«Οι Κερασούντιοι περάσαμε τα χειρότερα αλλά δεν υποκύψαμε στη μοίρα μας» |
Ο 93χρονος Γιάννης Σαββίδης (σ.σ. η συνέντευξη δόθηκε το 2009), ένας από τους τελευταίους επιζώντες του ξεριζωμού, ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του και οι θύμησες πλημμυρίζουν τον νου. Σοχούμι, Βατούμ, Κωνσταντινούπολη, Ανατολική Θράκη, Ελλάδα...
«Ζυμωθήκαμε με τα βάσανα των διώξεων» - «Οι Κερασούντιοι περάσαμε τα χειρότερα αλλά δεν υποκύψαμε στη μοίρα μας»
του Δάμων Διαμανού
«Οι Πόντιοι βίωσαν απανωτές προσφυγιές από τις αρχές του 20ού αιώνα. Ζυμώθηκαν με τα βάσανα των διώξεων, με τις κακουχίες του πολέμου και κατάλαβαν πολύ νωρίς πόσοεπώδυνο είναι να χάνεις την πατρίδα σου, να εγκαταλείπεις τις πατρογονικές εστίες όπου έζησαν, δημιούργησαν και μεγαλούργησαν οι πρόγονοί σου. Εγώ είμαι παιδί της πρώτης προσφυγιάς. Ζω εδώ στο Θρυλόριο Ροδόπης από το 1923, μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής».
O Γιάννης Σαββίδης, 93 χρόνων σήμερα (σ.σ. η συνέντευξη δόθηκε το 2009), που ζει από το 1923 στο ποντιακό χωριό Θρυλόριο του Νομού Ροδόπης, είναι ο τελευταίος επιζών από τους πρώτους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν εκεί, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Γεννήθηκα το 1917 στην περιοχή του Σοχούμι της Ρωσίας, όπου ο πατέρας μου είχε οδηγηθεί εξόριστος μετά το κίνημα των Νεότουρκων και της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης των Τούρκων, πριν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», διηγείται στα «ΝΕΑ». «Εμείς καταγόμασταν από την Κερασούντα», λέει. «Η αγάπη και η ανάμνηση της πατρίδας ήταν τόσο μεγάλη που ο πατέρας μου με δήλωσε ότι γεννήθηκα στην Κερασούντα και αυτό γράφει μέχρι και σήμερα η ταυτότητά μου. Αλλά εγώ γεννήθηκα στη Ρωσία, στο χωριό Αρναούτι. Σήμερα, είμαι η ζωντανή ιστορία του χωριού μου». Μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και το βλέμμα του γεμίζει με εικόνες που τις μεταδίδει με θαυμαστή διαύγεια και πιστότητα. Θυμάται λεπτομέρειες, λες και αυτές αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν πρόσφατα.
«Το 1917 ξέσπασε η μπολσεβίκικη επανάσταση και ο πατέρας μου, που είχε μείνει μόνο αυτός ζωντανός από τα υπόλοιπα τέσσερα αδέλφια της οικογένειας από τη γενοκτονία του Πόντου, αναγκάστηκε να φύγει από το Σοχούμι μαζί με τον Ελληνισμό του Καυκάσου για να σωθούν από το κυνηγητό. Φτάσαμε στο λιμάνι του Βατούμ, όπου μας περίμεναν τρία ελληνικά πλοία για να μας πάρουν. Ένα από αυτά θυμάμαι ότι ήταν το “Αβέρωφ”. Όμως, ο ρωσικός στόλος δεν άφηνε στα δικά μας πλοία να πλησιάσουν στο λιμάνι. Εκεί μείναμε κάπου τρεις μήνες, μέχρι που μπήκαμε στα καράβια και φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη. Με τη Συνθήκη των Σεβρών του 1919, η Ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα. Μας μετέφεραν, τότε, με εντολή του Βενιζέλου στην Ανατολική Θράκη. Εγκατασταθήκαμε στο Γενίκιοϊ, κοντά στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου ζήσαμε μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922. Εκεί, ο πατέρας μου είχε γνωριστεί με έναν λοχαγό του τουρκικού στρατού, που αργότερα όταν οι Έλληνες βρεθήκαμε διωκόμενοι και πάλι από τους Τούρκους, μάς βοήθησε να περάσουμε με ασφάλεια τον Έβρο και να καταλήξουμε μέσα από τα ελληνικά σύνορα. Μείναμε για τρεις μήνες στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) και καταλήξαμε στο Θρυλόριο που τότε ήταν ένας λόφος και πεύκα.
Δεν γύρισαν ποτέ... Αν και μικρό παιδί τότε, ο 93χρονος σήμερα Γιάννης Σαββίδης κρατά στη μνήμη του ζωντανές τις εικόνες. «Όταν ξεκίνησαν οι ταραχές στον Πόντο, οι τσέτες ερχόταν νύχτα στα χωριά μας και έπαιρναν τους άντρες μέσα από τα σπίτια. Οι πιο πολλοί από αυτούς δεν γύρισαν ποτέ. Το μεγάλο κύμα των διώξεων δέχτηκε η Κερασούντα και η Σαμψούντα.
Τον πατέρα μου για καλή του τύχη, τον άρπαξε ένας θείος του, τον έκρυψε και τον φυγάδευσε στη Ρωσία στην περιοχή του Καυκάσου», περιγράφει. «Αργότερα, το 1917 με την επανάσταση των μπολσεβίκων, ήρθαν κάποιοι στα χωριά μας και ξεσήκωσαν τους Έλληνες του Καυκάσου να φύγουν για την Ελλάδα. Και πράγματι ήταν πολλοί εκείνοι, μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου, που πήραν και πάλι τον δρόμο ενός νέου ξενιτεμού».
Μας χώρισε ο πόλεμος
«Η ανταλλαγή των πληθυσμών σημάδεψε τη ζωή μας. Εμείς μάθαμε να ζούμε με άλλους ανθρώπους και κυρίως με τους μουσουλμάνους, Δεν μας ένοιαζε το γεγονός ότι ήταν μουσουλμάνοι. Μας χώρισε βέβαια ο πόλεμος, αλλά σ΄ αυτόν δεν συμμετείχε ο απλός λαός. Συμμετείχαν οι τσέτες και ο Τοπάλ Οσμάν τον οποίο και αυτόν στο τέλος τον σκότωσε ο ίδιος ο Κεμάλ, όταν άρχισε να αποκτά πολύ μεγάλη δύναμη.
Εμείς πιστεύαμε τον Βενιζέλο. Όταν μας είπαν ότι απελευθερώθηκε η Ανατολική Θράκη και ότι ο Βενιζέλος μας έστελνε εκεί, το δεχτήκαμε ως επιστροφή στην Ελλάδα, που την αισθανόμασταν ως μητέρα πατρίδα. Πού να φανταστούμε ότι στη Μικρασία θα γίνει αυτό το κακό; Λέγαμε ότι στην Ανατολική Θράκη βρήκαμε επιτέλους μια καινούργια πατρίδα. Αλλά αυτό κράτησε μόνο τρία χρόνια. Μετά όλα άλλαξαν. Οι Τούρκοι που μας είδαν να φεύγουμε από εκεί, δεν χάρηκαν. Αλλά πόλεμος ήταν. Φύγαμε...
Νοσταλγία και πόνος. «Ο πατέρας μου μέχρι που πέθανε, πριν από 20 χρόνια, μου έλεγε ότι ήθελε να πάει πίσω στην πατρίδα. Δεν μπορώ να πω ότι μου μετέδωσε μίσος. Πόνο θα το έλεγα και νοσταλγία πιο πολύ».
Οι τσέτες ήταν οι δήμιοι των Ποντίων
«Από μικρό παιδί άκουγα για τους τσέτες και τον Τοπάλ Οσμάν. Ήταν οι δήμιοι του Ποντιακού Ελληνισμού. Το μυαλό των μεγαλυτέρων ήταν πάντα στην πατρίδα. Ήταν άσβεστος ο πόνος της χαμένης πατρίδας και μεγάλος ο καημός για εκείνους που δεν γλίτωσαν και δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα».
Όπως αναφέρει ο Γιάννης Σαββίδης, δεν θέλησε ποτέ να πάει πίσω στον Πόντο.
«Δεν ήθελα να δω τα μέρη όπου εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, εκεί που έχασαν τη ζωή τους τόσοι άνθρωποι. Τι να πήγαινα να δω; Χαλάσματα;
Προτιμούσα να έχω στο μυαλό μου τις εικόνες των διηγήσεων των παιδικών μου χρόνων, τότε που υπήρχε ένας τόπος που ήκμαζε οικονομικά, όπου ζούσαν αρμονικά χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Όλοι μαζί μιλούσαν και τραγουδούσαν στην ποντιακή διάλεκτο. Τους μουσουλμάνους του Πόντου τους έλεγαν Λαζούς και εμείς οι Πόντιοι ήμασταν χριστιανοί, μέχρι που μας χώρισε ο πόλεμος».
Υπήρξαμε, όμως και προοδευτικός πληθυσμός. Το χωριό μας, το Θρυλόριο, ήταν από τα πρώτα στη Θράκη που απέκτησε γεωργικό συνεταιρισμό, θεριζοαλωνιστική μηχανή και τρακτέρ. Υποστηρίζαμε με πάθος τον Βενιζέλο, ήμασταν σχεδόν όλοι του Φιλελεύθερου Κόμματος και αυτό το πληρώσαμε όταν ο εθνικός διχασμός χώρισε τους Έλληνες. Όμως, σταθήκαμε όρθιοι».