Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

Γιώργος Ιωαννίδης: Έχουμε επικεντρωθεί στην τέχνη και στην τεχνική και χάσαμε την ψυχή




Άλλο πράγμα είναι να λες «άλφα» και «χι» κι άλλο να τραγουδάς «ΑΧ» και να πονάς

του Θεόφιλου Κωτσίδη

Βρεθήκαμε πριν από λίγες μέρες με το γνωστό τραγουδιστή Γιώργο Ιωαννίδη, ο οποίος μας παραχώρησε μια συνέντευξη εφ΄όλης της ύλης. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, υπήρξαν στιγμές συγκίνησης και αυτοσαρκασμού. Το χιούμορ του, οι αγωνίες του, οι απόψεις του, έδειξαν έναν άνθρωπο που δε γνωρίζαμε αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του και που με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι δε διστάζει να εκφραστεί και να υποστηρίξει τα πιστεύω του.

Άρτιος τραγουδιστής πια, με μια φωνή που σπανίζει, έχοντας κλασσική μουσική παιδεία και γνωρίζοντας βυζαντινή μουσική, έχει πειραματιστεί μουσικά σε πολλά μονοπάτια. Συζητά μαζί μας, για σημαντικούς σταθμούς στην πορεία του, για την παράδοση, για το ρόλο των συλλόγων και τα μελλοντικά του σχέδια. Γεννημένος στο Λευκώνα Σερρών, με καταγωγή από το Ορτάκιοϊ του Καρς από την πλευρά του πατέρα του Αριστοτέλη και τη Νικόπολη (Γαράσαρη) από την πλευρά της μητέρας του Θεοδώρας, δηλώνει Καρσλής, αλλά βλέπει τον Πόντο στο σύνολό του, καθώς «δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να διαχωρίζουμε περιοχές με διενέξεις», όπως μας είπε.

Φέτος κλείνει 24 χρόνια επαγγελματικής καλλιτεχνικής διαδρομής

- Προέρχεσαι από μια οικογένεια που έχει ως παρακαταθήκη το γνωστό λυράρη «Παύλο τον Καρσλή». Τι θυμάσαι από αυτή την κληρονομιά και ποιους άλλους λυράρηδες βίωσες ως παιδί;

Ο Παύλος ο Καρσλής ήταν ο αδελφός του παππού μου του Λάζου Ιωαννίδη. Τον Παύλο δεν τον πρόλαβα και τον γνωρίζω μόνο από τις ηχογραφήσεις της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και ορισμένες άλλες, από το αρχείο του Παύλου Φωτιάδη. Γνώρισα, όμως, το γιο του τον Κώτσο, που ήταν θείος μου (Ο καμπούρτς ο Κώτσον, έτσι τον λέγανε), που ήταν εξαιρετικός λυράρης. Ήταν στην ουσία ο τοπικός μας καλλιτέχνης, που έπαιζε σε γάμους και χορούς, με αξιοζήλευτη δεξιοτεχνία. Άλλοι ξακουστοί λυράρηδες στην περιοχή ήταν ο Γιούρας (Γιώργος Κοσμίδης, από το χωριό «Παλαιόκαστρο» Σερρών, με καταγωγή από το Καρς), ο Πηλίτσος στη λύρα αλλά και ο Κεσίδης και ο Ιακωβίδης στο κλαρίνο, κάτι που δεν έλειπε από τους γάμους της δεκαετίας του ΄80. Θυμάμαι με νοσταλγία αυτά τα παιδικά μου βιώματα. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε δυο μέρες κι εμείς σαν παιδιά συμμετείχαμε σε όλα τα έθιμα (΄ς σο σκοινίν μπροστά από την εκκλησία, ακούγαμε τον τελάλ΄ στο χάρισμαν που το λέγαμε «σατσού», το θύμισμαν), βιώνοντας έτσι την καταγωγή μας ασυνείδητα και αβίαστα.

- Άρα αυτός ήταν ο ποντιακός σου κόσμος σαν παιδί. Πως ξεκίνησες να τραγουδάς;

Εξ αρχής δεν πίστευα ότι θα ακολουθήσω αυτή την πορεία. Το «ποντιακό» το βίωνα στην καθημερινότητά μου, παίζοντας πάνω στο δουρβάν της γιαγιάς μου της Μαρίας, η οποία και μας μεγάλωσε, την έβλεπα στο «άλμεγμα», μου μιλούσε ποντιακά. Βέβαια, από έξι ετών ήμασταν στο σύλλογο του χωριού με τον αδελφό μου. Ο Λάζος ξεκίνησε πρώτα να ασχολείται με τη λύρα. Τον θυμάμαι στο σπίτι να παίζει κι εγώ τον συνοδεύω με ένα αρμόνιο, αλλά κάτι έλειπε, το τραγούδι. «Πες κάτι» με προέτρεπε κι έτσι δειλά δειλά άρχισα γύρω στα δεκατρία μου να τραγουδάω. Αργότερα, στην Εύξεινο Λέσχη Σερρών, συνοδεύαμε τα χορευτικά συγκροτήματα και συμμετείχαμε στον ετήσιο χορό του συλλόγου, χωρίς να έχουμε απαιτήσεις οικονομικές ή προβολής (πχ στην αφίσα). Ήταν αυτονόητο να είμαστε το «διάλειμμα» του εκάστοτε γνωστού τραγουδιστή, να συμμετέχουμε όσο χρειαζόταν (σε χρόνο) με ανταμοιβή να μαθαίνουμε κοντά τους, θεωρώντας το τιμητικό. Επαγγελματικά τραγούδησα πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, το 1997, στη «Λεμόνα».

Από τις πρώτες εμφανίσεις του Γ. Ιωαννίδη, ξεχωρίζοντας για το ιδιαίτερο χρώμα της φωνής του

- Ποια ήταν τα πρόσωπα που σημάδεψαν τη μουσική σου πορεία και σε συμβούλεψαν, ίσως, σε αυτή την καλλιτεχνική διαδρομή;

Από τον καθένα που γνώρισα προσπάθησα με σεβασμό να πάρω γνώσεις, και μουσικά και προσωπικά. Η πρώτη κασέτα που άκουσα ποντιακά ήταν του Γιώργου Σιδηρόπουλου. Βέβαια το πρώτο μου ίνδαλμα ήταν ο Γιάννης Κουρτίδης, ο οποίος με διόρθωνε όταν τραγουδούσα κοντά του. Με το που άκουσα το Χρύσανθο, εντυπωσιάστηκα. Ο Χρύσανθος, με σημάδεψε μουσικά και είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του. 

- Θυμάσαι κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό με το Χρύσανθο;

Ακούγοντάς με ο Χρύσανθος σε μια ποντιακή εκδήλωση στις Σέρρες γύρω στα 15 μου, μου είπε ότι ναι μεν έχω ταλέντο, αλλά για να ασχοληθώ με το ποντιακό τραγούδι πρέπει πρώτα να κάνω εξέταση στομάχου (γελάει). Θυμάμαι ότι με συμβούλευε πάντοτε και στο Χρύσανθο οφείλω τον τίτλο του cd «Άμον ταραήλτς». Στην ίδια εκδήλωση στις Σέρρες, τραγούδησα με το γνωστό λυράρη και δημιουργό τραγουδιών Γιάννη Τσανάκαλη. Τον Γιωργούλη Κουγιουμτζίδη, είχα την τύχη να τον συναντήσω στο κέντρο Κορτσόπον στην Αθήνα. Ήταν τιμή μου και χαρά που τραγούδησα μαζί του. Τη μεγαλύτερη χαρά την πήρα όταν μου πρότεινε να κάνουμε ένα cd με παλιά ποντιακά τραγούδια, μόνο λύρα και φωνή, έφυγε όμως ξαφνικά και δεν προλάβαμε.

Γ. Ιωαννίδης: εκτιμώ και θαυμάζω τον Κώστα Θεοδοσιάδη για το ήθος του

- Γνωρίζω ότι σου είχε ιδιαίτερη αδυναμία ο Θόδωρος ο Παυλίδης…

Από τον Θόδωρο Παυλίδη έμαθα πολλά ως προς τον επαγγελματισμό, αλλά και το να θεωρώ οικογένειά μου τους συνεργάτες μου. Ήταν ο καλλιτεχνικός μου πατέρας, όπως και ο άνθρωπος που μπορούσα να του εκμυστηρευτώ πολύ προσωπικές μου στιγμές. Δε μπορώ να μην αναφέρω τον Κώστα Θεοδοσιάδη, ο οποίος μου έμαθε να σέβομαι το συνάδελφό μου. Θυμάμαι ήμασταν κάποια στιγμή στο κέντρο Ακρίτας στην Κοζάνη κι όταν κατέβηκα από το πάλκο μου λέει «τραγουδάς καλά, αλλά να κοιτάς το ρολόι σου», υπενθυμίζοντάς μου ότι άργησα. Είναι ένας άνθρωπος που τον εκτιμώ, θαυμάζω το ήθος του και την ευθύτητα του χαρακτήρα του (αγαπώ Κώστα Θεοδοσιάδη).

- Πότε άρχισες να αναζητάς περισσότερα στοιχεία για την ιδιαίτερη καταγωγή σου;

Η δική μου η γενιά μέχρι το 2000 περίπου δεν είχε τον προβληματισμό να αναζητήσει κάτι περισσότερο, ίσως γιατί υπήρχαν ακόμη ηλικιωμένοι και δεν είχαμε την αγωνία της διάσωσης. Η σχέση μας με την ιδιαίτερη καταγωγή μας ήταν καθαρά βιωματική. Σταθμός στην αναζήτηση της ρίζας μου ήταν ο Νίκος Ζουρνατζίδης και οι έρευνές του, που με έκανε να ψάξω κι εγώ περισσότερο και όχι μόνο επιφανειακά, όπως και ο Αντώνης Παπαδόπουλος με την ιδιαίτερη χροιά στη λύρα του με προβλημάτισε κι αυτά που γνώριζα μέχρι τότε, με έκανε να τα αναθεωρήσω και να αρχίσω να αναζητώ την πηγή, την αλήθεια.

1995 με τον Γιάννη Βλασταρίδη (Τσανάκαλη)

- Μέχρι πότε υπήρχαν διαφοροποιήσεις τοπικές στα χωριά; Μέχρι πότε διατηρούσαν τις ιδιαίτερες ταυτότητες;

Μέχρι πριν λίγα χρόνια έβλεπες ξεκάθαρα τις διαφοροποιήσεις από χωριό σε χωριό. Θυμάμαι όταν πήγα για πρώτη φορά στην περιοχή της Κοζάνης και τραγούδησα καρσλίδικα, ο Λευτέρης τη Κοκκινά μου λέει «τραγουδάς πολύ ωραία, αλλά εδώ τα ακούσματα είναι διαφορετικά, πρέπει να μάθεις και τα δικά μας». Αγάπησα τους σκοπούς της Ματσούκας, τα δίστιχα, τον τρόπο διασκέδασής τους, μέσα από μουχαπέτια, που είχα την τύχη να βιώσω σε χωριά της Κοζάνης, της Καβάλας και της Ξάνθης.

Αντίστοιχα θυμάμαι κάποτε στο χωριό μου σε ένα συγγενικό γάμο, όταν άκουσαν αγγείον με φώναξε ο Ταήμς ο Θάνον: «άνεψε, έλα αδακά, ατό το μωρόν ντο κλαίει ντο έν΄;». Θέλω να πω ότι υπήρχαν ακόμη οι ιδιαίτερες ταυτότητες.


Πλέον τα social media έδωσαν την ευκαιρία σε ανθρώπους να αναδειχθούν μέσω της εικόνας και η υπερβολική έκθεση στο διαδίκτυο έκανε την εικόνα τους οικεία στο κοινό. Από την άλλη όμως έχει απομυθοποιηθεί η εικόνα του «καλλιτέχνη». Για παράδειγμα, πηγαίναμε να δούμε έναν καλλιτέχνη κι όταν παίρναμε ένα αυτόγραφο είχε αξία και μας έδινε μεγάλη χαρά, μέχρι να τον ξαναδούμε μετά από μήνες, με την ίδια λαχτάρα. Σήμερα, σε καθημερινή βάση παρακολουθούμε τη ζωή του καθενός, τόσο καλλιτεχνικά, όσο και προσωπικά.

Άρα μέσω των social media έχουν χαθεί οι τοπικές ταυτότητες. Πλέον ανοίγεις το YouTube και μπορεί να δει ο Καρσλής από το Λευκώνα Σερρών τον τρόπο που διασκεδάζει ο Ματσουκάτες στα παρχάρια της Κοζάνης ή το αντίστροφο. Αυτό όμως αφαιρεί το βίωμα. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να ακούν όλοι τα εμπορικά, τα «χιτ» και όσα προβάλλονται, γιατί το ποντιακό κριτήριο το διαμορφώνει κυρίως το διαδίκτυο, που αντικατέστησε την οικογένεια, το βίωμα, το σύλλογο.

Με τον Αχιλλέα Βασιλειάδη σε στιγμές "Παρακάθ" στη Δράμα 

- Από όσο γνωρίζω, είσαι ένας καλλιτέχνης που δεν θέτεις όρια  ανάμεσα στην παράδοση και στη νεωτερικότητα. Εκφράζεσαι ανάλογα με τα συναισθήματά σου. Πότε θεωρείται ένα τραγούδι «νεοποντιακό»; Τι είναι παραδοσιακό σήμερα;

Από τη στιγμή που ζούμε στην Ελλάδα και όχι στον Πόντο, ανάμεσα σε νησιώτες, σαρακατσάνους, θρακιώτες κτλ, και τα μουσικά μου ακούσματα δεν είναι μόνο ποντιακά, αποφεύγω τον όρο «παραδοσιακό».

Κι επειδή μου ζητάς να προσδιορίσω τα όρια, στα νεοποντιακά δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα όρια και με ενοχλεί αυτή η ισοπέδωση. Κατανοώ απόλυτα πως κάθε εποχή έχει τις δικές τις ανάγκες και τη δική της διαφορετικότητα, ωστόσο κάποτε ακόμη κι αυτοί που τραγουδούσαν νεοποντιακά, είχαν το ήθος να κάνουν και ένα παραδοσιακό πρόγραμμα. Τώρα στο όνομα του ποντιακού, ακούμε τελείως διαφορετικές μελωδίες. Υπάρχουν απαράβατοι κανόνες. Με βάση το χθες, βρισκόμαστε στο σήμερα και χτίζουμε το αύριο. Για παράδειγμα, το τραγούδι «Τ΄άλογον ΄καβάλκεψα» βασίζεται στο «Κορτσόπον λάλμε» και πληροί τα χαρακτηριστικά που το κάνουν «ποντιακό» και όχι μόνο «νέο». Υπάρχουν και καλά νεοποντιακά, υπάρχουν και κακά παραδοσιακά.

Με τον αδερφό του Λάζο, συνυπήρξαν μουσικά ως δίδυμο για πολλά χρόνια, πριν ο Λάζος αναζητήσει νέα μουσικά μονοπάτια

- Τι έχει αλλάξει; Τι έχει χαθεί; Που πάμε μουσικά τελικά;

Έχουμε επικεντρωθεί στην τέχνη και στην τεχνική και χάσαμε την ψυχή. Άλλο πράγμα είναι να λες «άλφα» και «χι» κι άλλο να τραγουδάς  «ΑΧ» και να πονάς κι ας μην είναι τόσο τεχνικό αυτό το «αχ», με ενδιαφέρει να δω την ψυχή σου. Σε ότι αφορά τη λύρα, χτυπάει κατευθείαν στο DNA μου όταν ακούω σήμερα στο σημερινό Πόντο το παλινδρομικό δοξάρι και την αχαρακτήριστη στο πρώτο δάχτυλο (που δε μπορεί να τη συνοδέψει αρμόνιο). Σε εμάς έγιναν όλα μινόρε και ματζόρε κι ας φαίνονται πιο σωστά τεχνικά. Εκεί χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά, όχι μόνο στα αυτιά.

- Επειδή ανέφερες το παίξιμο στον Πόντο. Πήγες στην Τραπεζούντα. Περιέγραψε μου κάποια ιδιαίτερη στιγμή από εκεί.

Θα σου πω κάτι πολύ απλό, αλλά μοναδικό και συγκινητικό για μένα. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση όταν κατέβηκα στην Τραπεζούντα και μπήκα σε ένα φούρνο. Εκτός του ότι μοσχοβολούσε το ψωμί, είχε μπροστά στον πάγκο ένα μεγάλο κομμάτι βούτυρο με ένα μαχαίρι και έβαζαν πάνω στο ζεστό ψωμί. Αυτό μου θύμισε τα παιδιά μου χρόνια, που τρώγαμε ζεστό ψωμί με βούτυρο. Κάτι τόσο απλό, που πλέον δεν υπάρχει.


- Ας επανέλθουμε στη σημερινή κατάσταση. Έχεις γυρίσει με τη δουλειά σου πολλά χωριά, έχεις συνεργαστεί με πολλούς συλλόγους. Που επικεντρώνεις το ζήτημα των νεοποντιακών ακουσμάτων;

Για το ρόλο και την ευθύνη του μουσικού, του τραγουδιστή, μίλησα παραπάνω. Ωστόσο θεωρώ πως το σημερινό βίωμα, η σημερινή βιωματική σχέση που μπορεί να αποκτήσει ένα νέο παιδί, είναι μέσα στο σύλλογο. Ο σύλλογος είναι σήμερα η άλλοτε παραδοσιακή κοινωνία, ο παππούς, η γιαγιά, τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα.  Άρα λοιπόν και οι σύλλογοι έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Όλες αυτές οι χιλιάδες κόσμου στα πανηγύρια, οι εκατοντάδες λυράρηδες θεωρώ ότι είναι μια οφθαλμαπάτη, εφόσον δεν αξιοποιούνται στο βωμό της παράδοσης. Ναι, κάποτε ντύναμε κοριτσάκια με ζίπκες γιατί δεν είχαμε κόσμο. Τώρα που έχουμε, τους καθοδηγούμε σωστά; Τους δίνουμε γνώση; Ο χορός είναι μόνο πρόβα; Μόνο γυμναστική; Όλο αυτό που η δική μου γενιά ονόμαζε «ποντιακό», τείνει να μεταλλαχθεί σε κάτι διαφορετικό. Πόσα νέα παιδιά άραγε διάβασαν το «Ροδάφνον» του Διαμαντίδη; Δεν υπάρχει κανένα μέλλον χωρίς να ψάξεις τη ρίζα, την ιστορία, την πατρίδα.

Κι εγώ προσπαθώ, πέρα από την καλλιτεχνική μου ιδιότητα, να αλλάξω εκ των έσω την κατάσταση αυτή. Είμαι μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Ποντίων Ελευθερίου-Κορδελιού και με δική μου πρωτοβουλία διοργανώθηκαν ήδη δύο ημερίδες, για το χορό και τη μουσική. Αρκεί αυτό; Μήπως η γενικότερη κατάσταση έχει ξεφύγει; Μήπως είναι η ώρα να στραφούμε και πάλι προς την πηγή μήπως περισώσουμε κάτι; Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά δε θα σταματήσω να προσπαθώ. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια θεωρώ ότι όλοι, καλλιτέχνες, σύλλογοι, ιστορικοί, λαογράφοι, είμαστε κρίκοι μιας αλυσίδας, που ένας κρίκος να λείψει, η αλυσίδα θα διαλυθεί.

Με το Στάθη Ευσταθιάδη σε ηλικία 20 ετών στο κέντρο ΛΕΜΟΝΑ

- Μιας και ανέφερες τη στροφή προς την πηγή. Ο Φάρος Ποντίων ανακοίνωσε τη δημοσιοποίηση του αρχείου Ευσταθιάδη και τις ενδεικτικές επανεκτελέσεις ορισμένων ανέκδοτων παραδοσιακών τραγουδιών. Μάθαμε ότι  είσαι από τους βασικούς συντελεστές. Μπορείς να μας μεταφέρεις τις πρώτες εντυπώσεις σου; Τι να περιμένουμε να ακούσουμε;

Αρχικά θα ήθελα να αναφερθώ στον αείμνηστο Στάθη Ευσταθιάδη, τον οποίο γνώρισα όταν κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, το 1997. Ήταν μια φιγούρα που ένιωθες δέος μπροστά του. Το λαογραφικό του έργο φάνταζε τρομακτικό μπροστά μας. Ωστόσο, ο τόνος της φωνής του, ο τρόπος που μας καθοδηγούσε εμένα και το Λάζο, με μια κουβέντα, πάντοτε με ευγένεια, ήταν σαν πατρική φιγούρα για εμάς. Νιώθω πολύ τυχερός που τον γνώρισα. Οι επανεκτελέσεις αυτές είναι για μένα πρόκληση και ευθύνη απέναντί του και απέναντι στην παράδοση. Θα προσπαθήσω να τα αποδώσω πιστά και να είμαι αντάξιος όσων μου ανατέθηκαν.

Όσα θα ακούσετε δεν έχουν καμία σχέση με αυτά τα «χιτ» που παίρνουν “like” στην εποχή μας. Δε συγκρίνονται όμως, γιατί έχουν πολύ μεγαλύτερη μουσική και καλλιτεχνική αξία.

Πολλές ώρες δουλειάς στο πατάρι και στην καθημερινότητα. Με τον Λάζο Ιωαννίδη και τον Μπάμπη Κεμανετζίδη στο στούντιο.

- Με όλα αυτά και όντας ένας τραγουδιστής της εποχής σου, αναρωτιέμαι αν τραγουδάς για τον κόσμο ή για σένα. Τι σε εκφράζει τελικά;

Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου τραγουδάω για μένα. Αν εκφράζομαι εγώ, αυτό περνάει και στον κόσμο. Σίγουρα θα πω και εμπορικά τραγούδια, τα οποία βέβαια έχω γραμμένα σε χαρτί (γελάει). Αν με ρωτήσεις, με αυτά τα «χιτ» διασκεδάζει ο κόσμος, με τον ακριτικό κύκλο βιώνω την ιστορία, αλλά τα επιτραπέζια είναι ο κόσμος μου όλος.

- Αναφέρθηκες πολύ στον οργανωμένο ποντιακό χώρο. Τι παρατηρείς και σε ενοχλεί;

Υπάρχει έλλειψη επαγγελματισμού στο ευρύ ποντιακό πλαίσιο. Ο επαγγελματισμός συνδέθηκε με τις οικονομικές απολαβές ενώ δε βλέπουν το αποτέλεσμα. Ναι, χρειάζεται ένας καλός ηχολήπτης, ένας καλός φωτιστής για να παρουσιάσεις την παράδοσή σου όπως της αρμόζει. Πέρα από αυτό με ενοχλούν τα αυθαίρετα σχόλια «εμείς ζούμε από το ποντιακό κι οι άλλοι ζούνε για το ποντιακό» λες και εμείς δε νιώθουμε ή δε βοήθησαν οι καλλιτέχνες όπου χρειάστηκε στη δημιουργία συλλόγων, σε εκδηλώσεις μνήμης κτλ. Πρέπει να υπάρχει επαγγελματισμός στο χώρο, για να υπάρχει τραγούδι, χορός, γλέντι, ΠΟΝΤΙΑΚΟ. 

- Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου;

Εκτός από τις επανεκτελέσεις του αρχείου Ευσταθιάδη, θα ήθελα να συνεχίσω τις καταγραφές που ξεκίνησα (με το Θανάση Στυλίδη το «μα την Παναΐαν» σε μια διαφορετική παραλλαγή και με το Χρήστο Καλιοντζίδη του «Βενιάμ΄» την καϊτέν) με ένα τσιμερίτκον αλλά και ένα «Μουχαπέτ΄», ως αναβίωση, με φίλους, που θα κυκλοφορήσει στο You Tube. Με το προηγούμενο βίντεο «George and friends» ήθελα να αναδείξω ότι την παράδοση τη διατηρεί ή την αλλοιώνει ο τραγουδιστής και η λύρα (κι ας υπάρχουν και άλλα όργανα πίσω), με το μουχαπέτ΄ θα προσπαθήσω να προβάλλω το «βίωμα», ως στοιχείο που τείνει να χαθεί. Και γιατί όχι κάποτε να μην αξιοποιήσουμε την τεχνολογία για κέρδος της παράδοσης. Στα απώτερα σχέδιά μου για παράδειγμα θα ήταν να μπορούσαμε να έχουμε το ολόγραμμα του Χρύσανθου να περπατά στα χωριά του Καρς, να τραγουδά, να μας μιλά…

Με την κόρη του Θεοδώρα

- Γιώργο, σε έντονες συγκινήσεις εκφράστηκες ποτέ τραγουδώντας;

Πολλές στιγμές. Με την τέχνη εκφράζεις τον ψυχικό σου κόσμο, όπως στη γέννηση της κόρης μου. Αλλά και σε δυσάρεστες στιγμές, όπως στο θάνατο του Πόλιου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά από δουλειά και ξενύχτι πήγα στο μνήμα του Χρύσανθου και τραγούδησα. Κι άλλες φορές, πήγα στο χωριό, πάλι  «΄ς σα ταφία» στον παππού μου το Λάζο και τη γιαγιά μου τη Μαρία και τους τραγούδησα αυτό που μου έμαθαν αυτοί, το «Δεντρόπα πρασινόφυλλα». Αν δεν είναι αυτό παράδοση, τότε τι είναι;… (είπε κι έκλαψε)...