Κομοτηνή: Θρυλόριο, στο Ποντιακό χωρίο μια θλιμμένη μέρα… |
της Μαρίας Νικολάου
Κόβει βιαστικά – βιαστικά λουλούδια από τις τριανταφυλλιές της αυλής της και σπεύδει να μας τα προσφέρει. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της. Λυπημένο, γρήγορα σβήνει. Είναι η μέρα- 19η Μαΐου- είναι και ο θάνατος του μικρού της γιου που σκιάζει κάθε της κίνηση. «Το μωρό μου» την ακούσαμε να λέει μετά. Κι ύστερα ξανά και ξανά σε κάθε αναφορά της ακόμη και όταν απευθυνόταν σε μας οι ίδιες δύο αυτές λέξεις «μωρό μου».
Η 89χρονη Δέσποινα Ναβροζίδου στέκει στην αυλή του σπιτιού της. Η ίδια αυλή που χρόνια πολλά πριν, χωρίς τσιμεντένια περίφραξη τότε, βραβεύτηκε ως η πιο ανθοστόλιστη αυλή του χωριού. «Το δώρο ήταν 800 δρχ και με αυτά τα λεφτά η μάνα μου πήρε το πρώτο πετρογκάζ του σπιτιού» μας είπε λίγο μετά ο γιος της, ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Γιώργος Ναβροζίδης. Ούτε από τον ίδιο δεν έλειψαν τα δάκρυα και η συγκίνηση στη διάρκεια της κουβέντας μας για την Πατρίδα, τις σφαγές, τον άδικο χαμό με τραγικό τρόπο 353.000 Ελλήνων του Πόντου.
To 1923 Κερασούντιοι και Γαρσλήδες ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες κάνουν μια νέα αρχή στη Θράκη. Το χωριό τους χτίστηκε από τον Αυστραλό, George Divine Treloar, ο οποίος έσωσε από την πείνα και τις ασθένειες, 108.000 επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων με την ιδιότητα του Ύπατου Αρμοστή των Προσφύγων. Από το επώνυμο του Treloar, το χωριό πήρε την ονομασία του μας είπε αργότερα η κα Χρύσα Μαυρίδου, πρόεδρος του τοπικού Συλλόγου Ποντίων Θρυλορίου «Η Κερασούντα και το Γαρς» και ο 3ετής Φοιτητής Κοινωνικής Εργασίας, ο κος Χρήστος Ιωαννίδης, επισκέπτης στο χωριό από την περιοχή της Κατερίνης με ένα μοιρολόι, απόσπασμα από τον δίσκο «Καμπάνα του Πόντου» του Φίλωνα Χτενίδη τίμησε τους νεκρούς προγόνους «είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε» μας είπε φανερά συγκινημένος.
Λυπημένοι ήχοι λύρας πρώτο-έπαιζαν και τότε όταν έφθαναν κατά δεκάδες χιλιάδες οι πρόσφυγες επιζώντες στην Ελλάδα, χωρίς φαγητό, ρουχισμό και στέγη. Κατάφεραν με δυσκολία να μπορέσουν να ζήσουν και να ορθοποδήσουν σημείωσε ο κος Γιώργος Ναβροζίδης παίρνοντας μια μικρή ανάσα από τις εργασίες στο μπαξέ. Καλοκαίριασε σχεδόν και τα φυντάνια πρέπει να φυτευτούν. «Από το μπαξέ μας έχουμε λαχανικά όλο το καλοκαίρι» λέει ξανά η κα Δέσποινα και πηγαίνει πάλι πίσω τότε που νέα γυναίκα ακόμη δεν άφηνε μέρα που να μην πάει στο χωράφι. «Μόνο την Κυριακή δεν έκανα μεροκάματο. Τις Κυριακές μαζευόμασταν όλες μαζί και δουλεύαμε τζάμπα σε ένα χωράφι, βοηθούσαμε αυτόν που είχε ανάγκη».
Οι λέξεις «μωρό μου» κρέμονται έτοιμες από τα χείλη της με την ίδια γλυκύτητα ειπωμένες, όπως και στους δικούς της, σαν να μας γνωρίζει από παλιά. Κυρία Δέσποινα τι σας έλεγαν οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι γονείς σας για την πατρίδα; Την ρωτάμε. «Τίποτα μωρό μου, μόνο έκλαιγαν» απαντά και δακρύζει σαν να είναι τα δάκρυα των προγόνων της αυτά που κυλούν κι όχι τα δικά της. «Η μάνα και ο πατέρας μας έλεγαν πάντα: «Ζητιάνο να μην διώξετε ποτέ από το σπίτι σας χωρίς να του δώσετε κάτι». » Προκομμένοι άνθρωποι, τίμιοι βιοπαλαιστές και με τα λίγα μαθημένοι να στρώνουν τραπέζι και να φιλεύουν τον επισκέπτη τιμώντας τους προγόνους τους, οι πιο τυχεροί, αυτοί που έζησαν, αγωνίστηκαν, έχτισαν στις στάχτες και άρχισαν πάλι από την αρχή σταματώντας μόνο για να σκουπίσουν ιδρώτα και δάκρυα…
Οι ευωδιές από τα λουλούδια που μας χάρισε η 89χρονη Πόντια μας συντροφεύουν στο δρόμο της επιστροφής. Μαζί και οι ήχοι της λύρας, πικραμένοι, θλιμμένοι, πονεμένοι, αληθινοί…
Πηγή: ΕΡΤ