Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Η Λαμπρή: όπως την αισθάνονταν οι Έλληνες του Πόντου

Η Λαμπρή: όπως την αισθάνονταν οι Έλληνες του Πόντου
Η Λαμπρή: όπως την αισθάνονταν οι Έλληνες του Πόντου

Ο Φίλωνας Κτενίδης, μια μεγάλη προσωπικότητα του Ποντιακού Ελληνισμού, ο οραματιστής της αναδημιουργίας της Παναγίας Σουμελά, μας περιγράφει τόσο γλαφυρά αλλά και με απλότητα τη Λαμπρή όπως την αισθάνονταν οι Έλληνες του Πόντου μετά τον ξεριζωμό. Σε αυτό το μοναδικό κείμενο, από πλευράς διαλέκτου, αλλά κυρίως νοημάτων περιγράφεται ο εορτασμός του Πάσχα και η ανάσταση της φύσης την άνοιξη στο χωριό του γράφοντος στον Πόντο, στην προκειμένη περίπτωση αναφερόμαστε στην Κρώμνη. Οι εικόνες λιτές αλλά γεμάτες χρώματα, μας δίνουν το πανέμορφο τοπίο της Κρώμνης που βρίσκεται στον ορεινό όγκο του Πόντου. Το Φως και η Χαρά, στοιχεία που κυριαρχούν στην Ανάσταση γεμίζουν τη φύση που και αυτή λαμπροφορεί. Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος ο Κτενίδης αναφέρεται στο χωριό του το μαύρον (καημένο) περιμένει ακόμα τη Λαμπρή, να κάνει «Χριστός Ανέστη». Το χωριό που πάντα γιόρταζε την Ανάσταση με μεγαλειότητα, μέσα στο Φως και την υπέροχη φύση, αλλά και μέσα στη χαρά της εκκλησίας, όπου οι χωριανοί μαζεύονταν και γιόρταζαν όλοι αντάμα, η καμπάνα ηχούσε χαρμόσυνα. Τα χρόνια όμως, που ακολουθούν είναι δύσκολα, έρχεται ο ξεριζωμός, η Γενοκτονία και οι κάτοικοι της Κρώμνης αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το όμορφο χωριό τους, το οποίο μένει έρημο, η εκκλησία άδεια και η καμπάνα σιωπά.

Η εικόνα της ερήμωσης τονίζεται από το σωρό (κουμούλια>cumulus) από πέτρες, τις τσουκνίδες, δηλαδή τα χόρτα που λέμε όταν κάποιο μέρος μένει απεριποίητο (κιντέατα> κνινθέα, κνιδέα- κνίδος= τσουκνίδα), αλλά και τα αγκάθια (αχάντια, ιωνικό). Γλωσσικά και ποιητικά εδώ το κείμενο βρίθει από εικόνες και συνδέσεις με το παρελθόν. Με την απλότητα και τη «δωρικότητα» που διακατέχει το πνεύμα του συγγραφέα καταγράφεται ο ξεριζωμός. Ο νους του Φίλωνα Κτενίδη ταξιδεύει στην πατρογονική γη που τόσο αγάπησε και στην οποία προσέφερε τόσα πολλά, αυτή η γη του λείπει, το Πάσχα που περνούσε στην πατρίδα. Η ελπίδα, όμως, δεν φεύγει από το μυαλό του, το χωριό του περιμένει πάλι την Ανάσταση, να ακουστεί η καμπάνα, το «Χριστός Ανέστη», να βρεθούν και πάλι οι συγχωριανοί να δώσουν το φίλημα της χαράς. Η αναφορά στα χρόνια αναμονής της Ανάστασης δείχνει ότι η ιστορική πατρίδα δεν έφυγε από την καρδιά των Ελλήνων του Πόντου παρά τον καιρό που περνάει. Η γενιά αυτή υπέφερε πολλά, έχασε ανθρώπους, γη, αναμνήσεις, τάφους προγόνων και συγγενών και ήρθε σε μια πληγωμένη Ελλάδα να δημιουργήσει πάλι από την αρχή. Η αναμονή της Ανάστασης μπορεί να δηλώνει εδώ τον κρυφό πόθο της επιστροφής στα πατρογονικά εδάφη, την Ανάσταση των εκκλησιών στον Πόντο. Αυτό όμως, ίσως φαντάζει αδύνατο, μας συνδέει όμως με το αξέχαστο «Η Ρωμανία κ’ αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο». Η Ανάσταση αυτή θα έρθει, λοιπόν, με τη δικαίωση των προγόνων μας, με τους δικούς μας αγώνες να αναγνωριστεί η Γενοκτονία τους,  με μια έστω συγγνώμη από τους Γενοκτόνους, που φαίνονται ανεπίδεκτοι… 

Στις δύσκολες στιγμές που ζούμε ας μην ξεχνάμε ότι η Ανάσταση είναι η εκκλησία μας, είναι το Φως, αυτές οι απλές εικόνες που περιγράφει ο Φίλωνας Κτενίδης, αυτές κρατούσαν δεμένους και αισιόδοξους τους Έλληνες του Πόντου, αυτή ήταν η πατρίδα τους, η ομορφιά της Φύσης και η Πίστη τους. Σήμερα, ίσως και εμείς αναπολούμε στιγμές Ανάστασης παλιές, σε ένα αλλιώτικο Πάσχα χωρίς λαμπάδες, χωρίς καμπάνα, χωρίς εκκλησία. Υπομονή, λοιπόν, όλα θα περάσουν και θα ηχήσουν πάλι οι καμπάνες. Μέσα σε όλα αυτά όμως, ας μην ξεχάσουμε τον αγώνα μας για τα δίκαια, για την Ανάσταση που περιμένει ο Φίλωνας Κτενίδης που και αυτός από τον ουρανό με τους προγόνους μας ζητά την αναγνώριση και τη δικαίωση!

Χρόνια Πολλά! Χριστός Ανέστη!

Λαμπρή – Ποίημα του Φίλωνα Κτενίδη

Λαμπρή! Ελαμπροφόρεσαν τ’ ορμάνια και τ’ ομάλια
τα χιόνια ντο ελύγανε, εγένταν μανουσάκια
τα ράχια πρασινίασαν και τα κοιλάδα ’χλόησαν
τα στράτας και τ’ αυλόπορτας εσκέπασάνε τ’ άνθια
αέρας μοσχομύριξεν κ’ αιθέρας εσκουτούλτσεν
γη κι’ ουρανόν ενέλλαξαν, Χαρά και Φως εγένταν
κι’ ούλα ’ς σην γην ντ’ ευρίουνταν, κι’ ούλ’ ’ς σην ηγήν που ζούνε
ούλια ελαμπροφόρεσαν με τ’ άνοιξης την έλαν...

Μόνον το μαύρον κι’ άχαρον, το πρώτον το χωρίο μ’
π’ έλαμπεν πάντ’ α σην χαράν και πάντα ’λαμπροφόρνεν
ούμπου το Φως είχεν πηγήν και η Χαρά φωλέαν
και την Λαμπρήν κατέβαινεν ο Ουρανόν με τ’ άστρα
ν’ εφτάει «Λαμπρήν κι Ανάστασιν» ν’ εφτάει «Χριστός Ανέστη»
’ς ση εγκλησίας την αυλήν, με τ’ ούλ’ τς εμουν εντάμαν
την ώραν ντ’ εφιλίουμες κ’ εντούναν τα καμπάνας,
...μόνον εκείνον τ’ άχαρον το μαύρον το χωρίο μ’
χωρίς οσπίτια κ’ εγκλησιάν... χωρίς καμπαναρίον
–κουμούλια πέτρας, χώματα, κιντέατα κι’ αχάντια–
χρόνια ’κ ελαμπροφόρεσεν, Φως και Χαράν ’κ εγνώρτσεν
χρόνια περμέν’ ν’ εφτάει «Λαμπρήν», ν’ ακούη «Χριστός Ανέστη»
ν’ ακούη χαράς φιλέματα, Ανάστασης καμπάνα.
Απρίλιος 1962

Μαρία Προκοπίδου, εκπαιδευτικός- συγγραφέας

Πηγές:
- Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου - Άνθιμος Παπαδόπουλος
- Φίλων Κτενίδης - Η Λαμπρή (Ποντιακή Εστία)