Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Ο Ελληνισμός του Πόντου - Από την «Έξοδο» στην εγκατάσταση

Ο Ελληνισμός του Πόντου - Από την «Έξοδο» στην εγκατάσταση
Ο Ελληνισμός του Πόντου - Από την «Έξοδο» στην εγκατάσταση

Μια σύντομη ματιά στην ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, από την ίδρυσή του στους αρχαίους χρόνους μέχρι τον ξεριζωμό του και την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία.

από τον Επ. Καθηγητή Έδρας Ποντιακών Σπουδών ΑΠΘ
Κυριάκο Χατζηκυριακίδη

Η Μεγάλη Ιδέα, που γεννήθηκε και κυριάρχησε στην εξωτερική πολιτική του νεαρού ελληνικού κράτους ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, έληξε, ως γνωστόν, άδοξα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, συνεπεία του Εθνικού Διχασμού, των στρατηγικών λαθών και της ανάδυσης του τουρκικού εθνικισμού, με την εφαρμογή του οργανωμένου από τους Νεότουρκους –στη συνέχεια από τον Μουσταφά Κεμάλ– σχεδίου γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1914-1922). Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας είχε ως τραγικό απολογισμό τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής, μεταξύ αυτών και των Ελλήνων του Πόντου και του Καυκάσου. Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι η παρουσία των τελευταίων στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας ανάγεται περίπου στους 8ο και 7ο π.Χ. αιώνες, ως αποτέλεσμα του Β΄ Ελληνικού Αποικισμού κυρίως από τους Ίωνες, με κίνητρα: την ανάγκη για περισσότερη καλλιεργήσιμη γη, την πληθυσμιακή έκρηξη που γέννησε την ανάγκη για περισσότερο χώρο, την αναζήτηση πρώτων υλών και κυρίως μετάλλων (σίδηρο και χαλκό) για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, τη γνώση των θαλάσσιων περασμάτων για τη διεύρυνση μεγάλων εμπορικών οδών κ.ά. Ορισμένες από αυτές τις αποικίες εξελίχθηκαν με το πέρασμα των αιώνων σε ακμαία κέντρα, στα οποία οι Έλληνες ανέπτυξαν σχέσεις με τους σύνοικους χριστιανικούς και μη λαούς, με τους οποίους μοιράζονταν τον ίδιο τόπο άλλοτε αρμονικά και άλλοτε όχι (λ.χ. οι σχέσεις με τους μουσουλμάνους διαταράσσονταν όχι μόνο στη διάρκεια, αλλά και μετά από κάθε ρωσοτουρκικό πόλεμο).

Και όμως, μετά από περισσότερο από δυόμισι χιλιετηρίδες, οι Έλληνες του ιστορικού Πόντου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν για πάντα τις πανάρχαιες εστίες τους και να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς.

«Θλιβερά ναυάγια της πανελλήνιας συμφοράς» όπως περιγράφει σε άρθρο του ο Αντώνιος Τερζόπουλος, είτε βίαια ξεριζωμένοι είτε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τους τόπους τους, μετά τη σύναψη της ελληνοτουρκικής συνθήκης ανταλλαγής πληθυσμών το 1923, οι Έλληνες της Ανατολής αναζήτησαν καταφύγιο στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα: όπως λ.χ. στο Κιλκίς, στη Δράμα, στην Πιερία, στην Κοζάνη, στην Ημαθία, καθώς και σε περιοχές της Θράκης (ακόμα και σήμερα στους νομούς αυτούς υπάρχουν πολλοί ποντιακοί οικισμοί που διατηρούν αναλλοίωτη τη λαογραφική και πολιτισμική παράδοσή τους).

Οι πρόσφυγες έφτασαν, ωστόσο, το 1922 σε μια χώρα καθημαγμένη, οι πλείστοι με τα καράβια της σωτηρίας, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν την απολύμανση σε λοιμοκαθαρτήρια (απολυμαντήρια) και την καραντίνα σε καταυλισμούς (στο Καραμπουρνάκι της Καλαμαριάς, στη Μακρόνησο και αλλού).

Το έργο της αποκατάστασης των προσφυγικών κυμάτων ανέλαβε αρχικά το ίδιο το κράτος, αλλά πολύ γρήγορα η Κοινωνία των Εθνών συνέστησε την περίφημη Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) που, υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κλήθηκε να πραγματοποιήσει μέσα στο σύντομο διάστημα της λειτουργίας της (από τον Δεκέμβριο του 1923 μέχρι τον Ιανουάριο του 1931) ένα αντιστρόφως ανάλογο έργο, μια εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια, η οποία, παρά τα προσκόμματα και τις αδυναμίες, αναγνωρίστηκε από το σύνολο των προσφύγων. Από το αρχικό σοκ πρόσφυγες και ελληνικό κράτος έπρεπε όλοι να περάσουν στην πράξη, στη με κάθε τρόπο αγροτική και αστική αποκατάσταση περίπου 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων. Στα αξεπέραστα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας έχει αποτυπωθεί με γλαφυρότητα και ρεαλισμό αυτή η άνευ προηγουμένου περιπέτεια του προσφυγικού Ελληνισμού. Γράφει η βραβευμένη συγγραφέας Ιφιγένεια Χρυσοχόου: «...εγκαταστάθηκαν στα βαλτονέρια, στην ξερολιθιά, στο αλμυρό υπέδαφος, όπου τους δόθηκε κλήρος. Και αρχίζουν τον πόλεμο με τη γη και με όλα τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης: τις αναβροχιές, τις πλημμύρες, το χαλάζι. Παλεύουν με τις παγωνιές του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού. Όμως δεν βαρυγκομούν, καθώς μία είναι η λαχτάρα τους: να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα καμαρώσουν παλικάρια και κοπέλες με δικά τους σπιτικά και δική τους οικογένεια. Γι’ αυτό και δούλεψαν μερόνυχτα. Τα ροζιασμένα τους χέρια διοχέτευσαν στη γη, μαζί με τον σπόρο και το φυτό, την ουσία της ψυχής τους. Το άγονο χώμα μεταμορφώθηκε σε αφράτη και γόνιμη γη. Πράσινη ευλογία όλες οι εκτάσεις με αμέτρητα καρποφόρα δέντρα, περιβόλια και πολλά γεννήματα...». Με άλλα λόγια έφεραν την εύφορη πατρίδα τους στη νέα τους γη, συνεχίζοντας την τραχιά ζωή που έκαναν στις πατρογονικές τους γαίες σε ένα ολότελα καινούργιο έδαφος.

Το ίδιο και στις πόλεις. Ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου σημειώνει σχετικά: «Οι συνοικισμοί αποτελούσαν ουσιαστικά τα γκέτο των προσφύγων, στημένα επιδέξια, και εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον δινόταν η εντύπωση πως όποιος έμπλεκε εκεί Θεού πρόσωπο δεν επρόκειτο να δει με ευκολία. Τώρα, βέβαια, όλοι ζηλεύουν... Όμως τότε κανένας σχεδόν δεν φανταζόταν αυτή την εξέλιξη...». Έτσι σταδιακά δημιουργήθηκαν οι προσφυγικές εγκαταστάσεις. Μικροί και μεγάλοι οικισμοί σε όλη την περιφέρεια, κυρίως όμως στη Βόρεια Ελλάδα, οικισμοί που κάποτε μάλιστα βαπτίστηκαν και με το όνομα του γενέθλιου τόπου με τη λέξη «Νέος/Νέα» μπροστά, όπως: η Νέα Σάντα, η Νέα Αμισός, η Νέα Τραπεζούντα κ.ά. Άλλοτε, πάλι, συνοικισμοί μέσα στον πολεοδομικό ιστό των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Καλαμαριά, η Πολίχνη, ο Εύοσμος στη Θεσσαλονίκη, η Καλλιθέα και η Αργυρούπολη, τα Σούρμενα (Άνω Ελληνικό και Άνω Γλυφάδα) στην Αθήνα κ.λπ.

Αυτό το «νέο αίμα», το «θαυμάσιο ανθρώπινο υλικό», «η ευλογία για την Ελλάδα», όπως χαρακτηρίστηκε ο προσφυγικός Ελληνισμός από τον Βενιζέλο, έμελλε να αποτελέσει τη στέρεα βάση για την ανάπτυξη του ελληνικού κράτους λίγα μόλις χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.Όσο και αν ήταν οδυνηρή η εμπειρία για τους πρόσφυγες, δεδομένης μάλιστα και της εχθρότητας των γηγενών (ανθρώπων επίσης ταλαιπωρημένων από τις πολεμικές αναμετρήσεις και την οικονομική ανέχεια της δεκαετούς δοκιμασίας της χώρας στην περίοδο 1912-1922), η άφιξη των «τουρκόσπορων», όπως απαξιωτικά αποκαλούνταν οι πρόσφυγες, αποδείχθηκε ωστόσο ευεργετική για το ελληνικό κράτος στην οικονομία, στην κοινωνία, στην παιδεία και στη διανόηση στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Αναμφίβολα, οι πληγές στις σχέσεις γηγενών και προσφύγων άργησαν αρκετά να επουλωθούν, ιδιαίτερα σε περιοχές ευαίσθητες, όπου τα προβλήματα ήταν οξύτερα. Η σταδιακή όμως αρμονική συμβίωση επιτεύχθηκε στις περισσότερες των περιπτώσεων, έστω και αν ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας οι μνήμες δεν έχουν σβήσει ολότελα. Η συνεργασία στην οικονομία, οι μεικτοί γάμοι και τα σχολεία ήταν ασφαλώς ορισμένες από τις εκφάνσεις της ζωής στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου που συνέβαλαν τα μέγιστα στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Καταλύτης ασφαλώς υπήρξαν ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή, που κατά κανόνα ένωσαν τον Ελληνισμό ενάντια στον κοινό εχθρό. Ο συντάκτης του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας και καθηγητής Λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος περιέγραψε με έντονη συναισθηματική φόρτιση στα «Χρονικά του Πόντου» την προσωπική του εμπειρία στον προσφυγικό οικισμό Αγραπιδιές Φλώρινας, επιστρέφοντας από την Αλβανία: «...Οι άνθρωποι αυτοί στάθηκαν πραγματικοί Ακρίτες, ηρωικά θύματα κι αντάρτες εκδικητικοί στα βουνά της Μακεδονίας. Τότε στον τραγικό μας γυρισμό, πρώτοι αυτοί μας άνοιξαν την αγκαλιά και στάθηκαν για μας πατρίδα και γονιοί, μας έδωσαν κουράγιο ν’ αντικρίσουμε τη νέα μας ζωή. Κι ύστερα πήραν τα βουνά και χτύπησαν όπου μπόρεσαν τον καταχτητή. Και μόνο για τούτο τους το φέρσιμο αξίζει να βλέπουμε τους πρόσφυγες με θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη, να τους κοιτάζουμε μ’ αγάπη και στοργή, σαν αδελφούς, να το ’χουμε χαρά πως ζουν ανάμεσά μας».

Από τη δεκαετία του 1950, η αστυφιλία και ο επακόλουθος εξαστισμός άλλαξαν αναμφισβήτητα την εικόνα των προσφυγικών (συν)οικισμών εντός και εκτός αστικών κέντρων. Οι πρόσφυγες όμως, ιδιαίτερα μάλιστα οι ποντιακής καταγωγής, όχι μόνο της πρώτης γενιάς, αλλά και των γενεών που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα, διατήρησαν και διατηρούν, κυρίως μέσα από τις συσσωματώσεις τους, στοιχεία του πολιτισμού της λεγόμενης «ιστορικής πατρίδας», αγωνιζόμενοι ενάντια στον «πανδαμάτορα χρόνο» και στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση.