Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης: Αγώνας για την αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας και τη δικαίωση των ψυχών |
Η τρέχουσα συγκυρία, με τα συνεχιζόμενα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν επέτρεψε στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, όπως και σε ολόκληρο τον οργανωμένο Ποντιακό χώρο, να οργανώσει δημόσιες εκδηλώσεις «φόρου τιμής και μνήμης» στους προγόνους μας, θύματα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από το οθωμανικό κράτος.
Όμως, η σύγχρονη τεχνολογία έδωσε τη δυνατότητα να μετάσχουμε νοερά, όλοι οι απανταχού της γης ποντιακής καταγωγής, σε ένα οικουμενικό διαδικτυακό «συλλείτουργο» και να διατρανώσουμε την επιμονή μας για πλήρη αναγνώριση της Γενοκτονίας από τη διεθνή κοινότητα. Η Εύξεινος Λέσχη απευθύνθηκε σε όλα τα μέλη και τους φίλους της, με ανακοινώσεις και με διαδοχικές, επί μία εβδομάδα, αναρτήσεις στο διαδίκτυο/facebook επιλεγμένων εγγράφων και επιστολών από το υψίστης εθνικής σημασίας «Πολιτικό Αρχείο του Πόντου» που κατέχει το Σωματείο.
Καθώς έκλεισε ο φετινός κύκλος της επετείου μνήμης της Γενοκτονίας, η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης ανανεώνει την υπόσχεση να συνεχίσει με ενότητα, πείσμα και προσήλωση, τον αγώνα για την αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας και τη δικαίωση των ψυχών, τόσο των άταφων νεκρών μας, όσο και εκείνων που ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές εστίες και ακολούθησαν τον οδυνηρό δρόμο της προσφυγιάς. Αυτών, που επέζησαν από την αποτρόπαια Γενοκτονία και που όταν έφτιαξαν τα καινούργια σπιτικά τους στην Ελλάδα, μετά από μύριες ταλαιπωρίες, και έγιναν πατεράδες και μανάδες, παπούδες και γιαγιάδες, πέτρωσε η καρδιά τους και δεν μπόρεσε η νοσταλγία να νικήσει τον βαθύ πόνο που στάλαξε η προσφυγιά στις ψυχές τους. Κι’ όταν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, γόνοι της δεύτερης και τρίτης γενιάς, γαλουχημένα κι’ αυτά στα νάματα της ποντιακής ιδέας, τους πρότειναν ένα ταξίδι-προσκύνημα στον γενέθλιο τόπο, δεν άντεχαν το ξαναζωντάνεμα της ολέθριας εμπειρίας, όπως μαρτυρεί ο ακόλουθος ποιητικός διάλογος:
Πατέρα, ας παίρω σε και παμ’ σον τόπον π’ εγεννέθες.
Να ελέπ’ ς τ’ οσπίτι σ΄, το κεπί σ’ και το χωρίον όλεν.
Να πάμε σα παρχάρια’σουν και σα πεγαδομάτια.
Να λέεις με π’ έπαιζες μικρός και που τρανός εγάπ’ νες.
Πουλόπο μ’, δέβα μοναχός κι εμέναν ξάϊ μη λέεις α’.
Η κάρδια μ’ άλλο κι κρατεί τ’ εμόν να ελέπω ξένον.
Η εκκλησία μ’ έν αλών, αχούριν το σχολείο μ’,
έρ’ μα τ’ οσπίτια ελέπ’ ατα, σα βρούλας φουντωμένα.
Μονάχον σα ταφία ’μουν φυτρών’ νε μανουσάκια,
ατού να πας αντίς εμέν ν’ αφτήντ’ς έναν κερόπον.
Στους παραπάνω στίχους περιγράφεται η αβάσταχτη οδύνη του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.
Η ίδια οδύνη που αποτυπώνεται στον παρακάτω ζωγραφικό πίνακα, με τίτλο «Η βοή των τάφων», τον τελευταίο που φιλοτέχνησε με τον χρωστήρα της η αείμνηστη Άννα Φαχαντίδου, διακεκριμένη επιστήμονας, με πολύ μεγάλη προσφορά στα γράμματα, στις τέχνες και, εν γένει, στην κοινωνία της πόλης μας και εκλεκτό μέλος της Ποντιακής οικογένειας.
«Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθά σου, ώ πάτριος Ποντία γή».