Λ. Ιασωνίδης: «Διοικητήριον πας; Πας, κι πας, θα πας» |
Ο Λεωνίδας Ιασωνίδης (1884-1959) διετέλεσε πολλές φορές υπουργός (ή Γενικός Γραμματέας) Βορείου Ελλάδος. Αν και είχε ασχοληθεί με το πρόβλημα της προσφυγικής αποκατάστασης δεν ζήτησε για τον εαυτό του προσφυγική αποκατάσταση (αν και δικαιούταν) για να μη κατηγορηθεί ποτέ για κατάχρηση. Έτσι λοιπόν έμενε σε φθηνά ξενοδοχεία στη πόλη και πήγαινε στο Διοικητήριο με τα πόδια.
Η ανέκδοτη ιστορία που κυκλοφορεί για τον Ιασωνίδη τον θέλει να περπατά στην Εγνατία στο δρόμο του για το Διοικητήριο.
Πάντα προσεχτικός με το δημόσιο χρήμα και ακέραιος, δεν του περίσσευε ποτέ να πάρει ταξί για «μεγαλούτσικες» αποστάσεις . Επιθυμώντας, όμως, να κάνει και εμφάνιση ανάλογη του αξιώματός του, όταν πια ήταν πολύ κοντά στο Διοικητήριο, τότε έπαιρνε ταξί, ώστε το κόμιστρο να είναι μικρό και να φανεί ότι «ο υπουργός έρχεται με ταξί στο Υπουργείο»... Ανθρώπινο, και κάπως τρυφερό...
Πήγαινε στην τελευταία πιάτσα ταξί και ρωτούσε (με ποντιακή προφορά) τον πρώτο ταξιτζή «Διοικητήριον πας;» η απάντηση ήταν συνήθως θετική επειδή επρόκειτο για τον υπουργό. Οι ταξιτζήδες όμως, όσο κι αν συμπαθούσαν τον σεβάσμιο Ιασωνίδη, τους δυσαρεστούσε αυτό το συνήθειο, γιατί η κούρσα δεν άξιζε τον κόπο, και εξαιτίας του έχαναν την σειρά τους στη πιάτσα. Με τον καιρό αποφάσισαν να του εκφράσουν την δυσαρέσκεια τους στήνοντάς του μια φάρσα. Όταν λοιπόν εμφανίστηκε ο Ιασωνίδης στο πρώτο ταξί και έκανε την συνήθη ερώτηση «Διοικητήριον πας;» έλαβε περιέργως αρνητική απάντηση. Επανέλαβε την ίδια ερώτηση σε όλους ώσπου έφτασε στον τελευταίο και είπε:
- Διοικητήριον πας;
- Όχι, απάντησε ο ταξιτζής.
Τότε ο γερασμένος Ιασωνίδης άνοιξε πραξικοπηματικά την πόρτα μπήκε μέσα και είπε,
- Πας κι πας, πας! Υπουργός Ιασωνίδης! (μετάφραση «είτε πας, είτε δεν πας, θα πας»).
Ίσως να ήταν και η μόνη περίπτωση που ο Ιασωνίδης “εκμεταλλεύτηκε” το αξίωμά του.
Προφανώς η ανέκδοτη αυτή ιστορία διασώθηκε εξαιτίας της συμπαθούς τάξης των αυτοκινητιστών της Θεσσαλονίκης που ταλαιπωρήθηκε εξ’ αιτίας αυτής της ιδιοτροπίας του “Υπουργού”.
Πηγή: Λυκούργος Βιόπουλος