«Απαγορεύεται η προσευχή στη Σουμελά» |
του Γιώργου Παπαθανασόπουλου
Οκτώ η ώρα το πρωί ήμασταν στην αίθουσα του ξενοδοχείου για το πρωινό. Εκεί, οι μαυροντυμένοι γιγαντόσωμοι ακόλουθοί μας με τα μαύρα κουστούμια, τα άσπρα πουκάμισα και τις μαύρες γραβάτες περίμεναν...
Το πρωινό τίποτε το ιδιαίτερο. Έτσι κι αλλιώς πολλή όρεξη δεν είχαμε… Φάγαμε κάπως βιαστικά, πήγαμε στο ισόγειο του ξενοδοχείου και καθίσαμε στην αίθουσα υποδοχής, περιμένοντας τον Ιμπραήμ…
Στην ώρα του ήρθε ο Ιμπραήμ. Τον είδαμε και βγήκαμε βιαστικά προς το αυτοκίνητό του. Ο πατέρας Κύριλλος κάθισε δίπλα του, εγώ στο πίσω κάθισμα.
Ξεκινήσαμε για τη Μονή Σουμελά. Πίσω μας μια μαύρη Μερσεντές με τους μουστακαλήδες με τα μαύρα κουστούμια…
– Ιμπραήμ, μας ακολουθεί μία Μερσεντές με τέσσερις γιγαντόσωμους ανθρώπους. Ο άνθρωπος της ρεσεψιόν μας είπε ότι είναι για την προστασία μας… Εσύ τι λες;
Ο Ιμπραήμ κοίταξε τον π. Κύριλλο και του χαμογέλασε.
– Είναι «Γκρίζοι Λύκοι», του απάντησε, και επιβεβαίωσε έτσι την εκτίμηση που μου είχε κάνει την προηγούμενη ημέρα. Και συνέχισε ο Ιμπραήμ:
– Έμαθαν ότι θα έρθετε και ότι ο ένας από τους δυο σας είναι ιερωμένος και θέλουν να σας δείξουν ότι βρίσκεστε στην Τουρκία και να μην κάνετε τίποτε που να θίξει τον εθνικισμό τους…
Δεν του είπαμε τίποτε. Μέσα μου σκέφθηκα: «Τι έχουν να φοβηθούν οι
“Γκρίζοι Λύκοι” από εμάς; ΑΥΤΟΙ θα ’πρεπε να φοβούνται τις Ερινύες για τα εγκλήματα των προγόνων τους»…
Φτάσαμε στη Μονή Σουμελά. Ενδιαφέρουσα η διαδρομή και μαγευτικό το τοπίο. Σταμάτησε το αυτοκίνητο σε αρκετή απόσταση από το μοναστήρι.
– Θα πάμε με τα πόδια ως το μοναστήρι, μας είπε ο Ιμπραήμ. Θα σας ακολουθήσω, για να μην έχουμε κανένα απρόοπτο με τα παιδιά, και εννοούσε τους θηριώδεις «Γκρίζους Λύκους»…
Τον ευχαριστήσαμε και μαζί του αρχίσαμε την ανάβαση. Ανεβαίναμε σε μία καταπράσινη παραδεισένια πλαγιά. Εκανε κρύο και είχε ένα ψιλόβροχο, που δεν μας εμπόδισαν στο προσκύνημά μας. Από μακριά, βλέποντας τη μονή, νομίζαμε ότι στο μεγαλόπρεπο κτίριο ζουν ακόμη ορθόδοξοι Ελληνες μοναχοί… Οταν πλησιάσαμε, διαπιστώσαμε ότι οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν γυμνοί, μισογκρεμισμένοι…
Στην είσοδο μας περίμενε στρατιωτικό απόσπασμα. Νεαρά παιδιά με το χέρι στη σκανδάλη του αυτόματου όπλου που κρατούσαν. Ο επικεφαλής αξιωματικός ζήτησε τα διαβατήρια. Κοίταζε αρκετή ώρα πότε εμάς, πότε τις φωτογραφίες των διαβατηρίων. Εμείς τον βλέπαμε ψύχραιμοι…
Δίνοντάς τα πίσω, μας ρώτησε στα αγγλικά:
– Ξέρετε αγγλικά; Απάντησα θετικά. Συνέχισε τότε με ψυχρό και εχθρικό βλέμμα με τα «σπασμένα» αγγλικά του:
– Στο χώρο απαγορεύεται η προσευχή και κάθε άλλη ενέργεια λατρευτική. Οι παραβάτες συλλαμβάνονται και περνούν από αυτόφωρο δικαστήριο.
– Τέτοια υποδοχή από στρατιωτικό απόσπασμα δεν την περίμενα, μου είπε χαμηλόφωνα ο π. Κύριλλος…
Οι «Γκρίζοι Λύκοι» δεν μας ακολούθησαν στο μοναστήρι. Μας περίμεναν εκεί που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο… Ανεβήκαμε τη στενή σκάλα του μοναστηριού. Ο αξιωματικός μας ακολούθησε. Στην κορυφή της πέτρινης κλίμακας ήταν ένας οπλισμένος σαν αστακός στρατιώτης.
Σταθήκαμε εκεί λίγο να ξαποστάσουμε από το ανέβασμα. Ο στρατιώτης, στο μισό μέτρο από εμάς, αισθάνθηκε άβολα. Πίσω μας έβλεπε και τον αξιωματικό του. Έπιασε το όπλο σαν να ήταν έτοιμος να μας πυροβολήσει…
Αισθανθήκαμε το φόβο του μην τον παρατηρήσει ο αξιωματικός. Ήταν ένα νεαρό παλικάρι, πάνω-κάτω στα είκοσι, ισχνό και κοντό στο ύψος. Το λυπηθήκαμε. «Ο καλός στρατιώτης Σβεΐκογλου», σκέφτηκα με συμπόνια και χωρίς καθυστέρηση αρχίσαμε την κατάβαση προς το αίθριο της μονής…
Αρχίσαμε να βλέπουμε τις τοιχογραφίες στο μισογκρεμισμένο μοναστήρι, ενώ το στρατιωτικό απόσπασμα ήταν συγκεντρωμένο γύρω μας και παρακολουθούσε τις κινήσεις μας.
Κοιτάζοντάς με, μου ψιθύρισε ο π. Κύριλλος:
«Αφού τους κουράσουμε με το να γυρίζουμε και να βλέπουμε για ώρα τα χαλάσματα της μονής και τα απομεινάρια του παλιού μεγαλείου της, θα μείνομε όρθιοι στο κέντρο του περιβόλου, θα κάνουμε ότι περιεργαζόμαστε από εκεί το εσωτερικό του μοναστηριού και μέσα από τα δόντια μου θα ψιθυρίσω λίγα από τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και μία ευχή στη μνήμη των μοναχών που εγκαταβίωσαν εδώ και των Ποντίων θυμάτων της Γενοκτονίας. Δεν μας είπαν ότι απαγορεύονται οι φωτογραφίες. Θα κάνουμε λοιπόν ότι τραβάμε φωτογραφίες και θα κάνουμε το καθήκον μας…».
Υπό το άγρυπνο μάτι των νεαρών στρατιωτών και του διοικητή τους κάναμε αυτό που έπρεπε. Τελειώσαμε την επίσκεψη ανακουφισμένοι και εσωτερικά με ανάμικτα συναισθήματα, χαρούμενοι που επικοινωνήσαμε με τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους, τους αδελφούς μας και θλιμμένοι για το ότι αυτό το μεγάλο προσκύνημα είναι στα χέρια αλλοεθνών και αλλοθρήσκων…
Χωρίς να μας ενοχλήσει πλέον το τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο Ιμπραήμ περίμενε στην είσοδο της μονής και πιο κάτω μας περίμεναν οι «Γκρίζοι Λύκοι»… Αυτή τη φορά μας έδειξαν ότι ήταν εξοπλισμένοι με όπλα σε θήκη του σακακιού τους και εφοδιασμένοι με κάμερα, με την οποία μας έπαιρναν σε βίντεο… Μείναμε ψύχραιμοι. Ήμασταν αποφασισμένοι να μην τους δίνουμε σημασία και κατά το πρόγραμμά μας να ολοκληρώσουμε το ταξίδι και το προσκύνημά μας στον Πόντο…
Ήταν πια περασμένο μεσημέρι όταν φτάσαμε στο ταξί. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε να φάμε στην Τραπεζούντα. Με τους «Γκρίζους Λύκους» πιστούς ακολούθους μας και εικονολήπτες (οπερατέρ) περάσαμε το υπόλοιπο της ημέρας. Πριν αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας, μου είπε ο π. Κύριλλος για τους αγριάνθρωπους:
– Αυτοί να ξέρεις είναι παρακρατικοί. Μπορεί να φαίνεται ότι δρουν από μόνοι τους, αλλά σίγουρα συνεργάζονται με την Αστυνομία και με τη ΜİΤ, την τουρκική υπηρεσία πληροφοριών.
– Λες, πάτερ μου να τους έχουμε παρέα όσο θα είμαστε στον Πόντο; τον ρώτησα, και μου απάντησε:
– Φυσικά. Αύριο, που θα επισκεφθούμε το άλλο μοναστήρι, αναμένεται μια ημέρα εξίσου ενδιαφέρουσα με τη σημερινή…
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος