“Τελευταίο γράμμα απ' τον Πόντο” - Συνέντευξη με τον συγγραφέα. Ε. Βιληγέννη |
Καλησπέρα σας, κ. Βιληγέννη. Το τελευταίο σας συγγραφικό πόνημα, το μυθιστόρημα με τίτλο “Τελευταίο γράμμα απ' τον Πόντο”, είναι βασισμένο στην πραγματική ιστορία του Νικόλα Γιαννουλίδη. Σε ποιον βαθμό αυτά έχουν μεταφερθεί αυτούσια στο έργο σας και με ποιον τρόπο απηχούν το ευρύτερο βίωμα του Ποντιακού Ελληνισμού;
Καλημέρα σας και σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Το «Τελευταίο γράμμα απ’ τον Πόντο», είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Πηγή έμπνευσης και ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο παππούς μου, ο Νικόλας Γιαννουλίδης. Η ιστορία του αποτέλεσε την βάση του μυθιστορήματος, ενώ κάποια από τα γεγονότα που καταγράφονται είναι εμπνευσμένα από προφορικές μαρτυρίες προσφύγων προερχόμενων από την ίδια περιοχή του Πόντου.
Από εκεί και πέρα, η μυθοπλασία έρχεται να συμπληρώσει τα κενά που αφήνει η αυθεντική ιστορία του ήρωα, με σεβασμό αφενός στον χαρακτήρα του ίδιου και αφετέρου στα βιώματα του Ποντιακού Ελληνισμού. Τη ζωή στον Πόντο, την πίστη και την αγάπη για την πατρίδα, τη φιλομάθεια και την εργατικότητα. Τις σχέσεις με τους Τούρκους και το πλαίσιο των διώξεων. Ακόμη τη προσφυγιά και τα παρεπόμενά της: τη φτώχεια, τις αρρώστιες, την έλλειψη αποδοχής. Και στο τέλος το πείσμα και τη θέληση για ζωή που θριαμβεύουν.
Πέρα από τα παραπάνω η σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας στην περίπτωση του δράματος του Ποντιακού πολιτισμού εμφανίζει μία ιδιαιτερότητα που εγώ προσωπικά την ένοιωσα καθώς προχωρούσα στο κείμενο. Η έκταση και η ένταση των θλιβερών γεγονότων εκείνης της περιόδου ήταν τέτοια, που κάποιες φορές η μυθοπλασία μοιάζει φτωχή απέναντι στην περιπτωσιολογία της ιστορίας.
Ποιο υπήρξε το ερέθισμα για τη συγγραφή του μυθιστορήματός σας; Έπαιξε κάποιον ρόλο σε αυτή κάποια προφορική ιστορία και, αν ναι, ποιος εκτιμάτε ότι είναι ο ρόλος των προφορικών ιστοριών στη διάσωση της μνήμης και του βιώματος;
Το ερέθισμα για την συγγραφή του βιβλίου αποτέλεσε ένα μικρό εικοσασέλιδο κείμενο που περιέγραφε συνοπτικά την ιστορία του παππού μου. Το κείμενο αυτό συνέγραψε ο θείος μου, γιος του ήρωα του βιβλίου, στηριζόμενος στις κατά καιρούς λακωνικές αφηγήσεις του τελευταίου πριν πολλά χρόνια. Αυτό το κείμενο αποτέλεσε το ερέθισμα, την αφορμή για να ξεκινήσω να γράφω «κάτι».
Βέβαια η συγγραφή του βιβλίου οφείλεται σε μια προσωπική μου ανάγκη. Την ανάγκη να γυρίσω πίσω στον χρόνο διορθώνοντας κάποια πράγματα. Όπως το να «μιλήσω» με τον παππού μου για εκείνα τα χρόνια.
Όσο αφορά στις προφορικές μαρτυρίες, θα έλεγα ότι αυτές εισφέρουν σημαντικά στην ιστορική έρευνα, με την αμεσότητα του προφορικού λόγου, το προσωπικό ύφος του αφηγητή, την εξαντλητική περιπτωσιολογία των γεγονότων. Από την άλλη, οι προφορικές μαρτυρίες, ιδίως όταν δεν είναι αποτέλεσμα μεθοδολογικής έρευνας ή δεν είναι πρωτογενείς, θα πρέπει κατά την άποψή μου να λειτουργούν συμπληρωματικά των θεμελιωδών γραπτών πηγών (ιστοριογραφικά κείμενα, πρωτογενή δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα κ.ο.κ.).
Κατά πόσον οι εμπειρίες του Ποντιακού Ελληνισμού κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ταυτίζονται με εκείνες του Μικρασιατικού Ελληνισμού εν γένει; Σε ποια σημεία ταυτίζονται, στον βαθμό του εφικτού, και σε ποια διαφέρουν;
Το ερώτημα αυτό θα μπορούσε να απαντηθεί από ιστορικούς και μελετητές του Ποντιακού Ελληνισμού.
Ενδεικτικά, θα έλεγα ότι τόσο ο Μικρασιατικός όσο και ο Ποντιακός Ελληνισμός αποτέλεσαν αντικείμενο ενός ενιαίου πολιτικού σχεδίου εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου. Μάλιστα οι διώξεις ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα σε Πόντο και Μικρά Ασία. Η «έξοδος» των προσφύγων και η υποδοχή τους έγινε σχεδόν ταυτόχρονα, με κοινό προορισμό και ενιαία υποδοχή.
Από την άλλη, τα διαφορετικά γεωγραφικά δεδομένα Πόντου και Μικράς Ασίας, καθιστούσαν διαφορετικές τις δυνατότητες, αλλά και τις εμπειρίες του Ποντιακού και του Μικρασιατικού Ελληνισμού αντίστοιχα. Έτσι για παράδειγμα για το Ποντιακό στοιχείο, η φυγή ή η μετανάστευση στη Νότια Ρωσία ήταν πάντα μία εφικτή λύση, η οποία ως ένα βαθμό ξεκίνησε νωρίτερα. Από την άλλη η Μικρά Ασία, τα παράλια αυτής και τελικά η Σμύρνη είχαν μία πιο άμεση και αμφίδρομη σχέση με την Ελλάδα, κυρίως λόγω της γειτνίασής της με αυτήν, η δε «έξοδος» ακολούθησε την ολοκληρωτική ήττα του Ελληνικού Στρατού.
Στο μυθιστόρημά σας η συνάντηση δύο, γερόντων πια, ανθρώπων που εγκατέλειψαν ένεκα βίας τις εστίες τους και η συγκίνηση που βιώνουν από κοινού είναι μια από τις στιγμές που ξεχωρίζουν. Απηχεί αυτή η συνάντηση κάποια προσωπική σας πεποίθηση ή κάποια εμπειρία σας;
Η συνάντηση αυτή καθ’ αυτή δεν υπήρξε ποτέ. Υπάρχει όμως η εξής ιστορία: Πριν αρκετά χρόνια ένας ανταλλάξιμος Τούρκος γέροντας, πρόσφυγας του ’22, έφτασε στο χωριό του ήρωα (Παναγίτσα Πέλλας), όπως ακριβώς περιγράφει το βιβλίο. Ο γέροντας αυτός συνοδεύονταν από τους γιους του και έκανε αυτό το ταξίδι με σκοπό ζωής να δει για τελευταία φορά τα μέρη στα οποία έζησε ως παιδί. Από τότε τα παιδιά, τα εγγόνια, συγγενείς αυτού του γέροντα, καθώς και φίλοι αυτών, έχοντας αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς φιλίας με το χωριό, μας επισκέπτονται κάθε χρόνο. Αυτή η ιστορία, που έχει πολύ περισσότερες προεκτάσεις, με ενέπνευσε ως προς την συνάντηση των δύο γερόντων.
Από την άλλη, η συνάντηση των δύο γερόντων εκπληρώνει και ένα διπλό στόχο. Αφενός, είναι ένας έμμεσος τρόπος - με όχημα την λογοτεχνία θα έλεγα - να «αναγκάσω» τον παππού μου να μιλήσει, έστω και τώρα. Ξέρουμε, ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν μιλούσαν πολύ για εκείνα τα χρόνια. Αφετέρου, η συμμετοχή του Τούρκου γέροντα, είναι μίας μορφή αποδοχή της ύπαρξης ενός παράλληλου δράματος και από την «άλλη πλευρά», έστω και μειωμένης έκτασης και έντασης.
Υπάρχει κάποιο μήνυμα ή κάποια ευρύτερη ευαισθητοποίηση που θα επιθυμούσατε να αποκομίσει ο αναγνώστης του “Τελευταίου γράμματος απ΄ τον Πόντο”;
Τα μηνύματα είναι περισσότερα, άλλα προφανή και άλλα όχι. Μέσω της ιστορίας του παππού μου επιδιώκεται η μνημόνευση και απόδοση τιμής σε κάθε παππού και γιαγιά εκείνης της περιόδου αλλά και γενικότερα τους παππούδες και τις γιαγιάδες κάθε εποχής.
Ένα ακόμη μήνυμα έγκειται στην σκληρή και απαιτητική προσπάθεια συμφιλίωσης. Συμφιλίωση με τον παρελθόν, συμφιλίωση με τον «εχθρό» ως αναγκαία συνθήκη για το μέλλον. Κι αυτό προσπάθησα να το επικοινωνήσω τόσο μέσα από την πλοκή των γεγονότων, όσο και μέσα από τους χαρακτήρες της ιστορίας του βιβλίου.
Παράλληλα με τα προηγούμενα - αλλά όχι σε αντιδιαστολή θα έλεγα - όπως κάθε σχετικό βιβλίο, έτσι και αυτό επιδιώκει να συμβάλλει στην αέναη προσπάθεια διατήρησης της ιστορικής μνήμης του Ποντιακού Ελληνισμού στον ελάχιστο βαθμό που της αναλογεί, με θεμέλια την βαρύτητα των ιστορικών γεγονότων και τα προσωπικά βιώματα και χρήσιμο αρωγό την τέχνη της μυθοπλασίας.
Τέλος, μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος ασχολείται με την πρώτη περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, την Μακρόνησο ως τόπο κάθαρσης και το Πειραιά ως τόπο υποδοχής, μία περίοδο κατά την άποψή μου, υποτιμημένη.
Μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα εδώ.