Γράφει ο Γιάννης Τσανασίδης *
Ο Γιώργος Τσαρτιλίδης ή κατά κόσμον Τσάρτιλος γεννήθηκε το 1939 στους Γεωργιανούς Βεροίας και ήταν το τρίτο από τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας. Οι γονείς του Ηλίας Τσαρτιλίδης και Άννα Αδαμίδου κατάγονταν από την Κρώμνη και το Χανάκ του Καρς αντίστοιχα και το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στο νέο αυτόν τόπο που τους φιλοξένησε για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο παππούς του Συμεών Αδαμίδης σύμφωνα με τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων έπαιζε πολύ καλή λύρα, αλλά ο Τσάρτιλος δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει καθώς πέθανε νωρίς στο αντάρτικο. Το 1950 ξεκίνησε μόνος του να ασχολείται με τη λύρα ακούγοντας κυρίως τον Μάντη Σαββίδη από τη Ραχιά και τους Μάκο Τσαχουρίδη και Πέτρο Αμοιρίδη από την Μικρή Σάντα. Συγκεκριμένα επισημαίνει ο ίδιος, «Είμαι αυτοδίδακτος στη λύρα. Το σόι της μητέρας μου ήταν όλοι μουσικοί. Ο παππούς μου έπαιζε βιολί και ο θείος μου Μαντολίνο. Έτσι έμαθα κι εγώ, το είχα στο αίμα μου, αλλά ήταν και το μεράκι μου».
Εμέν Κρoμέτε λέγ’νε με
Eγώ Κρoμέτες είμαι
Με τα κορτσόπα λάσκουμαι
Με τα νυφόπα κείμαι
Στην ηλικία των δώδεκα ξεκίνησε κιόλας να παίζει στις πρώτες παρέες στο χωριό μαζί με τους μεγαλύτερους σε ηλικία μερακλήδες του χωριού, Λεωνίδα και Στυλιανό Αδαμίδη και Χαράλαμπο Γάπα. Ο συγχωριανός και συνομήλικος του Αρχιμήδης Γεωργιάδης είναι επίσης λυράρης και υπήρξε πολύ καλός φίλος του Τσάρτιλου. Αναφέρει ότι «Οι καλύτερες παρέες που έκανα ήταν στον Τριπόταμο και την Καστανιά∙ τα πιο ωραία γλέντια της ζωής μου. Ωραιότατοι, ευχάριστοι και γλεντζέδες άνθρωποι. Δεν ήμουν άρτιος λυράρης για να μπορέσω να βγάλω ένα γάμο, αν και πήγα σε κάποιους. Ήμουν άνθρωπος της παρέας, έδινα και την ψυχή μου».
Ση μοναστηρί’ τ’ ελάτι͜α
Σην ισ̌κιάν αφκά κοιμάσαι
Τ’ εγκαλιόπο σ’ ανοιχτόν αφ’ς
Ας σ’ εμέν ξάι μη φοάσαι
Το 1973 παντρεύτηκε την Γεωργία Φασίδου και απέκτησαν τρία παιδιά. Από το 1998 και μέχρι το 2020 λειτουργούσαν ένα καφενείο-ουζερί στους Γεωργιανούς. Το μαγαζί ήταν σταθμός για όλους τους μερακλήδες απανταχού της Ελλάδος, αλλά και πλήθος του ποντιακού καλλιτεχνικού χώρου πέρασε κατά καιρούς από εκεί. Ενδεικτικά αναφέρει τους Χρύσανθο Θεοδωρίδη, Κωστίκα Τσακαλίδη, Κώστα Πετρίδη, Αχιλλέα Βασιλειάδη και Αλέξη Παρχαρίδη, οι οποίοι πολλές φορές τον επισκέφτηκαν και γλέντησαν μαζί του. Υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Γώγου Πετρίδη, το οποίο και άκουσε ζωντανά να παίζει σε ένα γλέντι στη Βέροια. Εκείνη τη μέρα είχε την τιμή να τραγουδήσει μαζί του. Επίσης, ιδιαίτερη μνεία κάνει για τον Αρχιμήδη Γεωργιάδη όσον αφορά το αξιόλογο και ακούραστο παίξιμο, αλλά και τον επαγγελματισμό του, καθώς και για τον Λευτέρη Κοκκινίδη, σπουδαίο και σοφό άνθρωπο για τη μουσική μας παράδοση.
Σα λιβάδι͜α αφκακαικά
Τρεχͮ’ τ’ αψύν το νερόπον
Εκεί οι Κρομέτ’ και οι Σαντέτ’
Γούρεψαν τραπεζόπον
Τρώγ’νε ψωμίν και βούτορον
Καϊμάκια και τσορτάνι͜α,
Σ’κούνταν γουρεύ’νε τον χορόν
Αφκακαικά σ’ ομάλι͜α
Και κρούνε τον ανέφορον
Σον Άεν Ζαχαρέαν
Ημ’σοί δι͜αβαίν’νε ας σην Κρομ’
Και ’ς ση Σαντάν μερέαν
Λιγομίλητος για τον εαυτό του αναφέρει πως δεν δέχτηκε παρ’ όλες τις προτάσεις που είχε να παίξει σε κάποιο μαγαζί, γιατί αρχικά δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του, αλλά κυρίως γιατί ήταν άνθρωπος της παρέας και του μουχαπέτ όπως προαναφέρθηκε. «Με αγαπούσε ο κόσμος. Δεν ένιωθα καλά όταν μου χάριζαν χρήματα. Ποτέ δεν τα κρατούσα, ή τα επέστρεφα και ξεκινούσαν οι καβγάδες, ή τα κερνούσα σε άλλες παρέες. Ένιωθα τύψεις όταν πήγαινα στο σπίτι και έβρισκα χρήματα μέσα στις τσέπες μου». Τέλος, όσον αφορά την κατάσταση της σημερινής ποντιακής μουσικής και τη συμβολή των νέων συμπληρώνει, «Οι παλιές παρέες ήταν πολύ καλές, αλλά οι νέοι θεωρώ πως είναι καλύτεροι από εμάς. Είμαι αισιόδοξος και ενθουσιασμένος για το μέλλον της ποντιακής παράδοσης και σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ποντιακοί σύλλογοι. Οι λυράρηδες σήμερα είναι ταλαντούχοι, ξέρουν περισσότερους σκοπούς και δεν ξεχνούν τις ρίζες μας. Είναι καλύτεροι και σαν χαρακτήρες, αλλά και ως προς το ήθος».
[Αποσπάσματα από προφορική και τηλεφωνική συνέντευξη του Γιώργου Τσαρτιλίδη, Γεωργιανοί Βέροιας 2-4-2018 και 9-12-2020]
* Ο Γιάννης Τσανασίδης είναι Λυράρης - Μουσικολόγος