Πρεμιέρα σήμερα για το "Χορό της Φωτιάς" - Μία παράσταση για τον Πόντο |
«Ο χορός της φωτιάς», με την επεξήγηση «μια παράσταση για τον Πόντο» είναι ο τίτλος του νέου εγχειρήματος του Άρη Μπινιάρη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μόνον που αυτός ο τίτλος δεν ανταποκρίνεται με ακρίβεια στο μουσικοθεατρικό θέαμα που θα παρακολουθήσει ο θεατής. Γιατί, στην πραγματικότητα, ο Πόντος είναι μόνον η αφορμή, η έμπνευση, η εκκίνηση για μια παράσταση φόρο-τιμής στην προσφυγιά. Στην παράσταση δεν ακούγονται ούτε μια στιγμή οι λέξεις «Πόντιος», «Νεότουρκος», «Γενοκτονία», ούτε υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές σε τόπο και χρόνο. Η Γενοκτονία των Ποντίων, ένα ιστορικό γεγονός ασύλληπτης θηριωδίας –όπως κάθε Γενοκτονία– χρησιμοποιείται ως ερευνητικό υλικό για να μιλήσει ο σκηνοθέτης για την οικουμενική αξία της ελευθερίας, για το δικαίωμα στη ζωή, για όλα τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στο όνομα της «καθαρότητας» μιας φυλής.
Η παράσταση ξεκινά με ήχους θάλασσας μπλεγμένους με ανάσες και με τους ηθοποιούς γονατιστούς σε κύκλο. Σαν μυστικός χορός αρχαίας τραγωδίας, ψελλίζουν κατανυκτικά κάτι που σε στιγμές μοιάζει με δέηση, σε άλλες με μοιρολόι. Σταδιακά, αρχίζει να αρθρώνεται μέσα από «τα βράχια του μυαλού/τραγούδι σαν αντίλαλος», ξυπνώντας έναν «αρχέγονο χορό από τα βάθη του χρόνου». Μια σπονδή σε όσους «είχαν μέσα τους το σπέρμα της ζωής», σε όσους διώχθηκαν βίαια και αιματηρά από τη γη τους.
Αυτή η γη, η καρποφόρα, σηματοδοτεί την επιστροφή στο παρελθόν για την αφήγηση μιας ιστορίας. Η γόνιμη γη συνδέεται με τη γονιμότητα της γυναίκας, τον έρωτα, τη ζωή. Ο χορός αναπαριστά ανθρώπους που αγαπιούνται και ταυτόχρονα λέει το τραγούδι τους. «Γενιές διαβαίνουν σαν ευλογία», κρυστάλλινα νερά τρέχουν στις πολιτείες τους, μωβ, κόκκινα και φούξια χρώματα (κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα) ντύνονται οι άνθρωποί τους.
Τα ήσυχα κύματα της ζωής διακόπτει βίαια ένα πτώμα, ένα καμένο πτώμα που ξεβράζει η θάλασσα ένα πρωί. Το ένα πτώμα γίνεται πολλά. Τρόμος. Λεηλασίες. Αρπαγές. Φωτιές. Βιασμοί. Δύο μαυροντυμένοι ηθοποιοί διαπράττουν θηριωδίες. Κραυγάζοντας τα λόγια του κατακτητή: «να αποκτήσουμε μια συμπαγή ομοιογένεια/μια συμπαγή ομοιογένεια». Τα ρούχα τώρα δένονται σφιχτά στα σώματα, γίνονται δεσμά, αλυσίδες, σάβανα.
Τον όλεθρο ακολουθεί η οδύσσεια της εξορίας. Σακατεμένα καραβάνια μέσα σε τόπους γυμνούς, εκτεθειμένους στις διαθέσεις της άγριας φύσης και στο κρύο του χειμώνα. Οι ηθοποιοί, μαύρες σκιές σε κίτρινο φόντο, σκιές ανθρώπων, σωματοποιούν και τραγουδούν τις κακουχίες, το παράπονο, τον θρήνο για «τα μωρά που γίναν τροφή σε ερπετά», για τους άταφους νεκρούς, για την αιώνια μοίρα της προσφυγιάς, ενώνοντας έτσι τη φωνή τους με τους πρόσφυγες όλων των εποχών, όλων των τόπων. Οργίζονται, επιμένουν, υπομένουν. Και κάποια στιγμή ορθώνουν ανάστημα και αντιστέκονται. Μια γυναίκα, σε στάση που θυμίζει μινωική θεά της γονιμότητας, κραδαίνει όπλα αντί για φίδια, για να τα μοιράσει στους ανθρώπους-πολεμιστές. Που τα αρπάζουν «για να βγουν από τα ερείπια/ ματοβαμμένοι αλλά ελεύθεροι». Ο θίασος με τα χέρια σφιχτά πλεγμένα εκτελεί έξοχα έναν παλλόμενο, εκρηκτικό, πολεμικό χορό. Η παράσταση-δέηση ολοκληρώνεται. Με τους ηθοποιούς όπως ακριβώς ξεκίνησαν. Σε αυτόν τον κύκλο της φωτιάς, τον «μυστικό κρίκο της ζωής».
Η παράσταση του Άρη Μπινιάρη είναι μια πρόταση δουλειάς συνόλου, εκτελεσμένη στην εντέλεια από μια ομάδα ηθοποιών (Ιωάννα Παππά, Χρήστος Λούλης, Κατερίνα Δημάτη, Γρηγορία Μεθενίτη, Ελένη Μπούκλη, Δώρα Ξαγοράρη, Λεωνή Ξεροβασίλα, Μάνος Πετράκης, Κώστας Σεβδαλής, Νίκος Τσολερίδης, Ορέστης Χαλκιάς), που αναπνέουν σαν ένα σώμα. Ο δωρικός Χρήστος Λούλης και η ήρεμη-δύναμη Ιωάννα Παππά ξεχωρίζουν ως Κορυφαίοι του ιδιότυπου αυτού χορού, ενσαρκώνοντας σε επίπεδο συμβόλων τις κυρίαρχες δυνάμεις του αρσενικού και του θηλυκού στη διαμόρφωση του κόσμου. Τα βίντεο υπογραμμίζουν τη δραματουργία υπαινικτικά, διαχέοντας το βλέμμα άλλοτε μέσα σε ατελείωτα τοπία, άλλοτε σε αφηρημένες συνθέσεις, που θα μπορούσαν να κατάγονται από μια πρωταρχική έκρηξη του Big Bang ή ακόμη και να μετασχηματίζονται στο θηρίο που οδηγεί τους ανθρώπους στο μίσος και τον πόλεμο.
Τι συμβαίνει όμως κι ενώ η παράσταση σε εντυπωσιάζει, δεν καταφέρνει να σε δονήσει, να σου μεταγγίσει τον πυρετό της, παρά μόνον ίσως στα τελευταία της λεπτά; Ο προβληματικός, εκκωφαντικός σε σημεία ήχος σίγουρα αποτελεί εμπόδιο για να αφεθείς στο σύμπαν της. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Κάτι λείπει. Και το συνειδητοποιείς μόλις ακούσεις τη λύρα να παίζει τη Σερανίτσα, τον εκστατικό χορό λίγο πριν το τέλος. Μέχρι τότε η μουσική δραματουργία βασίζεται ανεπαίσθητα σε ρυθμούς από την ποντιακή παράδοση, ενσωματώνει το νταούλι, αλλά η συνολική εντύπωση δεν απέχει σημαντικά από το γνώριμο –ροκ-πανκ στις βασικές επιρροές του– μουσικό στίγμα στις παραστάσεις του Μπινιάρη. Η λύρα είναι εξορισμένη. Δεν συγκαταλέγεται στα όργανα που απαρτίζουν τη ζωντανή μουσική της παράστασης (παίζουν ο Μιχάλης Βρέττας βιολί, ο Νίκος Μαγνήσαλης κρουστά, ο Νίκος Παπαϊωάννου τσέλο). Κι ακόμη κι όταν παίζει στο φινάλε, ακούγεται από ηχογράφηση (παίζει ο Χρήστος Καλιοντζίδης). Κι εδώ διακρίνεται μια αμηχανία απέναντι σε αυτό το όργανο που εκφράζει σπαραχτικά τον πόνο, τις χαρές, τις λύπες, την ψυχή ενός πολιτισμού. Συναντώντας τις ψυχές όλων των πολιτισμών και των λαών που ζουν στα γεμάτα. Έτσι χάνεται μια μοναδική ευκαιρία να δημιουργήσουν ο Μπινιάρης και ο, σταθερός συνεργάτης του στη μουσική σύνθεση, Φώτης Σιώτας, έναν νέο μουσικό κόσμο, να αφεθούν, δηλαδή, στην ουσιαστική επιρροή από μια πλούσια μουσική παράδοση-ταυτότητα. Αντ’ αυτού επιστρέφουν στις γνώριμες μουσικές διαδρομές της δημιουργίας τους.
Το μεγάλο στοίχημα σε παραστάσεις που βασίζονται σε ντοκουμέντα για να μιλήσουν για ιστορίες και πολιτισμούς ανθρώπων έχει να κάνει με την αγαστή ισορροπία ανάμεσα στην εγγύτητα του πραγματικού και την ποιητική αποτύπωσή του. Στον Χορό της φωτιάς η ακραία αφαίρεση της δραματουργίας αναδεικνύει μεν την οικουμενικότητα του ξεριζωμού, αλλά δεν δονεί, δεν συγκινεί, δεν μετακινεί. Γιατί η αφήγηση έχει αποψιλωθεί από τη ρίζα. Από την ψυχή. Η ηχώ είναι εκεί. Αλλά έχει χαθεί η φωνή.
Πηγή: ελculture