Σε Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη και ευρωπαϊκή διασπορά ομιλούνται σήμερα τα Ρομέικα - Πόσο απειλούνται |
Ιωάννα Σιταρίδου: «Η διατήρηση των γλωσσών αυτών προάγει σε βάθος χρόνου πολύ πιο στέρεα εδραιωμένη και ενσυνείδητη κοινωνική συνοχή»
Με μεγάλη επιτυχία ολοκλήρωσε τις εργασίες του το Διεθνές Συνέδριο με τίτλο «Οικουμενικότητες (και Κοσμοπολιτισμός)» στην Κομοτηνή, που διοργάνωσε το Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο SUOR ORSOLA BENINCASA της Νάπολης, το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου και το Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Ένας έντονος και παραγωγικός διάλογος έλαβε χώρα στο πλαίσιο του συνεδρίου, που περιλάμβανε 52 εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, καθώς και την πολύ σημαντική συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα «Η Θρησκεία ως Οικουμενικότητα».
Μία από τις ομιλίες που ξεχώρισαν ήταν αυτή της κ. Ιωάννας Σιταρίδου, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, στο πλαίσιο των εναρκτήριων ομιλιών, στην οποία μίλησε για τα θέματα Γλώσσας, Ταυτότητας και Ιδεολογίας που ανακύπτουν από τη μελέτη των ρομέικων στην Τουρκία.
Πού μιλούνται σήμερα τα ρομέικα
Ο χώρος της έρευνας της κ. Σιταρίδου είναι τα ελληνόφωνα χωριά στην κοιλάδα της Τραπεζούντας, τα οποία εμφανίστηκαν στη μεσαιωνική εποχή ως χριστιανικές ορθόδοξες κοινότητες. Κάποιοι ασπάστηκαν το Ισλάμ αρχής γενομένης από τον 17ο αιώνα και διατήρησαν τα ρομέικα, όταν άλλες κοινότητες σε ολόκληρη την Ανατολία υιοθέτησαν στην τουρκική γλώσσα μετά τον εξισλαμισμό.
Παρά την παρουσία για χιλιετίες στην περιοχή, με τη θρησκεία ως το μοναδικό καθοριστικό κριτήριο της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923, οι Χριστιανοί ορθόδοξοι ομιλητές των ρομέικων, μετακινήθηκαν στην Ελλάδα όπου η γλώσσα έγινε γνωστή ως Ποντιακά Ελληνικά, ενώ οι μουσουλμανικές κοινότητες που μιλούσαν ρομέικα παρέμειναν στην πατρίδα τους, στη Μαύρη Θάλασσα.
Η κ. Σιταρίδου έχει εκδώσει 21 μελέτες για τα ρομέικα και τα ποντιακά ελληνικά από το 2008. Πλέον τα ρομέικα είναι απειλούμενη γλώσσα που σήμερα ομιλείται σε αγροτικές κοινότητες στην περιοχή της Τραπεζούντας, στην Κωνσταντινούπολη και στην ευρωπαϊκή διασπορά.
«Η γλώσσα εμφανίζει γλωσσολογικούς αρχαϊσμούς και ιδιοσυγκρασίες που ενδέχεται να αλλάξουν ριζικά τις διατυπώσεις μας για τη φυλογένεση της ελληνικής» τόνισε, επισημαίνοντας πως αν και ομιλείται αδιάκοπα για αιώνες από άγνωστο αριθμό απομονωμένων κοινοτήτων, δεν έχει σύστημα γραφής και μεταδίδεται μόνο προφορικά.
Εντοπίζοντας τις ρίζες των ρομέικων
Η συγκεκριμένη ποικιλία, δεν έχει τεκμηριωθεί στο παρελθόν, εκτός από κάποιες σποραδικές και περιορισμένες προσπάθειες. Η κ. Σιταρίδου βασίστηκε σε πρωτοποριακή επιτόπια έρευνα στη βορειοανατολική Τουρκία —συνδυάζοντας την εθνογραφία της επικοινωνίας με την αιχμή της γενετικής γραμματικής του Τσόμσκυ στην έρευνα των ποικιλιών στην κοιλάδα του Όφη, όπου ομιλούνται οι πιο αρχαϊκές υποδιάλεκτοι, για να διαπιστώσει πώς εξελίχθηκαν τα ρομέικα από την ύστερη αρχαιότητα και πώς αργότερα διαχωρίστηκαν σε διακριτές ποικιλίες καθώς φυσικά και τα φαινόμενα γλωσσικής επαφής, ιδιαίτερα με τα τουρκικά.
Στις δημοσιεύσεις της πραγματεύεται τη σύνταξη, την κοινωνικογλωσσική ζωτικότητα και τη διαχρονία, με την πιο «επαναστατική» πρόταση της κ. Σιταρίδου να είναι πως ο ποντιακός κλάδος των Ελληνικών της Μικρασίας ξεκινά στους Ελληνιστικούς χρόνους, γύρω στον 3ο αιώνα μ.Χ. Κατ’ επέκταση, σημειώνει, τα ρομέικα/ποντιακά (και γενικά τα Ελληνικά της Μικρασίας), θα μπορούσαν να αποτελούν ξεχωριστή ελληνική γλώσσα, περισσότερο δηλαδή μια «αδελφή» της νεοελληνικής, παρά «κόρη» της (όπως οι ρομανικές γλώσσες, που προέρχονται από τα λατινικά παρά η μία από την άλλη).
Η κ. Σιταρίδου συνεχίζει να εργάζεται για την τεκμηρίωση και ανάλυση γλωσσών που απειλούνται με εξαφάνιση, την εξέλιξη της γλωσσικής θεωρίας, την επανεξέταση παγιωμένων επιστημονικών απόψεων όπου αυτό χρειάζεται, αλλά και την προώθηση της γλωσσικής αυτοεκτίμησης και της κοινωνικής συνοχής μέσω της διατήρησης των γλωσσών πολιτισμικής κληρονομιάς.
Ποια η σημασία της έρευνας
Η Καθηγήτρια χρησιμοποιεί ευαίσθητους κοινωνικο-πολιτισμικά τρόπους αφήγησης της μοναδικής πολιτισμικής ιστορίας των ρομέικων/ποντιακών ελληνικών, ανάμεσα στα πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.
Με αυτό τον τρόπο ενδυναμώνει τόσο όσους μιλούν ρομέικα όσο και αυτούς που μιλούν ποντιακά, μέσω της ανταλλαγής γνώσεων, εκπόνησης προγραμμάτων σπουδών, παρέχοντας χώρους ελεύθερους πολιτικής προκειμένου να προβληματιστούν οι ομιλητές σχετικά με τη διατήρηση της γλώσσας, την ταυτότητα και την πολιτιστική μνήμη.
Θεωρεί δε σημαντικό ότι το έργο της αναδεικνύει μία ενδιαφέρουσα και αντι-διαισθητική πτυχή, δηλαδή ότι η ανάδειξη και διατήρηση των μειονοτικών και γλωσσών πολιτισμικής κληρονομιάς, μπορεί στην πραγματικότητα να βοηθήσει την κοινωνική ενσωμάτωση, κάτι που έρχεται σε άμεση αντίθεση με εθνικιστικές ιδεολογίες.
Ενισχύουν η πολυγλωσσία και η διαλεκτοφωνία την κοινωνική συνοχή
Όσο για το ερώτημα, πώς θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τα ευρήματα της έρευνας αυτής στη Θράκη, η κ. Σιταρίδου σημείωσε πως έως πρόσφατα, οι γλώσσες πολιτισμικής κληρονομιάς/μειονοτήτων/μεταναστών, ήταν υποβαθμισμένες και συχνά συνδέονταν με την κακή σχολική επίδοση των παιδιών που ανήκαν στις ομάδες αυτές.
Συγκεκριμένα, οι γλώσσες κληρονομιάς θεωρούνταν υπαίτιες για τη σχολική αποτυχία και τον κοινωνικό αποκλεισμό των ομιλητών τους, ενισχύοντας τις αρνητικές στάσεις απέναντί τους. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί μελετητές προάγουν τη δίγλωσση εκπαίδευση, αναφέροντας πλήθος γνωστικών και ψυχολογικών οφελών.
Εντούτοις, στην Αμερική και την Ευρώπη συνεχίζεται να διαπιστώνεται ισχυρή αντίσταση σε παρόμοια προγράμματα, ειδικά εάν πρόκειται για τις γλώσσες με χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό κύρος.
Για αυτό και η κ. Σιταρίδου στην ομιλία της τόνισε πως «η διατήρηση των γλωσσών αυτών προάγει σε βάθος χρόνου πολύ πιο στέρεα εδραιωμένη και ενσυνείδητη κοινωνική συνοχή, όχι ως αποτέλεσμα της απόρριψης μιας εκ των ταυτοτήτων των ομιλητών, αλλά δια της συμπερίληψής τους, και γι’ αυτό είναι σε όφελος των κοινωνιών η διατήρησή τους και η μη απορρόφηση/εξαφάνισή τους από τις πρότυπες εθνικές γλώσσες».
Πηγή: Παρατηρητής της Θράκης