Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές
Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)

Στην πλατεία Τζιτζιφιών, σε έναν τόπο-σύμβολο για το Ρεμπέτικο τραγούδι λόγω της παρουσίας πολλών μαγαζιών γνωστών ρεμπετών κατά τις παλιές, όμορφες δεκαετίες, επέλεξε  Δήμος Καλλιθέας να αναβιώσει ένα τριήμερο αφιέρωμα στο Ρεμπέτικο, ένα στοιχείο που εντάχθηκε στο Διεθνή κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco, από την πλευρά της Ελλάδας.

Σε μια μαγική σχεδόν βραδιά, που ταξίδεψε τους θεατές σε εικόνες μιας άλλης εποχής, το Ελληνικό Σωματείο Διάσωσης & Διάδοσης της Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς «Οι Μωμόγεροι» σε σκηνοθεσία του Κώστα Αλεξανδρίδη, άνοιξε το εορταστικό τριήμερο στις 10 Ιουλίου 2019. Με παρόντες το Δήμαρχο Καλλιθέας κ. Δημήτρη Κάρναβο, τον επικεφαλής της παράταξης «Προοπτική Ζωής» κ. Κώστα Ασκούνη, τον βουλευτή του Κ.Κ.Ε. κ. Χρήστου Κατσώτη, την εκπρόσωπο της «Προοδευτικής Ενότητας Καλλιθέας» κα Ρόκα, τη δημοτική σύμβουλο κα. Ρούλα Ελευθεριάδου, το μεγάλο ερευνητή του Ρεμπέτικου κ. Παναγιώτη Κουνάδη, τον Πρόεδρο του Αθλητικού Οργανισμού «Γιάννης Γάλλος» κ. Κωνσταντίνο Ευσταθίου και τους νεοεκλεγέντες δημοτικούς συμβούλους κα Αθηνά Εξάρχου και κ. Νίκο Ηλιάδη, ο Αντιδήμαρχος Παιδείας, Πολιτισμού και Τοπικής Ανάπτυξης κ. Μανώλης Κωστάκης, πραγματοποίησε την έναρξη του τριημέρου.

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές
Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)

Ένα απρόσμενο γεγονός


Την παρουσίαση της βραδιάς ανέλαβε η Μυροφόρα Ευσταθιάδου και ενώ οι θεατές περίμεναν να ξεκινήσει με την ιστορία των τραγουδιών που θα ακουστούν, ξεκίνησε με ένα προσωπικό γεγονός:  

«Το ρεμπέτικο είναι έκφραση χαράς, πόνου, έρωτα, ξενιτιάς. Κι εμείς σας σωματείο έχουμε έναν «πόνο». Όλα τα χρόνια έφυγαν από το σύλλογό μας πολλά νέα παιδιά, για μια καλύτερη ζωή στην ξενιτιά. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το να βλέπεις μια μάνα να αποχαιρετά το παιδί της με την ευχή να μην πιει το νερό της λησμονιάς στα έρημα τα ξένα. Σήμερα όμως, έχουμε και μια μεγάλη χαρά! Μετά από τέσσερα σχεδόν χρόνια, επέστρεψε στην Ελλάδα, για λίγες μέρες, ένα παιδί που από τότε που ξεκίνησε να περπατά, χόρευε μαζί μας. Βρέθηκε όμως πολύ μακριά, στη Μελβούρνη, εκεί που δεν πας εύκολα και δεν έρχεσαι εύκολα. Κι άφησε το χειμώνα της Αυστραλίας και ήρθε εδώ, μαζί μας, να γιορτάσουμε σήμερα, με τραγούδι και χορό. Είναι κοντά μας η Ελενίτσα μας!»

Ανάμεσα στα δάκρυα των θεατών και της μητέρας της «Ελενίτσας», πρόβαλε η Ελένη Μπουκουβάλα, μέσα από ένα «παραθύρι της Σμύρνης», χορεύοντας το παραδοσιακό τσιφτετέλι «Ελενίτσα». Τα χειροκροτήματα και τα έντονα συναισθήματα των θεατών πλαισίωσαν και τα υπόλοιπα παραδοσιακά τραγούδια της Σμύρνης.

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές
Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)

Μια νύφη και τρεις χανούμισσες


Οι εκπλήξεις, όμως, δε σταμάτησαν. Σε λίγο, εμφανίστηκε στη σκηνή μια νύφη, η Σεραφούλα Μπακομήτρου, που χόρευε και τραγουδούσε στον υποψήφιο γαμπρό της Χρήστο Βακράκη, ότι θα τον παρατήσει, «Αερόπλανο θα πάρει» και θα φύγει στην Αμερική. Κλείνοντας το παραδοσιακό μέρος, από όπου εμπνεύστηκαν οι δημιουργοί του Ρεμπέτικου, χόρεψαν χανούμισσες το γνωστό τσιφτετέλι «Θα σπάσω κούπες», με ανάλογο φωτισμό και με τις επευφημίες των θεατών που καθηλωμένοι παρακολουθούσαν την εξέλιξη της παράστασης. Οι χανούμισσες της ομάδας «Ateș ve Su» Φένια Λαουτάρη, Κωνσταντίνα Λουκά, Πέρη Αλαφασού, μαθήτριες της διεθνούς φήμης δασκάλας οριεντάλ Σαλώμης, που χόρεψε κι αυτή μαζί τους.

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές
Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)
                          
Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης και οι ρεμπέτες της Σύρου και του Πειραιά

Κι από τη Σμύρνη έγινε αναφορά σε ένα Σμυρνιό ρεμπέτη. Τον Απόστολο Χατζηχρήστο ή Σμυρνιωτάκη, που γεννήθηκε στο ωραίο Kokaryalı, το λιμάνι της Σμύρνης, παιδί μιας πλούσιας οικογένειας, που τον μεγάλωσαν με γαλλικά και πιάνο. Εκτός όμως από Σμυρνιωτάκι, ήταν και πατριωτάκι, καθώς πολέμησε εθελοντικά με τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη. Πρόσφυγας στην Ελλάδα, με ξεριζωμένη καρδιά και με τις μελωδίες του να αναζητούν τόπο και τρόπο να θρηνήσουν, μεταφέρει όλη την εκλεπτισμένη μουσική παράδοση της Σμύρνης κι ενός ψεύτη ντουνιά.

Κι από το Σμυρνιό Χατζηχρήστο μεταφερθήκαμε στο Συριανό, Πατριάρχη του Ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκο Βαμβακάρη:

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου 'χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...

Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)

Οι χορευτές, Κώστας Αλεξανδρίδης, Γιάννης Παπαδόπουλος, Γιώργος Κότσαλος, Χρήστος Βακράκης, Δημήτρης Βακράκης, Κώστας Στούπας, Στάθης Αλεξανδρίδης, με κοστούμια μιας άλλης εποχής και χορεύοντας με ιδιαίτερο τρόπο ζεϊμπέκικα και χασάπικα, συνόδευαν τις χορεύτριες Ελένη Μπουκουβάλα, Σεραφούλα Μπακομήτρου, Ειρήνη Ασλανίδου, Χριστίνα Ιωσηφίδου, Βαγγελίτσα Τόμα, Ελένη Χρυσού που με ξεχωριστά χτενίσματα και κοστούμια, θύμιζαν εικόνες των δεκαετιών ’40, ’50 και ΄60.  

Νταλγκάς, Περιστέρης, Τσιτσάνης, Μητσάκης

Φεύγοντας από τη Σύρο οι θεατές μεταφέρθηκαν στην Πόλη με τις  δημιουργίες του Κωνσταντινουπολίτη Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά. Γιατί Νταλγκά; Γιατί εκτός από τους νταλγκάδες που τραγουδούσε, dalga σημαίνει κύμα και η φωνή του ήταν ξεχωριστή, κυματιστή, ιδιαίτερα στους αμανέδες. Τραγουδιστής, συνθέτης, οργανοπαίχτης, στιχουργός, αλλά και ευαίσθητος ως καλλιτέχνης. Με τη γερμανική κατοχή, βυθίζεται σε μελαγχολία και πεθαίνει το 1945 σε ηλικία 53 ετών.

Κατόπιν, ακούσαμε τραγούδια ενός μισού Ιταλού και μισού Έλληνα, του Σπύρου Περιστέρη. Γεννημένος στη Σμύρνη, παίζει όλα τα έγχορδα όργανα, πιάνο και ακορντεόν. Στα 18 του χρόνια αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας, που είχε γίνει διάσημη σ`όλη την Ευρώπη. Ανάμεσα στα πολύ γνωστά τραγούδια του, το οφ αμάν ή αλλιώς, πίνω και μεθώ.

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)

Πηγαίνοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα, μεταφερόμαστε στα Τρίκαλα. Οι γονείς του Ηπειρώτες. Ο ίδιος, γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Ήθελε να γίνει νομικός και τελικά έγινε μουσικός. Ο λόγος για το Βασίλη Τσιτσάνη που τη δύσκολη δεκαετία του ‘40 εμπνεύστηκε αριστουργήματα κατά την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη, αποτυπώνοντας τον πόνο αλλά και τη διέξοδο που έψαχνε ο Έλληνας μετά από μια βαριά δεκαετία γερμανικής κατοχής αρχικά και μεθοδευμένου αδελφοκτόνου σπαραγμού, στη συνέχεια. «Για να γράψεις τέτοια μουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις» συνήθιζε να λέει…

Το μουσικό ταξίδι συνεχίστηκε με τραγούδια του Κωνσταντινουπολίτη Γιώργου Μητσάκη. «Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι …και όταν κανένας φώναζε, δάσκαλε παίξε μου ένα "βασανισμένο", του έκανα το χατίρι... Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Τον εφοπλιστή τι να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δε θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι» συνήθιζε να λέει.

Ο πατέρας του Νταλάρα και η Καίτη Γκρέυ

- Εσύ κοπέλα μου, είσαι μεγάλη τραγουδίστρια. Δεν θα υπάρχει δεύτερη σαν εσένα. Εσύ θα τις σβήσεις όλες τις άλλες… 
- Μη μου λέτε τέτοια πράγματα, κύριε Νταράλα. Το μεροκάματο θέλω να βγαίνει, γιατί είμαι φτωχή κοπέλα και χρειάζομαι τα χρήματα, απαντά εκείνη. 

Αμέσως ο Λουκάς Νταλάρας της προτείνει να δοκιμάσουν ένα δικό του καινούργιο τραγούδι. Η Γκρέυ δέχεται και της παίζει το «Βουνό».

Το αποτέλεσμα; Όπου και αν πήγαινες (λέει η Καίτη Γκρέυ), άκουγες το «Βουνό». Οι πρέσες στην Columbia δεν προλάβαιναν να κόβουν δίσκους.

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου και οι Τζιτζιφιές

«…αθλητής σαν κι εμένα και ψαράς δεν είναι κανείς τους! Στο ψάρεμα εγώ έχω τέχνη. Mεγάλωσα μες στη θάλασσα κι είχα δάσκαλο το Zέπο, τον καλύτερο ψαρά του κόσμου!

….Η πρώτη ομάδα που έπαιξα ήταν η Πέρα-Kλουπ, στις Tζιτζιφιές. Έπαιξα λίγο. Aυτά. Tα ξέρουνε οι γείτονες, γιατί από το 1922 δεν έφυγα από τις Tζιτζιφιές»

Στις Τζιτζιφιές, αλλά με καταγωγή από την Κίο της Προποντίδας. Σε ηλικία 9 ετών έζησε τον ξεριζωμό, ήδη ορφανός από πατέρα. Στις Τζιτζιφιές δουλεύει ως ψαράς, μαραγκός, οικοδόμος για να ζήσει. Ο λόγος για το μεγάλο Γιάννη Παπαϊωάννου, που η κόρη του Χρύσα παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλη την παράσταση.

Πέντε Έλληνες στον Άδη

Στο γνωστό τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου «Πέντε Έλληνες στον Άδη», μέσα σε μια σκοτεινή σκηνή, εμφανίστηκαν πέντε στρατιώτες, να χορεύουν το ζεϊμπέκικο αυτό, που κατατάσσεται στα τραγούδια του Χάρου. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, όταν πέντε παλικάρια σκοτώθηκαν ταυτόχρονα στα βουνά της Αλβανίας…και τρέλαναν τους σατανάδες με το ρωμαίικο τραγούδι τους. Οι στίχοι του Κώστα Μάνεση πηγαίοι, γνήσιοι, σχεδόν ποιητικοί, σε συνδυασμό με το ξεχωριστό ζεϊμπέκικο των χορευτών, που ήταν ντυμένοι με στρατιωτικές στολές της εποχής του αλβανικού μετώπου, δημιούργησαν έντονα συναισθήματα στους θεατές.

Τα χιλιοτραγουδισμένα Ρεμπέτικα, από τους "Μωμόγερους", στις Τζιτζιφιές (Φωτο: Μανώλης Κωστάκης)

Ο Γιάννης Λεμπέσης και η ορχήστρα του

Την παράσταση πλαισίωσε μουσικά ο γνωστός ρεμπέτης Γιάννης Λεμπέσης, που τραγούδησε και έπαιξε τζουρά, με τη φωνή της Εύας Κανέλλη, το ακορντεόν του Πορφύρη Κονά, το μπουζούκι του Βασίλη Μούζου, το βιολί του Νίκου Βερύκοκου, το τραγούδι και την κιθάρα του Θεόδωρου Κυδωνιέως και τα κρουστά του Γιώργου Βλάχου.

Ο Γιάννης Λεμπέσης, σύμφωνα με τον Άκη Πάνου, είναι ο συνεχιστής του ρεμπέτικου τραγουδιού. Αριστούχος μαθητής, περνά και αποφοιτά από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Όμως από 8 ετών ήταν ψάλτης και σκάρωνε μόνος του αυτοσχέδια όργανα που προσπαθούσε να παίξει. Δεν παίζει μόνο και τραγουδά. Γράφει τραγούδια και στίχους, με περιεχόμενο ερωτικό και κοινωνικό, όπως ένα από τα τελευταία, επίκαιρα τραγούδια του:

Όλα είναι μια βιτρίνα
και να λες καλά το ποίημα.
Κι όλο φέρνουν δυσκολίες
σου ζητούν φτωχέ θυσίες
όπως μες στις Ελβετίες
κρύβουν τις περιουσίες.
Κι όμως φίλε μου σε πείθει
το μπλα μπλα το παραμύθι.
"πέρασες χωρίς ν' αφήσεις, γέρασες χωρίς να ζήσεις" 

Οι θεατές τραγουδούσαν με τους μουσικούς

Καθώς το ρεμπέτικο είναι το αστικό λαϊκό τραγούδι που αγγίζει την ψυχή, που έχει μέσα του λίγη Σμύρνη, λίγη Πόλη, πολύ καημό και κυρίως αυθεντικότητα, η ορχήστρα του Γιάννη Λεμπέση έκλεισε με  χιλιοτραγουδισμένα ρεμπέτικα από την πρώτη εποχή που κυριαρχούν τα παραδοσιακά στοιχεία της Σμύρνης, τη δεύτερη εποχή του περιθωρίου και την τρίτη, της κοινής αποδοχής και με τους θεατές να σιγοτραγουδούν στις ιστορικές Τζιτζιφιές γνωστά, αγαπημένα τραγούδια.

Ας σημειωθεί ότι την τεχνική υποστήριξη της όλης παράστασης, καθώς πλαισιωνόταν από εικόνες και καρτ ποστάλ εποχής, είχε ο Ιάσονας Αλεξανδρίδης.