτονία, ενισχύοντας την ιστορική λήθη κι ακυρώνοντας τη μνήμη.
Την ανάγκη να γνωρίζουμε την ιστορία του έθνους μας, την επισημαίνει ήδη από την εποχή του ο Γεώργιος Κανδηλάπτης, θεωρώντας ότι η ιστορική άγνοια αποτελεί μέγιστη εθνική ζημιά, ενώ ασκεί ταυτόχρονα αυστηρή κριτική στον εθνικό ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, που, ενώ διέθεσε σελίδες ολόκληρες για πέντε ή δέκα φεουδαρχικά χωριά της Πελοποννήσου, απαξίωσε να γράψει για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, που διήρκησε 257 έτη.
Η ιστορία, φίλοι μου, γράφεται με πράξεις. Γράφεται με θυσίες και αίμα. Τέσσερα από τα εφτά αδέρφια των Υψηλαντών θυσιάστηκαν για τη λευτεριά της πατρίδας. Κι όταν η μάνα τους πούλησε και το τελευταίο της κτήμα για τα έξοδα του αγώνα, η απάντηση στην ερώτηση που της έγινε, «αν θα έπρεπε να το πουλήσει κι αυτό» ήταν: «Εγώ έδωσα τέσσερα παιδιά για τη λευτεριά της πατρίδας. Αυτό θα λυπόμουν;»
Τον απελευθερωτικό αγώνα που ξεκίνησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στις παραδουνάβιες περιοχές, στις 22 Φλεβάρη του -21 τον ολοκλήρωσε ο αδερφός του Δημήτριος Υψηλάντης, με τη μάχη της Πέτρας στη Βοιωτία, στις 12 Σεπτεμβρίου το 1829. Με Πόντιο άρχισε η επανάσταση του -21 και με Πόντιο τελείωσε.
Αυτό είναι το γένος της ποντιακής μας Ρωμιοσύνης: Στη δύναμή του πέλαγος και στη θέλησή του βράχος. Βαθύ, τραχύ, κι ανυπόταχτο. Με την ψυχή του αδούλωτη και με τη αυτοθυσία του να πυροδοτεί της λευτεριάς την ελπίδα.
Πηγή: Μαχητής