Δικαίωση των χιλιάδων αθώων θυμάτων |
του Κυριάκου Χατζηκυριακίδη
Το έτος 1908 το επιτυχημένο στρατιωτικό κίνημα των Νεοτούρκων σήμανε την αρχή του τέλους του Ελληνισμού της καθ" ημάς Ανατολής και όλων των υπόλοιπων χριστιανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καθώς το φιλελεύθερο κομμάτι του Νεοτουρκικού Κομιτάτου «Ενωση και Πρόοδος» αποδυναμώθηκε πολύ γρήγορα και τον κυρίαρχο ρόλο είχαν πια οι απόψεις των ακραίων εθνικιστών, οι αρχικές και πολλά υποσχόμενες διακηρύξεις περί ισονομίας και ελευθερίας αντικαταστάθηκαν από το σύνθημα «Η Τουρκία στους Τούρκους».
Μετά το 1913, Νεότουρκοι, έχοντας στο πλευρό τους την ανερχόμενη τότε αυτοκρατορική Γερμανία, έθεσαν σε πλήρη εφαρμογή το οργανωμένο σχέδιο ομογενοποίησης της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σύστασης τουρκικού εθνικού κράτους, τόσο με την αφομοίωση των μουσουλμανικών μη τουρκικών πληθυσμών όσο και με την, με κάθε τρόπο, αποδυνάμωση και εκδίωξη από τα εδάφη της Μικράς Ασίας και, βέβαια, με τη φυσική εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών. Θρησκευτική (Ισλάμ) και πολιτική ιδεολογία (τουρκισμός) δημιούργησαν το αφήγημα του «εσωτερικού εχθρού», που δεν ήταν άλλος από τους χριστιανούς, οι οποίοι με την «προδοτική συμπεριφορά τους επιδίωκαν τον διαμελισμό της Αυτοκρατορίας συνωμοτώντας με τις χριστιανικές Μεγάλες Δυνάμεις».
H έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για την υλοποίηση του νεοτουρκικού σχεδίου. Οι εμπνευστές του εφήρμοσαν, αρχικά τουλάχιστον, διαφορετική τακτική ως προς την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών (αφανισμός ανθρώπων στις εξορίες από το 1916 και εξής), σε σχέση με το αντίστοιχο απροκάλυπτο αιματοκύλισμα των Αρμενίων, λόγω της ύπαρξης του ελληνικού κράτους και του φόβου περαιτέρω επέμβασης των συμμαχικών δυνάμεων.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο για τον Ελληνισμό του Πόντου μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τον ανατολικό Πόντο. Ο οθωμανικός στρατός με προπομπούς πάντοτε τους τσέτες, όπως λ.χ. τον διαβόητο Τοπάλ Οσμάν, και τους μουσουλμάνους της κάθε περιοχής, προχωρούσαν σε εκτεταμένες λεηλασίες των ελληνικών περιουσιών, βιαιοπραγίες, δολοφονίες, ληστείες και καταστροφές. Σε κάποιες περιπτώσεις οι Ελληνες κατάφεραν να προβάλουν αξιόλογη αντίσταση, είτε με τα γενναία σώματα των ανταρτών είτε με οργάνωση αυτοάμυνας∙ συγκρούστηκαν με τους τσέτες στην Αμισό, την Πάφρα, τη Σάντα, το Ακ Νταγ Μαντέν, το Κιουμούς Μαντέν και αλλού, αποτρέποντας τις καταστροφές που γνώρισαν άλλες περιοχές.
Η αδράνεια ή/και η ένοχη σιωπή των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες για την εξυπηρέτηση των γεωοικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων τους δεν δίστασαν όχι μόνο να αγνοήσουν την τύχη των διωκόμενων χριστιανών αλλά και να συνεργαστούν με τον Μουσταφά Κεμάλ, επέτρεψαν στον τούρκο ηγέτη να υλοποιήσει την τελευταία, βιαιότερη, καθώς και πιο καθοριστική φάση της γενοκτόνου τουρκικής πολιτικής, από το 1919 μέχρι το 1922. Η αναγνώριση της ελληνικής γενοκτονίας θα ήταν πρωτίστως μια δικαίωση των χιλιάδων αθώων θυμάτων που βίωσαν τη φρίκη ενός καλά ενορχηστρωμένου σχεδίου εξόντωσης. Θα αποτελούσε όμως και μια επούλωση του διαγενεακού τραύματος, της «ανοιχτής πληγής» όλων των απογόνων Ελλήνων της Ανατολής (εν προκειμένω του Πόντου).
Τέλος, για τη διεθνή κοινότητα η αναγνώριση κάθε γενοκτονίας είναι αφενός μία ακόμα νίκη των θεμελιωδών ανθρώπινων αξιών και των αρχών της ειρήνης, της δημοκρατίας, της αγάπης και της αλληλεγγύης, και αφετέρου μία ακόμα αφύπνιση και εγρήγορση για την αποφυγή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον.
Ο Κυριάκος Χατζηκυριακίδης είναι επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ
Πηγή: Τα Νέα