Θρυλόριο: Το χωριό που τιμά τις Ποντιακές του ρίζες |
Στην σημερινή τοποθεσία που βρίσκεται το χωριό και που πρωτοκατοίκησαν οι πρόσφυγες Πόντιοι λέγονταν Κίρλικ. Οι πρωτοαφιχθέντες πρόσφυγες είχαν καταγωγή από χωριά του Κυβερνείου του Γαρς στην επαρχία Γουρούχ Κερασούντας, την Επαρχία Φάτσα, των Κοτυώρων (Ορτού), την Σαμψούντα και το Σοχούμ της Απχαζίας.
Όταν η Αν. Θράκη παραχωρήθηκε με την Συνθήκη των Σεβρών στην Ελλάδα οι ελληνικές κυβερνήσεις για να ενισχύουν το ελληνικό στοιχείο προώθησαν από το 1914 έως το 1922 περίπου 30.000 Πόντιους. Μεταξύ αυτών και κάτοικοι του χωριού Απουλπάτ του Γαρς κατά το έτος 1920. Το 1921 εγκαταστάθηκαν εκεί και από την επαρχία Γουρούχ Κερασούντος.
Μετά την παραχώρηση της Αν. Θράκης στους Τούρκους το 1922, οι Απουλπακιώτες μεταφέρθηκαν στην Κομοτηνή. Αρχικά για λίγο διέμεναν στην πόλη και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σάλπης και της Διαλαμπής. Αναγκάστηκαν όμως να την εγκαταλείψουν εξαιτίας της αυξημένης υγρασίας και του φόβου της ελονοσίας. Έτσι για μικρό διάστημα εγκαταστάθηκαν στα Αρριανά. Στην συνέχεια επέστρεψαν στην Κομοτηνή σχεδιάζοντας να εγκατασταθούν στην περιοχή των Στρατώνων.
Μια μικρή ομάδα οικογενειών εγκαταστάθηκαν στους Υφαντές. Λίγες έμειναν στην περιοχή των Στρατώνων, άλλοι πήγαν στον Λευκώνα Σερρών και άλλοι στην Ξάνθη.
Η πρώτη ομάδα οικογενειών που εγκαταστάθηκε στην περιοχή που κτίστηκε το Θρυλόριο ήταν οι καταγόμενοι από το Απουλπάτ του Γαρς στήνοντας τις σκηνές τους εκεί στις 15 Μαρτίου 1923. Λίγους μήνες αργότερα φτάνουν στην Ροδόπη και Πόντιοι πρόσφυγες από την Μακρά Γέφυρα Αν. Θράκης και Κυριακή του Έβρου οι οποίοι κατάγονταν από την επαρχία Γουρούκ Κερασούντας, από την Φάτσα των Κοτυόρων και την Σαμψούντα.
Αυτοί οι Πόντιοι που για ενάμιση χρόνο διέμεναν στην Αν. Θράκη αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και να μεταφερθούν στην Κυριακή του Έβρου μαζί με πρόσφυγες από χωριά του Γαρς. Η παραμονή τους όμως εκεί ήταν σύντομη, λόγω των συχνών επιδρομών των Κομιτατζήδων.
Έτσι αρχές καλοκαιριού του 1923 έρχονται στο νομό Ροδόπης στην περιοχή του Πάμφορου. Γρήγορα όμως το εγκαταλείπουν και έρχονται και εγκαθίστανται και αυτοί στα υψώματα του Κίρλικ όπου είχαν εγκατασταθεί και άλλοι Πόντιοι.
Από το Κυβερνείο του Γαρς χωριό Απουλπάτ
Το 1780 Έλληνες από χωριά που βρίσκονταν βόρεια της Αργυρούπολης μετανάστευσαν και εγκαθίστανται δυτικά της ιδρύοντας το χωριό Ομηρικό σε υψόμετρο 1300 μέτρων, με εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Όταν το 1878 τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή του Γαρς ζήτησαν από αυτούς τους κατοίκους να τους εγκαταστήσουν στην περιοχή αυτή. Έτσι οι χωρικοί συνέστησαν επιτροπή και μετέβησαν στο σημείο όπου οι Ρώσοι αξιωματικοί του στρατού τους υποσχέθηκαν και τους έδωσαν γραπτές εγγυήσεις εγκατάστασης στην τοποθεσία Απουλπάτ. Από το 1878 μέχρι το 1881 ολοκληρώθηκε ο νέος εποικισμός του Απουλπάτ, αν και συνεχίστηκε από ορισμένες οικογένειες μέχρι το 1910.
Μόλις εγκαταστάθηκαν χτίσανε το σχολείο και το ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Μετέφεραν μάλιστα κι όλα τα ιερά κειμήλια από το Ουμαρτσούχ στο Απουλπάτ, μαζί με το υλικό της βιβλιοθήκης του σχολείου κρυμμένα μέσα στα στρώματα.
Οι κάτοικοι του Απουλπάτ σε λίγα χρόνια εξελίχθηκαν στους πλουσιότερους κατοίκους της περιοχής. Ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο χαλιών και υφαντών, το κτίσιμο σπιτιών, εμπόριο πέτρας και την κτηνοτροφία.
Όταν επικράτησαν οι Μπολσεβίκοι στην Ρωσία, το ενδιαφέρον τους για τις περιοχές του νότιου Καυκάσου μειώθηκε. Έτσι άρχισαν οι προστριβές μεταξύ των Αρμενίων, Ελλήνων, Τούρκων, Κούρδων και οι άτακτες ομάδες ληστών σκορπούσαν τον φόβο και τον τρόμο. Οι κάτοικοι του Απουλπάτ αναγκάστηκαν επτά φορές να εγκαταλείψουν το χωριό. Τελικά το 1919, άρχισαν να φορτώνουν στα κάρα τα υπάρχοντά τους, κρύβοντας πάλι μέσα στα στρώματα τα ιερά κειμήλια εγκαταλείποντας τον οικισμό και πήραν τον δρόμο για την μάνα Ελλάδα. Αφού έφτασαν στο λιμάνι του Βατούμ επιβιβάστηκαν στα ελληνικά πλοία με προορισμό την Ελλάδα.
Στο Θρυλόριο μεταξύ των Απουλπατιωτών, υπάρχουν και ορισμένοι πρόσφυγες από διάφορα χωριά του Γαρς όπως Γέιτσα, Γαράουργαν, Σουρμπασάν, Χάντερε, Μέρενις, Παρτούλ, Μουζαράτ, Ατκόζ, Γαρεκίλλισε, Γουζούλ Τσορμίκ, Απανταπίκ, Ζέλετσε, Ναρμάν, Κρασνί και Γενήκιοϊ.
Από την περιοχή Γουρούχ Κερασούντας από τα χωριά Γιατμούς, Γάαλαν, Κιόπλη και Σιούνιου εγκαταστάθηκαν στο Θρυλόριο και ορισμένες οικογένειες Ποντίων που μιλούσαν ένα ιδίωμα της ποντιακής διαλέκτου χαρακτηριστικό για την ιδιομορφία της μουσικότητας στο λεξιλόγιό τους. Οι Γουρουχλήδες φημίζονταν για την εργατικότητά τους αλλά και τον έκρυθμο χαρακτήρα τους.
Από το Γιατμούς της επαρχίας Γουρούχ Κερασούντας εγκαταστάθηκαν στο Θρυλόριο το 1923 πάλι ορισμένες οικογένειες Ποντίων.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες παππούδων το χωριό αυτό δημιουργήθηκε μετά το 1780 από Ποντίους των περιοχών της Άρδασσας και της Αργυρούπολης. Κύρια ενασχόληση των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία και η υλοτομία. Καλλιεργούσαν και λίγα δημητριακά αμπέλια και πατάτες.
Οι μισοί κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν από το 1895 μέχρι το 1910 στην περιοχή του Σοχούμ Γεωργίας για λόγους ασφαλείας. Μετά την έκρηξη του τουρκικού εθνικισμού και κυρίως μετά το 1913 οι εκδηλώσεις βίας αυξήθηκαν κατά των Ποντίων μέχρι που οι Τούρκοι τους απαγόρεψαν να σπέρνουν τα χωράφια τους. Αυτό κράτησε εφτά χρόνια με αποτέλεσμα να πεθάνουν πολλοί από την πείνα. Ορισμένοι κατέφυγαν στα δάση όπου δημιούργησαν άτακτες ομάδες ανταρτών που βοηθούσαν τους κατοίκους του χωριού.
Όταν τους συνελάμβαναν οι Τούρκοι τους αποκεφάλιζαν. Όσοι από τους κατοίκους του Γιατμούς έζησαν, το 1923 εγκαταστάθηκαν στο Θρυλόριο, στο νομό Δράμας στο Κεφαλάρι, στον Άγιο Αθανάσιο, στα Κίργια, στο Οχυρό και στα Λευκώγεια, στο νομό Ξάνθης στον Ν. Ζυγό, στην Λευκόπετρα, στην Διομήδεια και αλλού.
Εγκαταστάσεις Ποντίων στο Θρυλόριο το 1922 έχουμε και από το Σιούνλιου επαρχίας Γουρούχ Κερασούντας. Στο χωριό αυτό υπήρχε σχολείο και δυο εκκλησίες. Οι Σιουνλιώτες ήταν πολύ εργατικοί και θρησκευόμενοι άνθρωποι.
Το 1922 επίσης εγκαταστάθηκαν και ορισμένες οικογένειες Ποντίων από το Κιοπλή επαρχίας Γουρούχ Κερασούντος. Στο χωριό τους όλα σχεδόν τα σπίτια ήταν διώροφα και πετρόκτιστα. Είχε τρεις ιερούς ναούς.
Το 1923 έχουμε εγκατάσταση Ποντίων στο Θρυλόριο και από το Γάαλαν επαρχίας Γουρούχ Κερασούντος. Οι κάτοικοι στο χωριό τους ασχολούνταν με την υλοτομία, την καλλιέργεια φουντουκιού και την κτηνοτροφία. Υπήρχαν τρεις εκκλησίες και τρία σχολεία.
Στο Θρυλόριο επίσης εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες από την Ορτού, την Σαμψούντα, την Κερασούντα, την Τραπεζούντα και το 1985 από το Σοχούμ, το Καζαχστάν και την Αρμενία. Ο οικισμός του Θρυλορίου ανεγέρθηκε με την συμβολή του Αυστραλού Ύπατου Αρμοστή των προσφύγων, Τζορτζ Ντιβάιν Τρίλορ (G.D. Treloar) από το επώνυμό του πήρε το όνομα του προς τιμή από τον τότε βασιλιά της Ελλάδας.
Ο Treloar μαζί με τον Άγγλο συνεργάτη του συνταγματάρχη Proctor, ίδρυσαν περίπου 12 χωριά σε Αν. Μακεδονία και Θράκη. Απεβίωσε το 1980 σε ηλικία 96 ετών.
Η "Μέριμνα Ποντίων Κυρίων Ωκεανίας" τοποθέτησε το άγαλμά του μαζί με μια προσφυγοπούλα στον τόπο καταγωγής του το Ballarat της Αυστραλίας πριν 4 χρόνια.
Αφού χαράχτηκαν τα σχέδια του χωριού από τον Treloar οι Καρσλήδες από τους πρώτους Πόντιους που εγκαταστάθηκαν βρήκαν εκεί δίπλα στα δυτικά ένα μέρος που άρχισαν να βγάζουν κίτρινη μαλακιά πέτρα κτίζοντας πρώτα την εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τοποθετώντας στο τέμπλο της τις εικόνες που έφεραν μέσα στα στρώματα από την πατρίδα τους αμέσως μετά έκτισαν το σχολείο. Έτσι ξεκίνησαν όλοι πάνω στο χαραγμένο σχέδιο να κτίζουν τα σπίτια τους. Λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση τους στο χωριό, στο σημείο που βρίσκονται σήμερα οι αποθήκες του συνεταιρισμού οι Πόντιοι έκτισαν έναν μύλο ο οποίος δούλευε μηχανοκίνητα. Τον σταμάτησαν μόλις ήλθαν οι Βούλγαροι.
Μόλις κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος το 1940 χτύπησε η καμπάνα του χωριού και όλοι οι νέοι με χορούς τραγούδια και ενθουσιασμό ξεκίνησαν για το μέτωπο, δυστυχώς όμως ορισμένοι έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα. Και είναι οι εξής: Ιωαννίδης Σταύρος του Παύλου, Μαυρίδης Κωνσταντίνος του Ιωάννη, Παναγιωτίδης Κωνσταντίνος του Βασιλείου, Σαββίδης Κωνσταντίνος του Ευσταθίου, Συμεωνίδης Συμεών του Στεφάνου και Σωπιάδης Ματθαίος του Κυριάκου. Το όνομά τους γράφτηκε στο Πάνθεο των ηρώων του Θρυλορίου και της Ελλάδας.
Κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής 1941-44, στο χωριό είχε μεγάλη δύναμη βουλγαρικού στρατού και πολλές δημόσιες υπηρεσίες.
Αρκετά χρόνια μετά την εγκατάστασή τους σχεδόν ο μισός πληθυσμός του χωριού έχει μεταναστεύσει προς την Γερμανία και άλλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Επίσης στις 15-3-1948 (49 οικογένειες 228 άτομα) αναχώρησαν προς τις κομουνιστικές χώρες. Όλοι αυτοί κατάγονταν από το χωριό Απουλπάτ του Γάρς. Το 1932 στην κοινότητα Θρυλορίου πρόεδρος του χωριού ήταν ο Νικόλαος Αβραμίδης με συμβούλους τους Συμεών Αφεντουλίδη, Νικόλαο Τσατλίδη, Μιχαήλ Μαυρίδη και γραμματέα τον Μιχαήλ Αφεντουλίδη.
Καύχημα του χωριού είναι ο Αγροτικός Συνεταιρισμός, ο αρχαιότερος της Βορείου Ελλάδος και δεύτερος στο πανελλήνιο, μετά των Αμπελακίων της Λάρισας.
Ένας από τους πρωτεργάτες του Συνεταιρισμού ήταν και ο Αφεντουλίδης Συμεών που ήταν δάσκαλος και αργότερα αξιωματικός του ρωσικού στρατού.
Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός είχε δύο συγκροτήματα με τρακτέρ Πατόζες και άλλα μηχανήματα προς εξυπηρέτηση των κατοίκων. Το ένα συγκρότημα το 1949 οι Βούλγαροι με την αναχώρησή τους το πήραν μαζί τους.
Στο χωριό δραστηριοποιούνται δύο Ποντιακοί σύλλογοι ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ποντίων Θρυλορίου "Η Κερασούντα και το Γαρς" που μεταξύ των άλλων εκδηλώσεων έχει και την επιμέλεια των εκδηλώσεων του εξωκλησίου της Αγίας Μαρίνας και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ποντίων Γυναικών, που διοργανώνει το πανηγύρι του ιερού ναού Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Επίσης επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων Κομοτηνής «Η Τραπεζούντα» είναι ο Θρυλοριώτης Ιωάννης Νικολαίδης. Στο χωριό υπάρχει και ο Δασικός Συνεταιρισμός "Ο Πόντος" με άξιο πρόεδρο τον Νίκο Λαζαρίδη. Καύχημα του χωριού είναι και η ποδοσφαιρική ομάδα "ΑΠΕΣ Πόντος" Θρυλορίου.
Στο χωριό υπάρχουν ακόμα δύο παρεκκλήσια, ένα ανατολικά του Αγίου Γεωργίου κτισμένο από τον Χαρτοματζίδη Γιώργο και ένα βόρεια του Αγίου Ελευθερίου.
Εδώ εγκαταστάθηκαν και γεννήθηκαν επίσης πάρα πολλοί αξιόλογοι οργανοπαίχτες και τραγουδιστές ποντιακής μουσικής που διακρίθηκαν στην λύρα, στην τούλουμπα - αγγείο, στο ταούλ, στο ντραμς, στο ακορντεόν, στο κλαρίνο, στο μπουζούκι, στο κεμανέ, στο βιολί και στην κιθάρα.
Τις ημέρες του Πάσχα, στο Θρυλόριο λαμβάνουν χώρα οι "Αυγομαχίες", είναι ένας διαγωνισμός τσουγκρίσματος αυγών. Όλο τον χρόνο προσέχουν σαν τα μάτια τους τις κότες που κάνουν γερά αυγά, αλλά ψάχνοντας και σε άλλα μέρη να βρουν τέτοιες κότες. Έτσι είναι έτοιμοι την ημέρα της "αυγομαχίας" για το ποιο αυγό θα σπάσει τα περισσότερα.
Ένα άλλο έθιμο είναι το καθιερωμένο πλέον "ποντιακό master chef" ή αλλιώς "Έτος Ποντιακής Γαστρονομίας". Είναι ένας διαγωνισμός μαγειρικής - προβολής και ανάδειξης του διατροφικού πολιτισμού της ποντιακής κουζίνας.
Επίσης διοργανώνουν στο χωριό διάφορες ποντιακές θεατρικές παραστάσεις και μουσικές ποντιακές βραδιές.
Γενικά πάντως το Θρυλόριο εμπνέει εμπιστοσύνη για το μέλλον γιατί έχει ελπίδες να μη μαραζώνει όπως άλλα χωριά, αλλά να αναπτυχθεί και να επιβιώσει.
Τέλος ορισμένοι από εμάς, από άγνοια, όπως και πολλά ύποπτα ξένα κέντρα αποκαλούν τους Πόντιους Λαζούς, αυτό όμως δεν ισχύει γιατί οι μεν Πόντιοι είναι Έλληνες, ενώ οι Λαζοί τουλάχιστον ένα μέρος της φυλής αυτής είναι Κιπτοί που προέρχεται από τμήματα του Αιγυπτιακού στρατού με τα οποία ο Φαραώ Σέσωστρις Β' έφτασε πολεμώντας μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Από τους στρατιώτες του ένα μέρος δεν θέλησε να επιστρέψει πίσω στην Αίγυπτο και έμειναν εκεί. Οι εναπομείναντες αυτοί Αιγύπτιοι, κατά τον Ηρόδοτο μάλιστα διατήρησαν και ορισμένα έθιμα τους όπως την περιτομή. Το 522 μ.Χ. ο βασιλιάς τους Βαπτίστηκε χριστιανός και παρέμεινε κάτω από την προστασία των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Τον 16ο αιώνα οι Λαζοί από ορθόδοξοι χριστιανοί έγιναν Σουνίτες μουσουλμάνοι. Ακόμη και ο σφάχτης των Ποντίων Τοπάλ Οσμάν ο εκτελεστής των εντολών του αρχισφάχτη Μουσταφά Κεμάλ ήταν Λαζός αυτό μόνο φτάνει για να γνωρίζουμε ποιοι είναι οι Λαζοί και ποιοι οι Πόντιοι.
Πηγή: Χρόνος