Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Κυριάκος Ιωακειμίδης: «Ο Πόλιος ήταν ένα γερό κλωνάρι της μουσικής μας ταυτότητας»

Κυριάκος Ιωακειμίδης: «Ο Πόλιος ήταν ένα γερό κλωνάρι της μουσικής μας ταυτότητας»
Κυριάκος Ιωακειμίδης: «Ο Πόλιος ήταν ένα γερό κλωνάρι της μουσικής μας ταυτότητας»

Γράφει ο Χρήστος Κωνσταντινίδης

Ο αδελφικός φίλος του μεγάλου Πόντιου καλλιτέχνη μιλά συγκινημένος στο epontos.gr για την τεράστια απώλεια στο χώρο

Συγκλονισμένος είναι ο ποντιακός κόσμος με την είδηση του φευγιού του Πόλιου Παπαγιαννίδη. Όπως σας ενημέρωσε το epontos.gr, ο μεγάλος καλλιτέχνης της μαυροθαλασσίτικης παράδοσης που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες με τον ξεριζωμό, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 64 ετών στο σπίτι του, στον Κεχρόκαμπο Καβάλας.

Ένας από τους ανθρώπους που γνώριζε πολύ καλά τον Πόλιο Παπαγιαννίδη είναι ο Κυριάκος Ιωακειμίδης, με τον οποίο συνδύασε την καλλιτεχνική του εκκίνηση στα νυχτερινά κέντρα της Καβάλας και της Ξάνθης. Ο κεμεντζετζής και πατέρας του Πόντιου τραγουδιστή, Μπάμπη Ιωακειμίδη, υπήρξε αδελφικός φίλος με τον αείμνηστο αοιδό και οργανοπαίκτη, η φωνή του οποίου σίγησε και η πνοή του δεν θα παράγει ξανά μέσω του αγγείου, του χειλίαυλου και του ζουρνά τα ηχητικά κύματα που συντρόφευαν για δεκαετίες τις ποντιακές μας αναζητήσεις στη μουσική.

Μαθητής της πρώτης γενιάς

«Μεγαλώσαμε μαζί με τον Πόλιο, από μωρά παιδιά. Είχαμε τρία χρόνια διαφορά ηλικίας. Εγώ ήμουν μικρότερος. Μαζί στο χωριό μαζί και στη διασκέδαση», αναφέρει στο epontos.gr ο Κυριάκος Ιωακειμίδης. Ακούγεται βουρκωμένος από την άλλη άκρη της γραμμής, δεν μπορεί να κρύψει τη συγκίνηση για την απώλεια του φίλου του. Σε αρκετά σημεία της επικοινωνίας μας λυγίζει, η φωνή του σπάει, αλλά συνεχίζει την κατάθεση ψυχής.

«Από μικρός έπαιζε τουλούμ. Τραγουδούσε. Τραγουδούσαμε. Ήταν δεινός εκτελεστής. Ήξερα πολύ καλά το αντικείμενο. Όπου πήγαινε τραγουδούσε και σφυρούσε. Ήταν μαθητής της πρώτης γενιάς που ήλθε στην Ελλάδα με τον ξεριζωμό. Ακούγοντας την πρώτη γενιά έμαθε τα σωστά πράγματα», επισημαίνει ο επιστήθιος φίλος του Παπαγιαννίδη, ο οποίος στέκεται πολύ στο θέμα των επιρροών.

«Οι γνώσεις του ήταν ατόφιες. Ό,τι έδωσε είναι αυθεντικό, όπως τα πήρε από τη μάνα του που τραγουδούσε, από τις θείες του και τον πατέρα του που έπαιζε τουλούμ. Στο χωριό όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, κάναμε παρέα με ανθρώπους πρώτης γενιάς. Δεν κάναμε παρέα με συνομήλικούς μας. Με τη λύρα και το κασετόφωνο δίπλα, τους ηχογραφούσαμε. Οπότε τα ακούσματα ήταν πολύ δυνατά. Σαν σφουγγάρι απορροφούσε ό,τι άκουγε και δεν του ξέφευγε τίποτα από το μυαλό του», αποκαλύπτει.

Η ζωή ως τσοπάνος

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αναφέρει, ότι η απώλεια του Πόλιου Παπαγιαννίδη είναι τεράστια και το κενό του δυσαναπλήρωτο. Η μεγαλύτερη ζημιά είναι η έλλειψη μίας εκ των τελευταίων χαρακτηριστικότερων χροιών στον ποντιακό καλλιτεχνικό χώρο. Οι φωνητικές του χορδές απέδιδαν με τρομερή αρμονία τον βουκολικό χαρακτήρα των τραγουδιών που ερμήνευε.

Ο Κυριάκος Ιωακειμίδης συμφωνεί με αυτήν την άποψη. «Να φανταστείτε η φωνή του άνοιξε ακόμα περισσότερο σε αυτήν την ηλικία και ακουγόταν ακόμα πιο ωραία», υποστηρίζει και συμπληρώνει: «Στα βουνά μεγάλωσε. Όλη αυτήν την ποίηση των βοσκότοπων τη μετέδιδε. Όλα αυτά δεν μπορείς να τα ερμηνεύσεις αν δεν τα ζήσεις. Εκείνος τα έζησε. Ήταν ένα γερό κλωνάρι της μουσικής μας ταυτότητας».

Η πιο χαρακτηριστική ανάμνηση που έχει από τον Πόλιο Παπαγιαννίδη ήταν από την εφηβική τους ηλικία. «Ήμασταν τσοπάνηδες στα πρόβατα και στα γελάδια. Κάθε σπίτι του χωριού είχε από 2-3 αγελάδες. Όλο το χωριό πλήρωνε έναν τσοπάνο για να βόσκει τα κοπάδια και το κάθε σπίτι του έδινε έναν βοηθό. Εκείνη την εποχή πήγαινε ο Πόλιος ως βοσκός. Δούλευε όπου μπορούσε γιατί ο πατέρας του ήταν κατάκοιτος και η μητέρα του δεν τα έβγαζε πέρα. Ήταν σταθερά ο τσοπάνος του χωριού. Τη μέρα που ήρθε η σειρά μου να πάω βοηθός πήγαμε πολύ ψηλά, στη Χάλκοβα. Εκεί είχε γίνει ένας κατακλυσμός, έπεσαν γουλτουρούμια (κεραυνοί) και εγώ άρχισα να κλαίω. Τρόμαξα. Ο Πόλιος γελούσε. Δεν μπορώ να το ξεχάσω. Μπήκαμε σε έναν βράχο για να προστατευτούμε. Ήταν κωμικοτραγικό. Ο Πόλιος δεν φοβόταν», εξιστορεί.

Ποια ήταν η αγαπημένη τους ασχολία πάνω στα βουνά στη βοσκή των ζώων; ««Έπαιζε τουλούμ, φλογέρα. Μετά κουβαλούσα εγώ τη λύρα μαζί μου. Δεν πηγαίναμε στο βουνό χωρίς τα όργανα. Το μεσημέρι τα πρόβατα κάθονταν στον ίσκιο και εμείς “βαρούσαμε” τα τραγούδια μας. Αυτό το κάναμε κάθε μέρα. Αυτή ήταν η ζωή μας. Και το βράδυ που γυρνούσαμε, καθόμασταν στο καφενείο με τους παππούδες», απαντά.

Η απορρόφηση της γνώσης

Όπως αντλείται το νερό από τα αρδευτικά κανάλια για να ποτιστούν τα χωράφια, έτσι οι δύο φίλοι αντλούσαν τη γνώση από τους παλιούς για να τη διοχετεύσουν στις νεότερους.Η αξία όσων αποκόμισαν ήταν ανεκτίμητη. «Ασχοληθήκαμε με την πρώτη γενιά. Η δεύτερη που ήταν οι πατεράδες μας δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα. Είχαν άλλα βάσανα. Η τρίτη γενιά στην ουσία ασχολήθηκε με την πρώτη, για να εκμαιεύσει τη γνώση της στην παράδοση. Εμείς ήμασταν πιο άνετοι. Δεν είχαμε την κακουχία και τη δυστυχία των γονιών μας. Πιάσαμε τους παππούδες μας και “ρουφήξαμε” ό,τι ήξεραν», υπογραμμίζει.

Ο Κυριάκος Ιωακειμίδης ρίχνει φως στη ζωή του φίλου του πριν γίνει επαγγελματίας καλλιτέχνης. «Όταν απολύθηκε από το στρατό, πήγε ένα διάστημα στα καράβια, δούλεψε και γύρισε. Κάναμε ντουέτο και παίζαμε στα κέντρα της περιοχής τη δεκαετία του '80. Μετά κατέβηκε στην Αθήνα. Ήταν να τον ακολουθήσω, αλλά εξαιτίας οικογενειακών λόγων δεν τα κατάφερα», λέει.

Γιατί ο Πόλιος Παπαγιαννίδης είχε τέτοια επιτυχία; «Όλα τα τραγούδια που έλεγε ήταν τρόπος ζωής. Πρέπει να τα ζήσεις. Τα παρχάρια, τα βουνά, τα λιθάρια. Ό,τι λέει ο ποιητής πρέπει να το ζήσεις για να δημιουργήσεις μετά. Έτσι παρήγαγε την έμπνευσή του ο Πόλιος», απαντά.

Κλείνοντας τη συζήτηση, ζητήθηκε από τον Κυριάκο Ιωακειμίδη να δώσει ένα επιμύθιο στη συνέντευξη. «Ο Πόλιος ήταν από τους λιγοστούς αυθεντικούς και θα λείψει. Αυτά τα λόγια, καλό είναι να τα διαβάσουν οι επόμενες γενιές καλλιτεχνών, για να μη χάσουμε τη ρότα μας», καταλήγει ο αδελφικός φίλος του Πόλιου Παπαγιαννίδη.