Με επιτυχία ολοκληρώθηκε το 2ο Επιστημονικό Συνέδριο για τον Πόντο από τον «Πυρρίχιο» |
του Θανάση Πολυμένη
Στην εβληματική αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της Κυριακής 17 Μαρτίου, το 2ο Συνέδριο για τον Πόντο, που διοργανώνεται από την Ένωση Χορευτών Ν. Δράμας «Πυρρίχιος».
Ο θεματικός τίτλος του 2ου Συνεδρίου για τον Πόντο ήταν: «Προσφυγική εγκατάσταση και η τύχη των πολιτιστικών αγαθών. Οι συνέπειες μιας γενοκτονίας». Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δυστυχώς δεν υπήρξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το κοινό της πόλης και δυστυχώς η μεγάλη αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας δεν γέμισε. Εντυπωσιακό μάλιστα ήταν ότι, σπάνιο για τέτοιες περιπτώσεις, δεν υπήρχε ούτε και η παρουσία επισήμων (δήμαρχοι, περιφερειακοί και δημοτικοί σύμβουλοι, βουλευτές και άλλες πολιτικές και πολιτειακές αρχές του τόπου).
Αντίθετα με την προσέλευση του κοινού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν πάντως οι εισηγήσεις των επιστημόνων, βασισμένες σε επιστημονικά στοιχεία και σίγουρα αυτό αξίζει και καταγράφεται. Άλλωστε, όσοι παραβρέθηκαν στο 1ο Συνέδριο και είχαν δηλώσει συμμετοχή, μπόρεσαν να πάρουν δωρεάν στα χέρια του, ένα καλαίσθητο βιβλίο με τα πρακτικά του 1ου Συνεδρίου. Το βιβλίο αυτό μάλιστα παρουσίασε στην αρχή του 2ου Συνεδρίου ο Δραμινός Ιστορικός κ. Νικόλαος Θ. Γεωργιάδης.
Τσακαλίδης: Εμβάθυνση στην Ποντιακή ιστορία
Μιλώντας στον «Π.Τ.» ο πρόεδρος της Ένωσης Χορευτών Ν. Δράμας «Πυρρίχιος» κ. Δημήτρης Τσακαλίδης, σημείωσε αρχικά ότι ο Σύλλογος έχει στοχευμένες εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, επισημαίνοντας όμως ότι «δεν υπάρχει πολύ ενδιαφέρον από τον κόσμο» και ότι «οι περισσότεροι προτιμούν να παραβρεθούν σε μια εκδήλωση με χορούς και τραγούδια, παρά σε εκδηλώσεις που θα θυμίζουν τα 100 χρόνια της Γενοκτονίας των Ποντίων».
Όπως είπε «στόχος μας είναι να εμβαθύνουμε στην ποντιακή ιστορία, στη λαογραφία, στα ήθη και τα έθιμα και να τα αναδεικνύουμε κάθε χρόνο με όποιες δυνάμεις έχουμε. Θεωρούμε ότι έτσι μπορούμε να δώσουμε μια διαφορετική νότα, διαφορετικό τόνο στα ποντιακά δρώμενα του τόπου μας».
Στην ερώτηση για το πώς βλέπει τα 100 χρόνια από την Γενοκτονία στο σημερινό ιστορικό γίγνεσθαι, ο κ. Τσακαλίδης επισημαίνει: «Θεωρώ πώς φταίμε εμείς οι ίδιοι γι’ αυτό που γίνεται παντού. Δεν αναδεικνύουμε εμείς οι ίδιοι την ιστορία μας, ώστε να μην αφήνουμε περιθώρια σε κανέναν πολιτικό και μη πολιτικό να λέει τα δικά του. Μ’ αυτούς που έχουμε, αυτά κάνουμε».
Στην ερώτηση για το ποιο μήνυμα θα ήθελε να στείλει για τη θλιβερή επέτειο των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία, ο κ. Τσακαλίδης τονίζει: «Είμαστε εδώ να θυμίζουμε το τι τράβηξαν οι πρόγονοί μας και να αναδεικνύουμε τον ποντιακό πολιτισμό όπως του αρμόζει».
Γ. Μπακάλη: Η δεύτερη έξοδος των Ποντίων προσφύγων
Η κα. Γεωργία Μπακάλη, Δρ. Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ, μίλησε με θέμα: «Πόντιοι πρόσφυγες – ακρίτες της μεθοριακής Δράμας στον Μεσοπόλεμο: από την ‘’εθελούσια’’ εγκατάσταση στη ‘’δεύτερη έξοδο’’».
Σε δηλώσεις της στον «Π.Τ.» και αναφερόμενη στο θέμα της, εξήγησε ότι αυτό έχει να κάνει με την εγκατάσταση των προσφύγων το 1922, «σε παραμεθόριες περιοχές του Νομού Δράμας», εξηγώντας ταυτόχρονα ότι «αυτή είναι ίσως η πιο τραγική όψη του προσφυγικού ζητήματος για την περιοχή μας, δεδομένου ότι πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν αστοί, αστικής καταγωγής. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν εύκολα να επιβιώσουν σε περιοχές δυσπρόσιτες, σε χωριά απομονωμένα, ορεινά και δύσβατα, όπως τις περιοχές του Σιδηρόνερου, του Παρανεστίου και του Νευροκοπίου».
Όπως επισημαίνει η κα. Μπακάλη, «παρ’ όλα αυτά η επιτροπή αποκαταστάσεως και το κράτος, ήθελαν να εγκαταστήσουν εκεί πολλές προσφυγικές οικογένειες Ποντίων, αξιοποιώντας κατά κάποιο τρόπο την ακριτική ανταρτική τους παράδοση, για να αντιμετωπίσουν τις εισβολές κομιτατζήδων, που συχνά γίνονταν τη δεκαετία του 1920.
Έτσι, ένα μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού των Ποντίων, στάλθηκαν εκόντες άκοντες στα παραμεθόρια. Δυστυχώς όμως επειδή οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να εγκλιματιστούν και να ενσωματωθούν στο φυσικό – οικονομικό – κοινωνικό περιβάλλον αυτών των περιοχών, σταδιακά άρχισαν να διαρρέουν, να διαφεύγουν. Παρ’ όλο που η επιτροπή αποκαταστάσεως προσφύγων είχε εκδώσει απαγορευτική εντολή της μετακίνησής τους, εν πάση περιπτώσει κάποιοι απ’ αυτούς έμειναν σ’ αυτά τα χωριά. Μετά όμως από τη δεκαετία του 1940 – 1950 και μετά τον Εμφύλιο, δημιούργησαν ένα ακόμα κύμα φυγής και γι’ αυτό σήμερα βλέπουμε στις περιοχές αυτές, χωριά να είναι εγκαταλειμμένα και ερειπωμένα. Αυτό έγινε γιατί οι εποικιστικές αρχές, δεν φρόντισαν να τους στείλουν τα αναγκαία εφόδια τη δεκαετία του 1920 – την περίοδο της αποκατάστασης – για να μπορέσουν να επιβιώσουν, δεν έγιναν τα απαραίτητα έργα υποδομής, δρόμοι, συγκοινωνιακό δίκτυο που ήταν το μείζον πρόβλημα της μεθορίου, δεν έγινε η γέφυρα στους Παπάδες του Νέστου, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλο κύμα διαρροής.
Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν σε μια δεύτερη έξοδο, μετά την έξοδό τους από τις πατρίδες του Πόντου».
Η κα. Ευδοξία Καλπατσινίδου, Δικηγόρος / Αρχαιολόγος – Μουσειολόγος, μίλησε με θέμα τη «διαχείριση των προσφυγικών κειμηλίων. Μουσεία, συλλογές και η προοπτική του μέλλοντος».
Αναφερόμενη στο θέμα της και μιλώντας στον «Π.Τ.», μας εξηγεί ότι γίνεται μια προσπάθεια για τη διαχείριση των κειμηλίων: «Εξετάζουμε την έννοια και τις ιδιότητες των κειμηλίων, τις ιδιότητες που είχαν ως αντικείμενα χρήσης, αλλά και όλα όσα έχουμε αποδώσει εμείς στα κειμήλια, ενώ εξετάζουμε και την έννοια της επιλογής από το πώς τα επέλεξαν οι πρόσφυγες εκείνη την εποχή. Έτσι, φτάνουμε μέχρι τους διασώστες αυτής της κληρονομιάς και τέλος στο τι μπορούμε εμείς να κάνουμε από εδώ και πέρα, ποια είναι τα αιτήματα και οι ανάγκες στη διαχείριση των προσφυγικών κειμηλίων και πώς μπορούμε να πάμε παρακάτω, τι μπορούμε δηλαδή να δώσουμε στη νέα γενιά».
Απαντώντας σε ανάλογη ερώτηση, η κα. Καλπατσινίδου, σημειώνει ότι «η εισήγηση δεν είναι επικεντρωμένη σε μια συγκεκριμένη συλλογή, είναι γενικά για όλα τα κειμήλια που είναι διασπαρμένα σε Μουσεία, Σωματεία, σε μικρά τοπικά Μουσεία».
Στην ερώτηση αν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο Μουσείο στην Ελλάδα που να είναι αφιερωμένο ή να φιλοξενεί κειμήλια από τον Πόντο, τονίζει ότι «δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και γίνεται μια μεγάλη συζήτηση, για το αν υπάρξει κάποιο Μουσείο, αν θα πρέπει να είναι συνολικά προσφυγικό ή αν θα πρέπει να είναι μόνο για τον Πόντο, ή άλλο για τους Μικρασιάτες, ή αν θα πρέπει να είναι ένα Μουσείο διαχρονίας για την παρουσία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία».
Όπως τονίζει ιδιαίτερα, «τα ζητήματα που βλέπει κανείς σ’ αυτή τη συζήτηση είναι πολλά. Γιατί, άλλο σενάριο έχει ένα Μουσείο που ξεκινάει ως ένα πανόραμα του πολιτισμού, άλλα κειμήλια θέλει και άλλο σενάριο και άλλο είναι να έχεις ένα Μουσείο Γενοκτονίας που θα έχει άλλη θέση στον χάρτη. Μετά θα εντάσσεται σε μια μεγάλη οικογένεια Διεθνών Μουσείων Μνήμης, όπως από το Ολοκαύτωμα για παράδειγμα μέχρι τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Το κάθε ένα, είναι διαφορετικού θέματος, έχει διαφορετικές στοχεύσεις και πρέπει και η κοινωνία, αλλά και το κράτος να πάρουν κάποιες αποφάσεις για το πώς θα κινηθούν στο μέλλον».
Στην ερώτηση αν έχει ξεκινήσει κάποια καταγραφή αυτών των κειμηλίων, επισημαίνει ότι αυτό είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση που έχει ξεκινήσει: «Γενικώς, δεν νομίζω ότι το εγχείρημα να συγκεντρωθούν όλα αυτά δεν γίνεται. Όσον αφορά την καταγραφή τους, θα ήταν ευχής έργο να γίνει κάτι τέτοιο. Εκτός όμως από αυτά που κάποιος μπορεί να κρατάει σπίτι του και που μπορεί να είναι ιστορικά, πολλά βρίσκονται στο εξωτερικό και έχουν μια περίεργη διαδρομή που έχουν ακολουθήσει.
Υπάρχει για παράδειγμα ένα Ευαγγέλιο του Περιστερεώτα, που καταγράφεται σε ένα βιβλίο και περιγράφεται μάλιστα, και έχει μια περίεργη διαδρομή, μετά χάνεται και τελικά βρίσκεται σε ένα Μουσείο στη Βαλτιμόρη. Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει μια πολύ καλή και σωστή περιγραφή, όταν αυτό θα γίνει. Πρόκειται όμως για ένα τιτάνιο έργο. Έχουμε νομίζω τους ανθρώπινους πόρους, έχουμε την γνώση, αλλά είναι και ζήτημα οικονομικών πόρων και τέλος, θέμα συντονισμού, για το ποιος δικαιούται να το κάνει και με ποιο τρόπο θα καταγραφούν».
Πηγή: Πρωινός Τύπος