Κάθε χρόνο με αφορμή τις εκδηλώσεις μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, μου έρχεται στο νου μια διάσταση του θέματος που, δυστυχώς, λίγοι γνωρίζουν σήμερα στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί, όμως, άμεση συνέχεια της Γενοκτονίας των Ποντίων και, αναμφισβήτητα, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του Ελληνισμού.
Στα χρόνια πριν και κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλοί πρόσφυγες από τον Πόντο κατάφεραν να φτάσουν μέχρι την Ελλάδα, αλλά υπήρχαν κι άλλοι που κατέληξαν στα απέναντι παράλια της Μαύρης Θάλασσας, στη Ρωσία. Για τους πρώτους η Οδύσσεια είχε τελειώσει.
Όμως για τους δεύτερους, η Ιστορία δυστυχώς έχει δείξει ότι η επιλογή τους ήταν η πιο ατυχής, καθώς έκτοτε η κάθε γενιά τους ζούσε και έναν ξεριζωμό.
Στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και στα ακόμα πιο δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ολόκληρα έθνη στην Σοβιετική Ένωση είχαν χαρακτηριστεί ως «προδότες» και «αναξιόπιστοι» και είχαν υποστεί βάρβαρες μαζικές απελάσεις προς τη Σιβηρία και το Καζακστάν.
Συνολικά μέσα σε 20 χρόνια είχαν διεξαχθεί γύρω στις 130 επιχειρήσεις μαζικών απελάσεων. Αυτή τη μοίρα μοιράστηκαν πάνω από 50 λαοί και εθνικότητες, ιδιαίτερα δε αυτοί που κατάγονταν από το εξωτερικό ή/και είχαν ξένη υπηκοότητα. Ανάμεσά τους βέβαια και οι Έλληνες.
Οι μαζικοί διωγμοί των Ελλήνων άρχισαν το 1937 με το πρόσχημα ότι πρωταγωνιστούσαν σε αντικομμουνιστική δράση. Τότε έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και έκτοτε η ελληνική γλώσσα μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά μόνο προφορικά. Η «Ελληνική Επιχείρηση» της Εθνικής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων (που αργότερα εξελίχθηκε στη γνωστή KGB) της εποχής 1937-1938, ήταν η πιο αιματηρή απ’ όλες τις εθνικές επιχειρήσεις.
Περισσότεροι από 22.000 άντρες ελληνικής καταγωγής είχαν συλληφθεί, από αυτούς οι 20.000 εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και οι 2.500 επιζώντες βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικών έργων στη μακρινή και αφιλόξενη Σιβηρία.
Το 1942 ακολούθησαν οι μαζικές απελάσεις των Ελλήνων από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, της περιοχές της Ουκρανίας, της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου προς το Καζακστάν.
Οι Αρχές παρουσίασαν την επιχείρηση ως «μετεγκατάσταση του πληθυσμού σε ασφαλέστερο τόπο» ενόψει των επιτιθέμενων γερμανικών στρατευμάτων.
Σήμερα, μετά την άρση απορρήτου από τα αρχεία εκείνης της εποχής, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο Στάλιν φοβόταν ότι με τον ερχομό των Γερμανών οι Έλληνες θα εκδικηθούν για το αιματηρό 1937. Και όμως σήμερα οι ‘Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ με περηφάνια δηλώνουν πως όπως και η ιστορική τους Πατρίδα (η Ελλάδα), έτσι και αυτοί, μαζί με όλο τον υπόλοιπο σοβιετικό λαό, πολέμησαν τον εχθρό και δεν υπάρχει πουθενά ούτε μία αναφορά για κάποιον Έλληνα που υπηρέτησε το Βέρμαχτ και πολέμησε ενάντια στον Κόκκινο Στρατό.
Το επόμενο κύμα των απελάσεων έγινε το 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κριμαίας από τον Κόκκινο Στρατό. Τότε απελάθηκαν πάνω από 15.000 Έλληνες της Κριμαίας, πάλι χωρίς καμία ουσιαστική και βάσιμη κατηγορία.
Απόκομμα της λίστας των Ελλήνων προς απέλαση, από τα αρχεία των ειδικών υπηρεσιών |
Παρόλο που στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Κριμαία δρούσε η Νότια Ένωση Ανταρτών υπό την διοίκηση του Έλληνα Μ. Μακεδόνα, όλοι οι συγγενείς των Ελλήνων ανταρτών απελάθηκαν.
Το άλλο εξωφρενικό παράδειγμα του παραλόγου ήταν η υπόθεση του Κοσμά Τσέλιου από την Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Ο Κοσμάς Τσέλιος ήταν πατέρας πέντε παιδιών, η κόρη του εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, ενώ οι τέσσερεις γιοι του πολεμούσαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, δύο από αυτούς σκοτωθήκαν στις μάχες και ένας είχε τιμηθεί με τη μεγαλύτερη διάκριση ανδρείας: Ήρωας Σοβιετικής Ένωσης.
Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος ο Κοσμάς Τσέλιος είχε απελαθεί στη Σιβηρία πέρα από τα Ουράλια Όρη με την κατηγορία της «αρωγής στους Γερμανούς».
Η επιχείρηση της Κριμαίας του 1944 υπήρξε η πιο βάρβαρη. Διεξήχθη στις 4 το πρωί και μέσα σε 15 λεπτά συγκεντρώθηκαν και απελάθηκαν πάνω από 15.000 Έλληνες απ’ όλη την χερσόνησο της Κριμαίας, όπου ζούσαν από τον 6 αιώνα π.Χ.
Τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα εξωτερικά ζητήματα είχαν περάσει πλέον σε δεύτερο πλάνο, το Σταλινικό καθεστώς άρχισε την εφαρμογή της νέας «ελληνικής επιχείρησης», καθώς και πάλι οι Έλληνες είχαν χαρακτηριστεί ως «αναξιόπιστος λαός».
Έτσι το 1949, μέσα σε λίγες μόνο ημέρες, 37.500 χιλιάδες Έλληνες κυρίως από τη Γεωργία είχαν απελαθεί στο Καζακστάν με την λυτή και ανεκδιήγητη επίσημη κατηγορία: «ελληνική καταγωγή».
Ο κόσμος συγκεντρωνόταν μέσα στη νύχτα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς με περιθώριο μόλις 2 ωρών για τις ετοιμασίες. Σε κάποιες περιπτώσεις τους έλεγαν ότι θα τους μεταφέρουν στην Ελλάδα.
Οι άνθρωποι παρατούσαν τα σπίτια τους, τα ζώα, την όποια περιουσία, και με όσες χειραποσκευές μπορούσαν να πάρουν, έμπαιναν κατά 40 άτομα σε βαγόνια για μεταφορά των γελαδιών.
Το ταξίδι ως τους τόπους των εξορίσεων διαρκούσε από 2 βδομάδες μέχρι και δυόμιση μήνες, χωρίς τις βασικές υποδομές υγιεινής, χωρίς φαγητό και νερό, και την κόλαση που επικρατούσε στα αμαξώματα μπορεί να την καταλάβει μόνο αυτός που την έζησε.
Στους τόπους των εξορίσεων οι Έλληνες (όπως και πολλοί άλλοι λαοί) πληροφορήθηκαν ότι μεταφέρθηκαν εδώ για μόνιμη εγκατάσταση, χωρίς το δικαίωμα επιστροφής.
Δεν επιτρεπόταν να απομακρύνονται από τον τόπο και υποχρεώνονταν κάθε μήνα να δηλώνουν παρόν στο τοπικό Τμήμα Ασφαλείας.
Η μη συμμόρφωση με τα παραπάνω τιμωρείτο με 20 χρόνια καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία.
Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν μέχρι το 1956, όταν από τους λαούς που είχαν υποστεί διωγμούς και απελάσεις αφαιρέθηκε επιτέλους η ταμπέλα των «αναξιόπιστων» και «προδοτών».
Όμως ο δρόμος της επιστροφής στα πάτρια εδάφη παρέμεινε κλειστός, δεν επιτρέπονταν η μετεγκατάσταση στις περισσότερες παράκτιες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας. Βέβαια οι περισσότεροι δεν είχαν πλέον και τη δυνατότητα να επιστρέψουν καθώς στα σπίτια τους εδώ και χρόνια κατοικούσαν άλλοι.
Την εποχή 1990-2010 στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης γινόταν μεγάλη προσπάθεια από διάφορες αρχές και οργανώσεις στην κατεύθυνση της άρσης του απορρήτου και μελέτης των μυστικών αρχείων εκείνης της εποχής, με σκοπό να βρεθούν, έστω και μετά από 60 χρόνια, οι δεκάδες χιλιάδες αγνοούμενοι Έλληνες, θύματα των μαζικών διωγμών και απελάσεων της εποχής 1930-1950, καθώς και της αποποινικοποίησης και κοινωνικής αποκατάστασής τους.
Στη σημερινή Ρωσία του «πουτινισμού», της επιστροφής στο παρελθόν και του Σιδηρού Παραπετάσματος να κλείνει και πάλι, οι περισσότερες από αυτές τις ακτιβιστικές οργανώσεις έχουν τεθεί στο περιθώριο ή και έχουν απαγορευτεί, ωστόσο ευτυχώς πολλά είχαν προλάβει να δουν το φως της δημοσιότητας.
Το σπουδαιότερο έργο στην κατεύθυνση αυτής της έρευνας ήταν τo «Ελληνικό Μαρτυρολόγιο» (www.greek-martirolog.ru) του ερευνητή Ιβάν Τζουχά, ακαδημαϊκού ελληνικής καταγωγής, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2004-2010 υπό την αιγίδα της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Ρωσίας και του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού.
Ο σκοπός του έργου ήταν η νομική, ηθική και κοινωνική αποκατάσταση του ελληνικού λαού της πρώην ΕΣΣΔ, που είχε υποφέρει από τις σταλινικές καταπιέσεις και διωγμούς την εποχή 1930-1950.
Ο βασικός στόχος ήταν η έκδοση σειράς βιβλίων και δημιουργία ταινίας για το θέμα. Τελικά, έχουν εκδοθεί επτά βιβλία και έμειναν στη μέση άλλα τόσα.
Ο τηλεοπτικός σταθμός «Mega» είχε γυρίσει ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία του Τάσου Τέλογλου, βασισμένο σε ένα από τα βιβλία.
Ο Ιβάν Τζουχά είχε τιμηθεί για το έργο του με το χρυσό μετάλλιο «Για τη συνεισφορά στην διάδοση του Ελληνισμού» από τον τότε Νομάρχη Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Ψωμιάδη.
Το «Ελληνικό Μαρτυρολόγιο» του Ιβάν Τζουχά και τα βιβλία του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, υπό την αιγίδα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος και άλλων φορέων.
Σήμερα παραμένουμε βαθιά πεπεισμένοι πως το θέμα των διωγμών των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί για όλους τους Έλληνες ένα σημαντικό κεφάλαιο της κοινής μας ιστορίας.
Σήμερα ο ελληνισμός της πρώην ΕΣΣΔ, παρά τις όποιες θυσίες και προβλήματά του, συνεχίζει να τιμάει τις «επετείους» από τις μαζικές εκτελέσεις του 1938, τις απελάσεις της Κριμαίας του 1944 και από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας το 1949. Τις τιμάει χωρίς κακόβουλες επικρίσεις και χωρίς εκδικητικές προθέσεις.
Αλλά δεν θα ξεχάσει ποτέ την Οδύσσειά του.
* Ο Γρηγόρης Σεμπελίδης είναι γραμματέας της Αυστραλιανής Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων και μέλος του ΔΣ της Ποντιακής Κοινότητας Μελβούρνης.
Πηγή: Νέος Κόσμος