Ε.Λ.Θ.: Αποτίουμε φόρο τιμής στον Ελληνισμό της πρώην ΕΣΣΔ, ο οποίος υπέστη τις σταλινικές διώξεις |
Σήμερα 13 Ιουνίου, ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Σταλινισμού (1949), όπως αυτή ορίσθηκε με την ομόφωνη απόφαση 560 συνέδρων στο Δ΄ Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού (Θεσσαλονίκη, 13-16.06.1997), η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης αποτίει φόρο τιμής στον Ελληνισμό της πρώην ΕΣΣΔ, ο οποίος υπέστη τις σταλινικές διώξεις (είχαν για πρώτη φορά εφαρμοστεί εναντίον του ήδη από το 1937-1938).
Ειδικότερα, οι Έλληνες της Ν. Ρωσίας και του Καυκάσου (Κουμπάν, Ατζαρία, Αμπχαζία), αρχικά μόνον οι έχοντες ελληνικό διαβατήριο (ελληνοϋπήκοοι), υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ως «εχθροί του λαού»! Το βράδυ της Δευτέρας 13 – ξημερώματα Τρίτης 14 Ιουνίου 1949 χιλιάδες Ελλήνων, ανεξαρτήτως ηλικίας, εξορίζονται δίχως να προλάβουν να πάρουν ούτε τα απαραίτητα. Προορισμός τους το Καζακστάν. Ο πανικός, η απόγνωση, η αβεβαιότητα, ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, περιγράφονται από τους επιζήσαντες, που εν μία νυκτί εξαναγκάσθηκαν να ξεριζωθούν και να συνεχίσουν τη ζωή τους σε άγνωστα, αφιλόξενα μέρη, από τα οποία μάλιστα δεν θα είχαν δικαίωμα να φύγουν (δικαίωμα που τους δόθηκε μόνο μετά την αποσταλινοποίηση).
Για τις ανάγκες της παρούσας αναφοράς-ανάρτησης παρουσιάζονται, επιλέγοντας από τη βιβλιογραφία, ορισμένα αποσπάσματα μαρτυριών, όπως αυτά προέκυψαν από την έρευνα των Άρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Κ. Φωτιάδη και Βλ. Αγτζίδη, καθώς και από τον ομογενή Γρηγ. Καλαντίδη που κατέγραψε ο ίδιος στο βιβλίο του τα βιώματά του στην εξορία.
(Πληροφορητής: δάσκαλος Ι. Λαμπριανίδης, καταγωγή από την Ιραγκά. Συνέντευξη στην ομότ. Καθηγήτρια Άρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Κομπουλέτι 1991). Δημοσιεύθηκε στο άρθρο: Kyriakos Chatzikyriakidis, “Forced Migration, Exile and an Imaginary Land-heaven. The Case of Greek-Pontians in the Caucasus”, Words and Silences, Vol 6, No 1 (2011), 49-57.
«…Έγινε η εξορία στις 14 Ιουνίου 1949. Μέσα σε δύο ώρες, χωρίς ειδοποίηση. Μας έβαλαν σε βαγόνια για πράγματα και ζώα, σαράντα-σαράντα πέντε (40-45) οικογένειες σε κάθε κλειδωμένο βαγόνι… εβδομήντα (70) ήταν τα βαγόνια και ένα (1) για τους αρρώστους. Υπέφεραν πολλοί από τη δυσεντερία, μεταξύ αυτών και η μητέρα μου. Δεκατέσσερις (14) ημέρες ήμασταν στο δρόμο. Φθάσαμε στο Κεντάου του Καζακστάν… Ήμασταν Έλληνες από Βατούμ, Τιφλίδα, Σοχούμ, Μπακού…. Κάθε εβδομάδα υπογράφαμε ότι ήμασταν εκεί. Άγονο έδαφος, δίχως σπίτια. “Πεινασμένη πεδιάδα” αποκαλούσαν το μέρος: άμμος, αέρας και νερό φαρμακωμένο από το μόλυβδο των ορυχείων. Είκοσι (20) νεκροί την ημέρα…».
Από το βιβλίο του Κ. Φωτιάδη, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 143.
«Εκατοντάδες τάφοι με ξύλινους σταυρούς (αν ακόμη βρίσκονται) θα σας δείχνουν τη διαδρομή από τον ζεστό τόπο μας ως την έρημο της Μέσης Ασίας και τα άγνωστα μέρη της Δυτικής Σιβηρίας. Δεν ξεχνιούνται τα δυστυχισμένα θύματα δυσεντερίας, οστρακιάς, τύφου και της φοβερής λέξης “περιορισμός” στους νέους τόπους εγκατάστασης. Και ξανά δυσβάστακτη εργασία, αξιοποίηση χέρσων εκτάσεων, πάλι χτίσιμο κατοικιών, καυτός ήλιος και θάνατος χιλιάδων συγγενών, γερόντων και παιδιών».
Από το βιβλίο του Βλ. Αγτζίδη, Ποντιακός Ελληνισμός. Από τη Γενοκτονία και το Σταλινισμό στην Περεστρόϊκα, Θεσσαλονίκη 1991 (β΄ έκδοση), σ. 263-264, που περιέχει πολλές και σημαντικές σχετικές μαρτυρίες, αντλούμε τους ακόλουθους στίχους (διατηρούμε την ορθογραφία), με τους οποίους οι Έλληνες εξόριστοι διεκτραγωδούσαν τα δεινά τους:
"Στα χίλια εννιακόσια στα σαραντενέα
Και τι Ρωμαίοις εξώρτσανε
Ση Καζαχστάν μερέα.
Εφέκαμεν τ’ οσπίτια μουν
Ατά τα μερακλία
Εφέκαμεν τα χτήνια μουν
Δεμένα σα μαντρία.
Τα χωρία εσουσλάεψαν
εθάρεις εκοιμούσαν
τα χτήνοπά μουν έκραζαν
τα σκυλία εγουρνούσαν…"
Γρ. Καλαντίδης, Εξορισμένος Λαός. Οι Αναμνήσεις ενός Ελληνοποντίου από την Σταλινική Εξορία 1949, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 103-111.
«Στη ζωή μου, του δεκαπεντάχρονου νεαρού, η νύχτα του Ιουνίου του 1949 έμεινε αξέχαστη. Σκύβοντας στο κρεβάτι μου, η γειτόνισσα Όλγα Ιβάνοβνα Βλάσοβα, ξυπνώντας με, μου είπε: “Γρηγόρη, αυτοί ήρθαν για σας”… Εκείνη τη μέρα, στις 14 Ιουνίου 1949, δε δούλεψε κανείς. Γνωστοί και άγνωστοι γεμίζοντας τους δρόμους [ενν. στην πόλη του Βατούμ] φώναζαν κάτι αποχαιρετιστικό και ταυτόχρονα έδιναν συμβουλές και ευχές. Κάποιοι κλαίγανε. Ήταν κάτι τραγικό, τρομαχτικό: σε περίοδο ειρήνης, μετά από τέσσερα 4 χρόνια που τέλειωσε ο πόλεμος, χωρίς εξήγηση της αιτίας, να σηκώσουν ολόκληρο έθνος από τα ζεστά σπίτια του και να το στείλουν στο άγνωστο. Μας φαινόταν αδιέξοδος αυτός ο λαβύρινθος του παραλογισμού, στον οποίο βρεθήκαμε όλοι εμείς…»