Κ. Τασούλας: Κάθε Πόντιος, κάθε σύλλογος Ποντιακός σε όλη την Ελλάδα, είναι ένα μικρό Φροντιστήριο της Τραπεζούντας |
Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνου Τασούλα στην εκδήλωση για την ανακήρυξη της 21ης Σεπτεμβρίου ως Ημέρας Μνήμης αφιερωμένης στον Πόντιο εκδότη και δημοσιογράφο Νίκο Καπετανίδη.
Κυρίες και κύριοι, η σημερινή εκδήλωση για την ανακοίνωση του σημαντικού γεγονότος της ανακήρυξης της 21ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας μνήμης για τον Νίκο Καπετανίδη, τον μάρτυρα δημοσιογράφο και εκδότη του Πόντου, εκ μέρους της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών, έπειτα από πρόταση του Προέδρου της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς της Βουλής των Ελλήνων, είναι μία μέρα σημαντική για το δυσκολότερο αγώνισμα του ανθρώπου που είναι όχι μόνο η διατήρηση της μνήμης αλλά και η διδαχή από τη μνήμη. Άλλο η δημοσιότητα, άλλο το αποτέλεσμα της δημοσιότητας που είναι η διδαχή. Και εδώ έχουμε στόχο τη διδαχή από τη μνήμη. Η Βουλή των Ελλήνων με ομόφωνη συμφωνία όλων των κομμάτων -και χαίρομαι που σήμερα εδώ βρίσκονται όλα τα κόμματα, η Νέα Δημοκρατία, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ελληνική λύση, το Κίνημα Αλλαγής, όλα τα κόμματα εκπροσωπούνται εδώ σήμερα- υποστηρίζει το κορυφαίο ζήτημα της προβολής της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Χαίρομαι, που με μία προχθεσινή μου απόφαση θα αναλάβουμε ως Βουλή το κόστος της έκδοσης των πρακτικών του Διεθνούς σας Συνεδρίου για το έγκλημα της Γενοκτονίας , στο οποίο μίλησε και ο Πρωθυπουργός, ώστε αυτά τα πρακτικά να αποτελέσουν το υλικό αυτής της διδαχής που είναι τόσο σημαντική για την υπόθεσή σας.
Βρισκόμαστε εδώ, με φόντο τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη. Έχουμε φόντο την πιο πιστή υλική απεικόνιση της ομορφιάς της ψυχής του ανθρώπου. Έτσι χαρακτηρίστηκε η Ακρόπολις, ο Παρθενώνας για την ακρίβεια, ως η πιο πιστή υλική απεικόνιση της ψυχικής ομορφιάς του ανθρώπου. Σε αυτή την απεικόνιση της ομορφιάς της ψυχής του ανθρώπου, για πρώτη φορά, στη ζωφόρο του Παρθενώνα, που την επιστροφή του μεγαλύτερου κομματιού της διεκδικούμε βάσιμα από το Βρετανικό Μουσείο, εμφανίζονται όχι πολεμικές κατακτήσεις, αλλά η χαρά και η γοητεία της ειρηνικής ζωής. Η πομπή των Παναθηναίων, που απεικονίζεται στη ζωφόρο, είναι η χαρά της ειρηνικής ζωής και της δημιουργίας.
Η Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έστρεψε το ενδιαφέρον της και τη μέριμνά της σε μία άλλη «Μεγάλη Ιδέα»∙ στην προκοπή, τη νοικοκυροσύνη και την ισχυροποίησή της. Αυτή η μεγάλη κοσμοϊστορική στροφή, για τα ελληνικά δεδομένα, εκφράζεται μέσα από τον Καπετανίδη. Εκφράζεται μέσα από τη μοίρα της προσφυγιάς.
Ο Καπετανίδης ενηλικιώνεται την εποχή που η Ελλάδα ετοιμάζεται για τη μεγάλη εξόρμηση. Είναι λίγο παραπάνω από 20 χρόνων την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Την εποχή εκείνη η Ελλάδα στρέφει το βλέμμα της προς τη Μικρά Ασία. Στρέφει το βλέμμα της προς τη Μικρά Ασία, γιατί αισθάνεται η ηγεσία της Ελλάδος μετά τις επιτυχίες των Βαλκανικών Πολέμων ότι η διεκδίκηση -όχι ιμπεριαλιστικά αλλά με βάση εθνολογικά και δημογραφικά στοιχεία- «η διεκδίκηση της μικρής ελληνικής αυτοκρατορίας», έχει βασιμότητα. Όχι συναισθηματική, αλλά πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βενιζέλος έδωσε μεγάλη σημασία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όχι τόσο στη Βόρειο Ήπειρο, γιατί ίσως αισθανόταν ότι αυτά μπορούσαν να αποτελέσουν εφαλτήριο για τις απέναντι ακτές όπου ήκμαζε και υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο. Αυτό το τελευταίο στάδιο της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας είχε όλα τα ψυχικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τον Καπετανίδη. Αλλά και όλα τα στοιχεία του πολιτικού πραγματισμού που εκείνη την κρίσιμη ώρα φαινόταν να οδηγεί προς ένα αίσιο αποτέλεσμα. Η Τουρκία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχανε ήδη εκείνη την περίοδο περίπου το σύνολο των εδαφών της στην Ευρώπη. Τετρακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνοι, Τούρκοι, πρόσφυγες, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, πήγαν προς την Τουρκία. Τότε η Ελλάδα διπλασίαζε την έκτασή της και με τη Συνθήκη των Σεβρών κατακτούσε την εικόνα μιας Ελλάδος των ονείρων του Καπετανίδη και εκατομμυρίων άλλων που ξεκινώντας από την Επανάσταση του ’21 ήθελαν να αποκατασταθεί και εδαφικά η χώρα μας.
Ας ακούσουμε λίγο μία περιγραφή που δίνει ένας σπουδαίος Έλληνας διπλωμάτης και ακαδημαϊκός, ο Άγγελος Βλάχος, εκείνης της περιόδου που χάραξε, και στιγμάτισε τελικά, τη ζωή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Καπετανίδη: «Η Ιταλία θα προκαλέσει την άμεση αιτία της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Οι Ιταλοί δυσαρεστημένοι στο έπακρο με τους συμμάχους, και ιδιαίτερα με τον Πρόεδρο της Αμερικής Wilson, αποσύρουν στις αρχές του 1919 την αντιπροσωπεία τους από την Διάσκεψη της Ειρήνης και αποβιβάζουν δυνάμεις στην Αττάλεια. Τις προωθούν προς το Βιλαέτι της Σμύρνης. Η προκλητική ενέργεια της Ρώμης ερεθίζει τους Άγγλους που την καταγγέλλουν στο ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο. Ο Λόιντ Τζορτζ, Πρωθυπουργός της Αγγλίας, προτείνει να σταλούν ελληνικές δυνάμεις στη Σμύρνη και στις 15 Μαΐου του 1919, με την προστασία αγγλικού στόλου, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη. Το όνειρο αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Ελεύθερη από κάθε βαλκανικό περισπασμό η Ελλάς στρέφει όλη την προσπάθεια προς τη Μικρά Ασία και ειδικότερα προς την Ιωνία. Αν τα ευνοϊκά αυτά στοιχεία, ήττα της Βουλγαρίας, επικράτηση κομμουνισμού στη Ρωσία, διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποβίβαση δυνάμεων ελληνικών στη Σμύρνη, προβληθούν στη σκοτεινή οθόνη της τελικής καταστροφής, έχει κανείς την εντύπωση ότι γύρω από το έθνος πλέκεται μια παραπλανητική σαγήνη της οποίας τη θανάσιμη περίπτυξη δεν θα μπορέσει να αποφύγει. Αλλά η εκ των υστέρων κρίση είναι εύκολη. Αν ήμασταν σύγχρονοι των γεγονότων θα είχαμε δικαιότατα και εμείς την πεποίθηση ότι η μεγάλη ώρα είχε σημάνει».
Στον Πόντο τα νέα έφταναν!
Ο Καπετανίδης, μορφωμένος, ελληνοπρεπής, με παιδεία σπάνια, αλλά με μια αίσθηση που με εντυπωσίασε και αναρωτιέμαι γιατί επέλεξε στα πρώτα του νιάτα το παρωνύμιο «Σίσυφος» για να υπογράφει τα κείμενά του, ο Καπετανίδης λοιπόν και όλη η γενιά του συναρπάζεται από τις εξελίξεις. Αυτή η γενιά που έχει διδαχθεί στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, έχει διδαχθεί από τον «Γεροστάθη» του Λέοντος Μελά, έχει διδαχθεί από μια παιδεία η οποία έρχεται από το Βυζάντιο, έχει διδαχθεί μέσα από πολλούς αιώνες προσμονής -και εδώ υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία, ότι η πρόδρομος εκδήλωση της Μεγάλης Ιδέας διατυπώθηκε στη Μικρά Ασία, σε αυτή την πρώτη κοτυληδόνα της δικοτυλήδονης Ελλάδας! Η πρόδρομη λοιπόν εκδήλωση της Μεγάλης Ιδέας, φίλες και φίλοι, δεν διατυπώθηκε από τον συμπατριώτη μου, τον Ιωάννη Κωλέττη, στην Εθνική Συνέλευση στην Αθήνα το 1844. Η πρόδρομη εκδήλωση της Μεγάλης Ιδέας διατυπώθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρι, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, όταν το Πάσχα του 1208 ο Θεόδωρος Λάσκαρις ανέλαβε αυτοκράτωρ της Νίκαιας την ίδια ώρα που οι Κομνηνοί ανελάμβαναν στην Τραπεζούντα και δημιουργείτο και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Στο λόγο του Θρόνου είπε κάτι το οποίο έφτασε μέχρι τη γενιά του Καπετανίδη: «Και τις πατρίδες θα ξαναπάρουμε πίσω, που από δικά μας λάθη χάσαμε». Η πρόδρομος εκδήλωση της Μεγάλης Ιδέας βρίσκεται στις αυτοκρατορίες της Μικράς Ασίας και αυτή η «Μεγάλη Ιδέα» γαλούχησε δεκάδες γενιές Ελλήνων, όχι για μια ιμπεριαλιστική ανάκτηση, αλλά όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος «Για μια αποκατάσταση εδαφική εκεί που εθνολογικά υπήρχαν αιτίες, υπήρχαν βάσεις προκειμένου ο Ελληνισμός να συνεχίσει να είναι αυτό το υπέροχο δικοτυλήδονο και στις δύο όχθες του Αιγαίου».
Ο Νίκος Καπετανίδης κουβαλούσε πολλή προσδοκία, πολλή καρτέρια πολλή υπομονή, πολλή φιλοδοξία μέσα του πατριωτική. Και η επιτυχία του 1821 βασίστηκε σε συναισθήματα, τα οποία ενεπλάκησαν σε σωστές πολιτικές και έφεραν αποτέλεσμα, όχι εντυπωσιακό αρχικά ως προς την έκταση, αλλά έφεραν αποτέλεσμα. Γιατί δεν ήταν μόνο ηρωισμός, ήταν και η πολιτικότητα των αγωνιστών και των πολιτικών του ’21 που έφεραν την ανεξαρτησία της χώρας. Έτσι και η επιχείρηση προς τη Μικρά Ασία που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ένας συνδυασμός αυτού του ψυχισμού και μιας δύσκολης πολιτικότητας, ενός παιχνιδιού ζατρικίου απίστευτου, εκείνες τις στιγμές που μεσολάβησαν ανάμεσα σε 30 μήνες, από την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών μέχρι τη συνθήκη της Λωζάνης. Το ότι δεν επετεύχθη εξηγείται. Αλλά εξηγείται επίσης ότι αυτή η καταστροφή, αυτή η συμφορά που έφερε τον Καπετανίδη στην αγχόνη, την οικογένειά του και 1.200.000 πρόσφυγες -ανάμεσα στους οποίους εκατοντάδες χιλιάδες Πόντιους- στην Ελλάδα, οδήγησε σε ανάκαμψη της χώρας μέσα από την καταστροφή. Μια ανάκαμψη η οποία ξεκίνησε και στις παρυφές του Υμηττού, όπου η οικογένεια Καπετανίδη έστησε τα πρώτα βήματα της νέας της ζωής. Μια ανάκαμψη στην οποία στηρίχθηκε η Ελλάδα σε αυτό το προκομμένο, καθημαγμένο κομμάτι ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων προσφύγων που ήρθαν. Και για να καταλάβουμε την έκταση αυτής της συγκλονιστικής αριθμητικά παρουσίας: Αν την παρομοιάζαμε με μια αντίστοιχη προσφυγική ροή στη Γαλλία, αυτό θα ήταν 13 εκατομμύρια ή σε αντίστοιχη προσφυγική παρουσία στις Ηνωμένες πολιτείες θα ήταν 50 εκατομμύρια. Μιλάμε για μια συγκλονιστική αριθμητικά αύξηση του πληθυσμού, κυρίως στη Μακεδονία και στην Στερεά Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις περιοχές∙ ακόμα και στη πατρίδα μου. Από τους υπολογισμούς που έχουν γίνει στην Ήπειρο, ήρθαν 8000 πρόσφυγες.
«Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε σκύψανε τα βουνά να φανεί στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε. Σκύψανε τα βουνά και το φτύσανε∙ μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια στο κλάμα του. Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά και το σήκωσαν στου Βοριά τα σπάργανα». Έτσι περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης τον ηρωικό ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο ηρωικός ανθυπολοχαγός της Αλβανίας, όπως διάβασα σήμερα στην εφημερίδα «Εστία», μπορεί να είναι ο Θεόδωρος Κανδηλάπτης από την Αργυρούπολη του Πόντου. Έπεσε 28 Φεβρουαρίου του ’41 έξω από την Κλεισούρα. Λίγο πριν πέσει έγραψε στη μητέρα του: «Ανήκω κατά τρία τέταρτα στην πατρίδα∙ μην κλάψετε αν μου συμβεί κάτι».
Στις αρχές του 1921 ο Νίκος Καπετανίδης γράφει στον φίλο του Κτενίδη, ο οποίος πολεμούσε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας: «Δεν πειράζει αν λείψουν μερικά κεφάλια σαν το δικό μου, χαλάλι για την πατρίδα. Δεν θέλω να κλάψετε.» Το ίδιο κείμενο, ο ίδιος ψυχισμός, η ίδια αντίληψη ζωής, το ίδιο «ωραίο παιδί που σκύψανε τα βουνά, όταν γεννήθηκε, για να φανεί στους ώμους της στεριάς το -ίδιο- στάρι που αναγάλλιαζε».
Η πολιτική όμως, η ιστορία, δεν γράφεται ούτε με το συναίσθημα ούτε με την τέχνη. Αξιοποιεί το συναίσθημα, αξιοποιεί και την τέχνη, ενίοτε επιτυγχάνει άλλοτε όχι. Αυτός ο ασυγκράτητος ψυχισμός του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, μετεφέρθη στη χώρα μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Συνεχίζει ο Άγγελος Βλάχος να περιγράφει ό,τι συνέβη με συνοπτικό και παραστατικό τρόπο εκείνη την εποχή: «Στα υψίπεδα της Ανατολής αρχίζει να δημιουργείται το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ, που δεν ενδιαφέρεται πια για τη σωτηρία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Χαλιφάτου, αλλά για τη δημιουργία μιας νέας Τουρκίας. Τον Ιανουάριο του 1920 ο Κεμάλ προκηρύσσει το Εθνικό Συμβούλιο και απαριθμεί όλα τα εδάφη τα οποία θεωρεί αναπόσπαστο μέρος της νέας Τουρκίας. Οι σύμμαχοι για να ασκήσουν πίεση αποφασίζουν την κατάληψη της Πόλης τον Μάρτιο του ’20. Στο εγχείρημα μετέχουν και ελληνικές μονάδες. Νέα ελπίδα για την Ελλάδα. Νέο πλέγμα για τη σαγήνη που παίρνει την τελική της μορφή με τη Συνθήκη των Σεβρών. Ο Βενιζέλος υπογράφει στις 10 Αυγούστου 1920 τη Συνθήκη που δημιουργεί την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Είναι θρίαμβος για την Ελλάδα. Σημαίνει την αρχή δημιουργίας μιας μικρής ελληνικής αυτοκρατορίας. Είναι και αγγλικός θρίαμβος, που εντείνει αμέσως τη γαλλική και την ιταλική αντίθεση, αλλά όταν υπογραφόταν η Συνθήκη των Σεβρών, με ευλογούντα ιεράρχη τον Λόιντ Τζορτζ, μόνο μια Κασσάνδρα μπορούσε να προβλέψει ότι η Ελλάς μόνη της και αβοήθητη και από τους Άγγλους ακόμη θα έπρεπε αργότερα να αγωνιστεί με τα όπλα για να εφαρμοστεί η Συνθήκη, που δεν κυρώθηκε ποτέ και έμεινε ανεκτέλεστο προσύμφωνο. Η 10η Αυγούστου του ’20 είναι ένα αποκορύφωμα, αλλά η κορυφή είναι ολισθηρή. Από τον ημερολογιακό αυτό δείκτη αρχίζει αντίστροφη μέτρηση των 30 μηνών. Στο διάστημα αυτό τα γεγονότα είναι τόσο πυκνά, ώστε ο αριθμός τους να είναι σαν καταστρεπτικός καταρράκτης. Η αδιαλλαξία του Κεμάλ, οι οξύτατες διαφωνίες της Αγγλίας και της Γαλλίας, η εχθρότητα της Ιταλίας και η σύντονη υποστήριξη της κομμουνιστικής Ρωσίας προς τον Κεμάλ θα είχαν οπωσδήποτε οδηγήσει στην αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών».
Με την ηρεμία που μας δίνουν τα 100 χρόνια που μας χωρίζουν από την εποχή εκείνη, ας μεταφερθούμε νοερά στο σωτήριο αλλά δίσεκτο έτος του 1920. Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου, στις 12 Οκτωβρίου, ένα ελάχιστο γεγονός προσλαμβάνει ιστορικές διαστάσεις: ο βασιλεύς Αλέξανδρος πεθαίνει, ανακηρύσσεται αμέσως αντιβασιλεύς ο Κουντουριώτης, γίνονται εκλογές, τις χάνει ο Βενιζέλος, φεύγει από την Ελλάδα και σχηματίζεται η κυβέρνηση Ράλλη που παύει τον Κουντουριώτη και διορίζει αντιβασιλέα την βασίλισσα Όλγα. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου θέτει αμέσως θέμα επιστροφής του Κωνσταντίνου και προκηρύσσεται δημοψήφισμα. Εάν κανείς φυλλομετρήσει τον ελληνικό Τύπο το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου του 1920, καταλαβαίνει ότι οι Έλληνες ζούσαν σε μια παραφορά, σε ένα βρασμό ψυχικό.
Συνεχίζει ο Βλάχος:
«Η ήττα του Βενιζέλου, που χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό στη Ρώμη, ερεθίζει τη Γαλλία και ψυχραίνει το Λονδίνο. Προκαλεί μια αναστροφή πολιτικής για την Ελλάδα. Το γεγονός αυτό, από όποιο πρίσμα και αν εξεταστεί, δεν βρίσκει καμία δικαιολογία. Έχει τη μορφή τιμωρίας ενός έθνους, επειδή έθεσε σε λειτουργία τους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι σύμμαχοι υπογράφοντας τη Συνθήκη των Σεβρών είχαν αναλάβει υποχρέωση απέναντι της Ελλάδος, όχι της βενιζελικής ή της κωνσταντινικής, αλλά έναντι της Ελλάδος. Καμία δικαιολογία δεν μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμη για τη μεταστροφή αυτή, αλλά στην πολιτική - προσέξτε αυτό- είναι μάταιη η αναζήτηση δικαιολογίας, δηλαδή δικαίου λόγου. Πρέπει να αναζητείται η απλή αιτιολογία, δηλαδή το αίτιο, χωρίς χαρακτηριστικό επίθετο. Το μόνο που προσπαθεί συνήθως ο πολιτικός, είναι να βρίσκει μια εύλογη πρόφαση, να είναι δηλαδή ευπρεπώς άδικος, κατά το χαρακτηρισμό του Θουκυδίδη.
Μετά τη μεταστροφή αυτή, η Ελλάδα πρέπει να διασώσει το κύριο σώμα της Συνθήκης των Σεβρών. Και τι άλλο έμενε να επιχειρήσει, παρά να επιδιώξει με τα όπλα την εκτέλεση του διεθνούς αυτού τίτλου, αφού μάλιστα κάθε μήνας που περνούσε σήμαινε ενίσχυση του αντιπάλου. Υπήρχε άραγε δεύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί η κατάσταση; Αν σκεφτούμε ότι η Ελλάδα διέθετε σοβαρές δυνάμεις στη Θράκη, δηλαδή είχε ένα μέσο ισχυρότατο. Η Ελλάς τεντώνει όλες τις δυνάμεις, επιχειρεί το τόλμημα και τελικά αποτυγχάνει. Αφού όμως ψαύει με τα ακροδάχτυλά της την οριστική επιτυχία. Οι ευρύτατες επιχειρήσεις του 1921 οδηγούν τον Ιούλιο στη νίκη του Σαγγαρίου, αλλά μετά την προσπάθεια αυτή το ελληνικό στράτευμα είναι κατάκοπο, ο εφοδιασμός επισφαλής, τα πολεμοφόδια λίγα, η βοήθεια από την Αγγλία ανύπαρκτη. Και όταν τον Αύγουστο του ’21 επιχειρείται η τελική εξόρμηση προς την Άγκυρα, τρία Σώματα Στρατού διαβαίνουν τον Σαγγάριο, αλλά δεν κατορθώνουν να φτάσουν παρά μόνο έως το Γόρδιο και αναγκάζονται να αναδιπλωθούν στις αρχικές θέσεις. Από το Γόρδιον η Άγκυρα απείχε λίγα αλλά αδιαπόρευτα χιλιόμετρα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Σεφέρης θα γράψει: «Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά κάπου εκεί τριγύρω που ψηλαφούμε. Λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά. Ένα ελάχιστο διάστημα, ένα ελάχιστο διάστημα…».
Οι μυλόπετρες της Ιστορίας άρχισαν να γυρίζουν αντίστροφα. Οι διωγμοί του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία κορυφώθηκαν. Οι διωγμοί δεν άρχισαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή είτε με την παρουσία ελληνικού στρατού στη Σμύρνη από τον Μάιο του 1919. Οι διωγμοί είχαν αρχίσει από το 1913, ίσως και νωρίτερα. Και πρέπει να ξέρουμε, ερχόμενοι εκατό χρόνια μετά, με την άνεση της σημερινής μας πολυτέλειας, ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να υπερασπιστεί ο Βενιζέλος και η Ελλάδα τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας από το μένος των Νεότουρκων, παρά μόνο με στρατιωτική εμπλοκή. Γι’ αυτό δεν ήταν ιμπεριαλιστική η επέμβαση, ήταν προστατευτική του ακμάζοντος Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Και για να καταλάβουμε, κύριε Χατζηβασιλείου -και αυτό το ξαναείδα στο πολύ ωραίο βιβλίο που βγάλατε με τον κύριο Συρίγο, με τις 50 ερωτήσεις και τις 50 απαντήσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή- τι σίγουρα περίμενε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, από τον Πόντο μέχρι τα νότια παράλια της Ιωνίας, δεν έχουμε παρά να δούμε τι συνέβη στον Ελληνισμό της βόρειας Βουλγαρίας, τι συνέβη δηλαδή στον Ελληνισμό της ανατολικής Ρωμυλίας, ο οποίος οδηγήθηκε σε ξεκλήρισμα. Το ίδιο ξεκλήρισμα θα συνέβαινε και εάν δεν ενεπλέκετο η χώρα μας στη μικρασιατική περιπέτεια. Ένα ελάχιστο διάστημα αδιαπόρευτο. Οι μυλόπετρες αρχίζουν να συντρίβουν τα πάντα, ο Ελληνισμός περνάει μια τεράστια δοκιμασία, ο Πόντος το ίδιο. Ο Καπετανίδης, με τους επιφανείς εκπροσώπους του Ποντιακού Ελληνισμού, που πριν την καταστροφή διεκδικούσαν το όνειρο του ανεξάρτητου Πόντου, της συνομοσπονδίας με την Αρμενία, της ένωσης με την Ελλάδα, όλες αυτές οι εκδοχές φώτιζαν τις ψυχές τους. Καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά πια δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Συλλαμβάνεται, «δικάζεται» και απαγχονίζεται. Πεθαίνει με έναν περήφανο πατριωτικό τρόπο, ο οποίος μας αφήνει αυτή τη μνήμη που σήμερα αποφασίσαμε να τιμήσουμε. Και δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που εκφράζει την ελευθεροτυπία. Είναι ο άνθρωπος που εκφράζει την ελευθερία, είναι ο άνθρωπος μέσα στον οποίον συμπυκνώνεται όλο το πάθος του Ελληνισμού για αποκατάσταση. Όλο το πάθος του Ελληνισμού που σιγοκαίει από την εποχή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, από την εποχή της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Και αυτό το πάθος μετατρέπεται εν συνεχεία σε άλλο πάθος, στο πάθος της ενσωμάτωσης, στο πάθος της αποκατάστασης, στο πάθος της προκοπής, στο πάθος της δημιουργίας. Αλλά όλα αυτά μαζί δεν απαλλάσσουν τον Ελληνισμό, είτε τον προσφυγικό, είτε τον γηγενή, από το χρέος της μνήμης, από το χρέος της αναπόλησης, από το χρέος της ιστορικής δικαίωσης, και της νομικής και της πολιτικής, από το χρέος της διατήρησης του πολιτισμού που οι Πόντιοι μεταφύτευσαν στην Ελλάδα και τον διατηρούν με τρόπο εκπληκτικό.
Κάθε Πόντιος, κάθε σύλλογος ποντιακός σε όλη την Ελλάδα, είναι ένα μικρό Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Κάθε Έλληνας πρόσφυγας, που ήρθε στην Ελλάδα και εκπροσωπεί και ενσαρκώνει αυτό το «ελάχιστο διάστημα» του Σεφέρη, που έλειψε μέχρι την πραγμάτωση του εθνικού ιδεώδους, είναι ένας συμπατριώτης μας, ο οποίος βαδίζει δίπλα μας, όπως όλοι μαζί, για την πραγμάτωση της καινούργιας Μεγάλης Ιδέας της χώρας μας, η οποία μπορεί να ηχεί πιο πεζά, πιο επίπεδα, όχι τόσο συναισθηματικά, όχι τόσο υψηλοφρόνως, αλλά είναι μια κορυφαία «Μεγάλη Ιδέα», που θέλει την Ελλάδα μία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα πρωτοπόρο στις εξελίξεις.
Όταν το Κυπριακό έβραζε στον ΟΗΕ και διεκδικούσε η Κύπρος την αυτοδιάθεσή της, στην πρώτη πολιτική επιτροπή του ΟΗΕ, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Φατίν Ζορλού, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι διεκδικεί την αυτοδιάθεση ή την ένωση της Κύπρου, γιατί έχει βλέψεις εδαφικές, ιμπεριαλιστικές έναντι της Τουρκίας και θέλει να αξιοποιήσει την Κύπρο ως εφαλτήριο. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας, παρεδέχθη ότι η Ελλάδα έχει μια «Μεγάλη Ιδέα», παρεδέχθη ότι η Ελλάδα διατηρεί σημαντικές βλέψεις και διεκδικεί πρωτεία. Αλλά τι εννοούσε, το εξήγησε αμέσως μετά: «Η νέα Μεγάλη Ιδέα της χώρας μας», είπε, «έχει να κάνει με την ακτινοβολία της και όχι με την εδαφική της πια επέκταση. Έχει να κάνει με τον πολιτισμό της. Και αν προκηρυσσόταν σήμερα, το 1957, ένας παγκόσμιος διαγωνισμός για το ποια χώρα θα έκανε την καλύτερη όπερα, το πρώτο βραβείο», είπε, «θα το έπαιρνε σίγουρα η Ελλάδα. Γιατί διευθυντής της ορχήστρας θα ήταν ο Μητρόπουλος, διεθνής διευθυντής ορχήστρας που μεσουρανούσε το 1957. Σοπράνο θα ήταν η Μαρία Κάλλας, βαθύφωνος θα ήταν ο Μοσχονάς της Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης και τενόρος ο Πασχάλης της Όπερας του Μιλάνου». Αυτή τη «Μεγάλη Ιδέα» διεκδικεί η Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτή την προσπάθεια κάνουμε να μετατρέψουμε την καταστροφή σε θρίαμβο και σε ανάκαμψη, το έχουμε πετύχει χάρη και στο σημαντικό μπόλιασμα που είχαμε από τον Προσφυγικό Ελληνισμό, τους καθημαγμένους πρόσφυγες από τον Πόντο και την Ιωνία, που ήρθαν σε τεράστιο αριθμό, 1.200.000. Και αυτή την προκοπή και αυτή την Ελλάδα που θα καμάρωνε, αν μπορούσε και είμαι βέβαιος ότι μπορεί να μας αντικρίσει ο Νίκος Καπετανίδης, σήμερα την επιδιώκουμε.
Είναι πάρα πολύ δύσκολη η ταύτιση του συναισθήματος με την πράξη στη διεθνή πολιτική, το βλέπουμε και στα σημερινά τρομακτικά γεγονότα μεταξύ Ουκρανίας και πολεμοχαρούς Ρωσίας. Και η τέχνη λίγο έχει να κάνει με την πολιτική. Αν δείτε τον πίνακα του Ροϊλού για τη μάχη των Φαρσάλων, μια μάχη που οδήγησε σε ήττα και στρίμωξε την Ελλάδα στα όρια του Δομοκού, θα δείτε έναν υπερήφανο στρατό να καλπάζει. Η τέχνη δεν παραπέμπει σε αυτό που πολλές φορές η ιστορία οδηγεί, η τέχνη θέλει να σε τεντώσει προς τα πάνω. Η πολιτική και ο ρεαλισμός και η πραγματικότητα και τα συμφέροντα μπορεί αυτό το τέντωμα να το εμποδίζουν. Αυτό που δεν εμποδίζεται, όμως, είναι αυτό που ακούστηκε από όλους τους προηγούμενους ομιλητές, είναι αυτές οι τρεις λέξεις που είπε ο Καπετανίδης πριν απαγχονιστεί. Είναι το «ζήτω η Ελλάς», είναι η Ελλάδα που δημιουργήσαμε μαζί με τους πρόσφυγες, είναι η Ελλάδα που θέλουμε να κάνουμε καλύτερη, είναι η νέα μας «Μεγάλη Ιδέα», που φτιάχνεται από όλους μαζί με τις μνήμες τις αγέραστες της Μικράς Ασίας, με τις μνήμες τις αγέραστες του Πόντου και με την αισιοδοξία ότι χωρίς να τους ξεχνούμε, χωρίς να παραλείπουμε και να καταθέτουμε τα όπλα για τη δικαίωσή τους, θα κάνουμε την Ελλάδα να ακτινοβολεί και πανευρωπαϊκά και παγκόσμια, ώστε η θυσία και τα όνειρα όλων αυτών των ανθρώπων, που υπέφεραν τόσο πολύ, να δικαιωθούν.
Είμαστε καλομαθημένες γενιές, παρά τα προβλήματα της τελευταίας δεκαετίας. Αξίζει αυτό που κάνετε ως Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών όλης της Ελλάδος, αξίζει κύριε Αναστασιάδη αυτή η πρωτοβουλία που ξεκινήσατε, με όλους τους συναδέλφους από όλα τα κόμματα που βρίσκονται εδώ. Αξίζει γιατί ενισχύει τη μνήμη, μας δείχνει από πού ξεκινήσαμε, πόσο δύσκολα ξεκινήσαμε και πού μπορούμε να φτάσουμε. Καὶ τῶν πατρίδων, λοιπόν, αὖθις λαβώμεθα. Θα ξαναπάρουμε τις πατρίδες μας με το να μή τις ξεχάσουμε ποτέ μέσα από τη νέα μας δικαίωση, μέσα από τη δικαίωση και την προκοπή μιας Ελλάδας που μπορεί να ακτινοβολεί και να θυμάται γιατί έχει τέτοιο παρελθόν και τέτοιους ανθρώπους όπως ο Νίκος Καπετανίδης.
Σχετικά θέματα