Μνημόσυνο για τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Σιδηρουργόπουλο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα στον Πόντο |
Σε κλίμα κατάνυξης, με αφορμή την εορτή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τελέστηκε τη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου ιερό μνημόσυνο του Μακαριστού Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Σιδηρουργόπουλου στον Ιερό Ενοριακό Ναό Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης Λεκάνης Καβάλας, ο οποίος υπήρξε Καθηγούμενος της πάλαι πότε διαλαμψάσης Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα του Πόντου.
Αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία και την τελεσθείσα ακολουθία του μνημοσύνου, εψάλη τρισάγιο στον ανδριάντα εντός του προαυλίου χώρου του Ιερού Ναού.
Λίγα λόγια για τον Μακαριστό Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Σιδηρουργόπουλο…
Γεννήθηκε το 1885 στο χωριό Λειβάδια της Γαλλίανας του Πόντου. Οι δάσκαλοι της γενέτειράς του, Κωνσταντίνος Δοξόπουλος και Βασίλειος Σπινθηρόπουλος, θέλοντας να ικανοποιήσουν την αγάπη για τα γράμματα του μαθητού τους Γρηγορίου, τον έστειλαν στην ακτινοβολούσα Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, για συνέχιση των σπουδών του.
Την εποχή εκείνη, ηγούμενος της Μονής ήταν ο συγχωριανός του Γρηγόριος Παντελίδης, τον οποίον θαύμαζε ο μικρός τότε Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος. Εκεί διδάχθηκε τα πρώτα ιερά γράμματα. Το ηγουμενικό συμβούλιο, ομόθυμα αποφάσισε την αποστολή του στο περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα.
Μ’ άριστα αποφοίτησε, στη συνέχεια και από την Ιερατική Σχολή Καισαρείας – Καππαδοκίας. Επανελθών στη Μονή Περιστερεώτα χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος, έπειτα ιερομόναχος και τέλος αρχιμανδρίτης.
Μοναχός, ηλικίας μόλις 19 χρόνων, το 1904, όταν πυρκαγιά προκάλεσε σοβαρές ζημίες στη Μονή, στάλθηκε στη Ρωσία, όπου περιόδευσε τις περιοχές του Βατούμ και του Σοχούμ και συγκέντρωσε σεβαστό χρηματικό ποσό, το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της Μονής.
Η επιτυχία της αποστολής του αυτής φανέρωσε τα χαρίσματα της προσωπικότητάς του ν’ αναλαμβάνει δύσκολες αποστολές, να έρχεται σε ψυχική και πνευματική επαφή, όχι μόνο με τους διαμένοντες στη Γεωργία και τη Ρωσία ομογενείς, αλλά και με τους ίδιους τους κατοίκους των χωρών αυτών.
Έτσι, η Μονή του ανέθεσε αλλεπάλληλα παρόμοια ταξίδια, όπως:
– Το 1908, περιόδευσε πόλεις του Πόντου και της Καππαδοκίας και συγκέντρωσε 180 χρυσές λίρες και πολλά αφιερώματα. Το 1909, μετέβη πάλι στη Ρωσία, όπου, από έρανο, συγκέντρωσε το ποσό των 3.500 χρυσών φράγκων.
– Το 1913, νέα αποστολή του στη Γεωργία και Ρωσία, όχι μόνο για έρανο, αλλά και για θρησκευτικά καθήκοντα σε εκκλησιές μικρών απομονωμένων χωριών. Η ακτινοβολία της Μονής σ’ όλη την Ανατολή και κυρίως στη Γεωργία και Ρωσία ήταν πολύ μεγάλη. Δείγμα αυτής, αποτελεί και η αίτηση των κατοίκων του Ρεστίου Ρωσίας προς την Μονή Περιστερεώτα ν’ αποσταλεί ένας ιερομόναχος και ν’ αναλάβει προϊστάμενος της εκκλησίας της κοινότητας αυτής. Εκεί απεστάλη ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος και υπηρέτησε την εκκλησία επί διετία (1914 – 1915).
– Το 1917, νέα αποστολή του προς περιοχές Κουπάν, Σοχούμ και Κριμαίας απέφερε το ποσό των 13.500 ρουβλίων, το οποίον απέστειλε μέσω τραπέζης στη Μονή, και ο ίδιος μέσω Ρουμανίας και Σερβίας έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή των άγριων διωγμών των Ελλήνων της Ανατολής και πολλά από τα συγκεντρούμενα ποσά αποστέλλονταν προς τη Μητρόπολη Τραπεζούντας και προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις ανάγκες προσφύγων και ορφανών.
Ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος, στη Θεσσαλονίκη, θέλησε αρχικά ν’ αρχίσει σπουδές στο πανεπιστήμιο στο τμήμα Θεολογίας ή Φιλοσοφίας, όμως τα θλιβερά νέα που κατέφθαναν από την Ανατολή και το αίσθημα καθήκοντος τον ώθησαν να επιστρέψει πάλι στη Μονή Περιστερεώτα, ακολουθώντας πορεία μέσω Ρουμανίας, Κριμαίας, Ρωσίας, Γεωργίας.
Δυστυχώς, η επικράτηση των Μπολσεβίκων και η απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τον Πόντο, οι οποίες δυνάμεις αποσυρόμενες δε δίστασαν να προκαλέσουν σοβαρές καταστροφές σε Τούρκους και Έλληνες, κυρίως κατά μήκος των αξόνων υποχώρησης τους, δημιούργησε μια νέα ζοφερή κατάσταση για τους Έλληνες.
Ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος, άφοβος και δυναμικός καθώς ήταν, αποφάσισε να μεταβεί στις περιοχές της Γεωργίας και της Νότιας Ρωσίας όπου είχαν συσσωρευτεί κύματα δυστυχών Ελλήνων προσφύγων προκειμένου να τους συμπαρασταθεί με όποιον τρόπο μπορούσε.
Ήταν μια περίοδος εσωτερικών αναταραχών, ανασφάλειας κι εμφύλιων συγκρούσεων μεταξύ Μπολσεβίκων και στρατευμάτων πιστών ακόμα στο τσαρικό καθεστώς. Ριψοκίνδυνος ο Γρηγόριος, ταξίδευε σε όλα τα μέρη όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες προκειμένου να τους ενθαρρύνει. Δε δίστασε μάλιστα να χαρακτηρίζει τους Μπολσεβίκους ως αντίχριστους και να προκαλεί την εχθρότητα τους. Τελικά συνελήφθηκε και κλείστηκε στις φυλακές της πόλης Τσαρίτσιν (μετέπειτα Στάλιγκραντ, και τώρα Βόλκογκραντ).
Στις φυλακές ο Γρηγόριος υπέστη αφάνταστα βασανιστήρια γιατί πρωί και βράδυ ξεσήκωνε τους φυλακισμένους με δυνατές ψαλμωδίες, προσευχές, στο προαύλιο δε των φυλακών διεκήρυττε το λόγο του Θεού και εξαπόλυε δριμύ κατηγορώ κατά του μπολσεβικισμού. Οι συχνές απομονώσεις, και τ’ απάνθρωπα βασανιστήρια κλόνισαν σε κάποιο βαθμό τα νεύρα του. Οι Μπολσεβίκοι για ν’ απαλλαγούν από τον ανατρεπτικό του λόγο, μετά από έξι μήνες, τον αποφυλάκισαν.
Μετά από ταλαιπωρία τριών μηνών, έφτασε και πάλι στη Μονή Περιστερεώτα στις αρχές του 1919. Η εμπειρία του από τον αθεϊσμό των Μπολσεβίκων δεν τον αποθάρρυνε. Ως νέος μάρτυρας ιεραπόστολος πίστευε ακόμη ότι σύντομα θα θριάμβευε ο λόγος του Χριστού. Το Μάιο του 1919 πήγε στο Βατούμ, όπου ήδη επιβλήθηκε ο μπολσεβικισμός και κήρυττε το Ευαγγέλιο στους εναπομείναντες Έλληνες.
Ο κλοιός της αθεΐας και των διωγμών δεν άφηνε περιθώρια ελπίδας και αλλαγών. Το Μάρτιο του 1920 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου του ανατέθηκαν από το Πατριαρχείο καθήκοντα δασκάλου σ’ ένα σχολείο.
Όμως δεν έμελλε να μείνει κι εκεί πολύ χρόνο. Τα κεμαλικά στρατεύματα και τα άγρια στίφη των Τσετέδων, από τον Ιούνιο του 1920, εφάρμοσαν το σχέδιο γενοκτονίας των ελληνικών πληθυσμών σ’ όλη την Ανατολή, όπου δεν είχε φτάσει ο Ελληνικός Στρατός.
Για τον Γρηγόριο σήμανε η στιγμή της υπέρτατης εθνικής προσφοράς. Από Κωνσταντινούπολη, μέσω Αθηνών, πήγε στη Σμύρνη και αμέσως έφτασε στην πρώτη γραμμή. Ριψοκίνδυνος, με το σταυρό στο χέρι και τα ράσα του ν’ ανεμίζουν στον αέρα, έτρεχε ανάμεσα στους μαχητές ευζώνους του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων της πρώτης γραμμής, που ενεργούσαν κοντά του εχθρού πάνω στο γυμνό ύψωμα του Μανγκάλ Νταγ.
Εκεί στο πεδίο της μάχης αντίκρισε και τον άλλοτε συγκρατούμενο του στις φυλακές του Τσαρίτσιν, το Μιλτιάδη Παυλίδη, ο οποίος βρισκόταν εκεί για να διαπιστώσει τους προσφερότερους τρόπους στρατιωτικής βοήθειας σε υλικά, τα οποία θα πλήρωνε ο μεγαλέμπορος Μπαζίλ Ζαχάρωφ.
Εκεί τραυματίστηκε και ο Παυλίδης, γεγονός που συγκλόνισε το γέροντα Γρηγόριο. Η, παρά τις θυσίες και τις νίκες, σύμπτυξη των Ελληνικών Δυνάμεων από το μέτωπο της Άγκυρας, και ο, ακόμη τραγικότερος, ξεριζωμός των Ελλήνων επηρέασαν σοβαρά τον ψυχικό κόσμο του γέροντα.
Η ψυχική του υγεία χειροτέρευε με το χρόνο, όμως παρά ταύτα από το 1923 έως το 1926 εκτελούσε καθήκοντα δασκάλου στο χωριό Πελαγία. Από το 1926 έως το 1941 δίδασκε στο δημοτικό σχολείο της Λεκάνης Καβάλας.
Οι μαθητές του θυμούνται τον πολυμαθή δάσκαλο, ο οποίος συχνά, κατά τις ώρες διδασκαλίας, κλεινόταν στον εαυτό του, ή σιγοψιθύριζε κατάρες, ή ξερίζωνε τις τρίχες από τα γένια του. Όμως γράμματα πολλά έμαθαν από αυτόν. Πολλοί διέπρεψαν στις ανώτατες επιστήμες.
Από το 1941 έως τα τέλη του 1944, λόγω βουλγαρικής κατοχής στη Λεκάνη Καβάλας, ο Γέροντας Γρηγόριος εξόριστος κατέφυγε στο χωριό Ροδοχώρι Ναούσης. Και στην περιοχή αυτή άσκησε τα καθήκοντα ιερέα και δασκάλου, ανάλογα με τις εντολές της Μητρόπολης Εδέσσης.
Από τα Χριστούγεννα του 1944 μέχρι το θάνατο του το 1955 επέστρεψε και έζησε και πάλι στη Λεκάνη Καβάλας. Κοιμήθηκε και τάφηκε σε ηλικία 70 ετών στην Λεκάνη Καβάλας, ενώ τα λείψανα του ιερού αυτού εθνομάρτυρα έχουν μεταφερθεί και φυλάσσονται στο οστεοφυλάκιο της νέας Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα στο Ροδοχώρι της Νάουσας.
Στον προαύλιο χώρο του Ι. Ναού στη Λεκάνη Καβάλας, έχει στηθεί ανδριάντας προς τιμήν του ηρωικού Αρχιμανδρίτη Γέροντος Γρηγορίου Σιδηρουργόπουλου για να θυμίζει όλη εκείνη την θλιβερή τραγωδία και την ιστορία του ξεριζωμού των Ελλήνων του Πόντου.
Αιωνία αυτού η Μνήμη.
Πηγή: Πρωινή