Κώστας Θεοδοσιάδης: Αν δεν ερωτευτεί η νεολαία με Ποντιακό στίχο, αν δεν πονέσει με Ποντιακά, δε θα υπάρξει συνέχεια |
Οι σπουδές μου είναι τα βιώματά μου - Τώρα τα γλέντια δε δημιουργούν βιώματα
Πριν από λίγες μέρες, αυθόρμητα και απρογραμμάτιστα, βρέθηκαν στον πολυχώρο «Ο Δρόμος του Μεταξιού» στην Αθήνα ο γνωστός Πόντιος τραγουδιστής Κώστας Θεοδοσιάδης και η Δρ Λαογραφίας Μυροφόρα Ευσταθιάδου. Συνομιλώντας εφ΄όλης της ύλης, παραδίδουν ορισμένους προβληματισμούς, μέσα από την πορεία ενός καλλιτέχνη που σημάδεψε ανεξίτηλα την ποντιακή μουσική, σχεδόν μισό αιώνα. Ο Κώστας Θεοδοσιάδης, σταθερός και συνεπής στις επιλογές του, με ήθος που σπανίζει, μιλά από καρδιάς. Η πολύχρονη πορεία του, η βιωματική σχέση του με την ποντιακή παράδοση όσο λίγοι, αλλά και η εμπειρία του στον οργανωμένο ποντιακό χώρο (πρόεδρος επί πολλά έτη στο σύλλογο του χωριού του, στην Πρασινάδα Δράμας) του δίνουν το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να νουθετήσει τη νέα γενιά, εκφράζοντας την αγωνία του για την πορεία της ποντιακής μουσικής ταυτότητας. Ο λόγος του μεστός, απλός, μιλά στην καρδιά και προβληματίζει σε βάθος.
Σε μικρή ηλικία στο παρχάρ με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. |
Καλώς και καλωσόρισες Κώστα!
Ας ξετυλίξουμε το νήμα κι ας πάμε στην αρχή, γιατί αυτό που είσαι διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πως θα περιέγραφες στο χωριό σου, την Πρασινάδα Δράμας τα παιδικά σου χρόνια, τα βιώματά σου εκεί;
Το χωριό μου ήταν μια ατόφια αναβίωση του Πόντου. Ήρθαν από τα Λιβάδια της Γαλίαινας (Κιαχιδαίοι το σόι του πατέρα του παππού μου) και αποβιβάστηκαν στην Καλαμαριά, ψάχνοντας έναν τόπο που να τους θυμίζει τα Λιβάδια. Η Πρασινάδα απέχει 60 χλμ από τη Δράμα και τότε δεν είχε καμία επικοινωνία με τα «εγκόσμια». Φαντάσου, μέχρι 16 ετών πίστευα ότι το μοναδικό μουσικό όργανο στον κόσμο είναι η λύρα! Ήμουν τυχερός διότι έζησα μαζί με τη πρώτη γενιά. Θυμάμαι τον Μήτον τ΄Ηλία που πέθανε 116 ετών και ήταν χαμαιλετάρτς ΄ς σην πατρίδαν (μυλωνάς), τον Καζέπ΄, τον Κιαχόγλη, τον Σιαμόγλη, τον Λαζάρογλη, τον Θεοδόη…Αλλά και κεμεντζετσήδες, ο Πιλίκον, ο Μήτον, ο Παπαδόπουλον, Κεμάλτς ο Χρήστον κ.ά.
Έτσι όπως τα ακούω είναι σαν να μεταφέρθηκαν τα Λιβάδια της Τραπεζούντας στην Πρασινάδα της Δράμας. Οι ίδιοι άνθρωποι, με τα ίδια έθιμα, αλλά και το ίδιο ήθος στο χαρακτήρα που σας μετέφεραν. Κι ένα μουχαπέτ΄, που ξεκίνησε από τη Γαλίαινα και συνεχίστηκε αδιάκοπα στα βουνά της Δράμας…
Όντως. Εγώ «εγεννέθα απές ΄ς σην κεμεντζέν»! Ξεκινούσαμε του Αγίου Νικολάου και τελειώναμε τα μουχαπέτια του Αγίου Γεωργίου. Το πρώτο μουχαπέτ΄ κρατούσε 3-4 μέρες. Ένας λυράρης και οι υπόλοιποι «μετέλλαζαν μεταξύ ατουν». Ατελείωτα γλέντια. Ξεκινούσαν από τα καφενεία και συνέχιζαν στο δρόμο, από σπίτι σε σπίτι. Δεν υπήρχε πόρτα κλειδωμένη. Εκείνη η ζιλ λύρα έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Ξημερώματα άκουγες τη μελωδία και αναρωτιόσουν σε ποιο σπίτι θα κατασταλάξουν. Και φυσικά όλοι τραγουδούσαν, τη χαρά τους, τον πόνο τους, τον έρωτά τους. Έκλαιγαν, πονούσαν, γελούσαν με το τραγούδι. Βίωναν την παράδοση στο έπακρο. Θυμάμαι γέροντες και γερόντισσες να λένε ατελείωτες ιστορίες για την πατρίδα, τα «μεσέλια» του Πόντου. Εγώ τραγουδούσα από μωρό. Ήταν μερακλήδες η οικογένειά μου. Ο Γιάννες ο Θοδόης (Κιαγχόγλης) ήταν ο καλύτερος χορευτής, με τα ώρας εχόρευεν Σέρρα, μια διαφορετική Σέρρα, τόσο στα τσακώματα (΄ς σο τσάκωμαν εχαλάουτον η κεμεντζέν), όσο και στη μελωδία και φυσικά, χωρίς νταούλι.
Κέντρο Κεσίδη: διακρίνεται ο Γώγος Πετρίδης και ο Γιώργος Κουσίδης |
Τραγουδούσες από όσο θυμάσαι τον εαυτό σου. Πως ξεκίνησες να παίζεις λύρα;
Τότε είχαμε παρχάρια, πηγαίναμε την Άνοιξη «ς σα μάντρας» και γύρω στα τέλη Μαΐου, «΄ς σον παρχάρ΄». Κι ανάμεσα στα τυροκομικά προϊόντα, «τα μιντζία, τα τυρία και τα βουτούρτα», έπαιρνα τη λύρα του ξαδέλφου μου του Περικλή του Λαζαρίδη και προσπαθούσα να παίξω. Ήμουν περίπου 13 ετών. Παρακαλούσα τη μάνα μου να τραγουδήσει για να βγάλω με τη λύρα τη μελωδία. Κάποτε, βρέθηκε μια σπασμένη λύρα του Ηλία Κωνσταντινίδη, την οποία, ύστερα από μιας εβδομάδας παρακαλετά, μου έδωσε η μάνα μου δέκα φράγκα και την απέκτησα! Πέρασε καπάκι ο θείον ο Μίτον ο χαμαιλετάρτς, βάλαμε χορδές συρμάτων από τα «τηλεφωνόξυλα», ρετσίνι από τα πεύκα και ξεκίνησα να παίζω.
Θυμάσαι το πρώτο μουχαπέτ΄ που έπαιξες;
Αν θυμάμαι λέει…Έπαιζα τρεις μέρες και δυο νύχτες. Ήμουν μόλις 16 ετών. Μόλις έκλειναν τα μάτια μου έτρωγα σφαλιάρα. «Θα σκοτώνετε το μωρόν», άκουγα, αλλά αμέσως ερχόταν η απάντηση: «ανάγκην ΄κ έ ’, το αίμαν αθε βράζ». Την τρίτη μέρα θυμάμαι είχε γεμίσει η μπλούζα μου από εκατοστάρικα αλλά παρακαλούσα να με αλλάξει κάποιος και να του τα δώσω!
1981 στο κέντρο "Κεσίδη" στη Δράμα με τον Θεόδωρο και τον αείμνηστο Γιώργο Κεσίδη |
Επαγγελματικά πως ξεκίνησες να παίζεις;
Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ επαγγελματικά. Γυρίζοντας από το στρατό ξεκίνησα να παίζω σε γάμους και το 1981 στο κέντρο του Κεσίδη στη Δράμα, στον οποίο οφείλω πολλά. Με στήριξε και με ανέδειξε σαν καλλιτέχνη. Δε θα ξεχάσω, όταν ορισμένοι τον παρότρυναν να φέρει ένα μεγαλύτερο όνομα στο μαγαζί του, εκείνος τους απαντούσε «εγώ και ο Θεοδοσιάδης να μείνουμε, δε θα φύγει από το μαγαζί μου, κάποτε θα ακριβοπληρώνετε να τον ακούσετε». Μου έλεγε πάντοτε να είμαι πρώτα άνθρωπος και μετά καλλιτέχνης. Ο καλλιτέχνης θα φύγει, «άνθρωπον θ΄ απομέν΄». Εκεί γνώρισα το Γώγο, το Χρύσανθο και άλλους. Αργότερα έπαιξα και στην Καβάλα αλλά η καριέρα μου απογειώθηκε όταν πήγα στην Αθήνα, στο Κορτσόπον, ύστερα από πρόσκληση του Νίκου Ζουρνατζίδη, μαζί με τον αείμνηστο Πόλιον και το Δημήτρη τον Καρασαββίδη.
Στο κέντρο "Παρακάθ" με τον Στάθη Ευσταθιάδη |
Έχεις μεγάλη δισκογραφία, ως λυράρης αρχικά, αλλά και μεταφέροντας τις μελωδίες της ιδιαίτερης πατρίδας σου, στη συνέχεια. Θυμάσαι κάτι ιδιαίτερο από τη δισκογραφική σου πορεία;
Ο δίσκος «Τραπεζούντα Νο 1» ήταν ο πρώτος που μπορώ να πω ότι αντιπροσώπευε τη δική μου, ιδιαίτερη ταυτότητα. Δε θα ξεχάσω όμως ένα τηλεφώνημα. Με πήρε ο πατέρας σου τηλέφωνο (σ. Στάθης Ευσταθιάδης) και μου λέει επιτακτικά, σε θέλω στο γραφείο μου! Κόπηκαν τα πόδια μου γιατί είχα βάλει και δυο νεοποντιακά μέσα, οπότε υπέθεσα ότι γι αυτό με θέλει καθώς ήταν αυστηρός με την παράδοση. Κατεβαίνω με δισταγμό στη Θεσσαλονίκη και μου λέει: Έκανες ένα δίσκο και έβαλες και νεοποντιακά. Μόλις πήγα να δικαιολογηθώ μου λέει «μπράβο σου, διότι έδωσες τέτοιο χρώμα, πχ στο Αναμένω, που ακούγονται σαν παραδοσιακά». Tώρα πια τα θυμάμαι αυτά με νοσταλγία και είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να συμμετέχω στις επανεκτελέσεις του αρχείου του.
Η εποχή του νεοποντιακού τραγουδιού παλαιότερα σε τι διέφερε με τη σημερινή εποχή; Υπήρχαν διαφορετικά όρια του «νέου» και του «ποντιακού»;
Με δυο λόγια, υπήρχαν νεοποντιακές εποχές, αλλά υπήρχαν και οι σφαλιάρες για να επανέλθεις. Ο καλλιτέχνης έβρισκε μπροστά του ένα τοίχος, μια νοητή διαχωριστική γραμμή. Ήξερε πως από εκεί και πέρα έπεφτε στο κενό. Όσοι επέμειναν στο νεοποντιακό, έφυγαν από το χώρο. Επιβίωσαν όσοι ακολούθησαν την παράδοση. Σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχουν ούτε όρια ούτε κενό. Οι νεοποντιακές δημιουργίες έχουν πάψει να είναι «ποντιακές» και πραγματικά αναρωτιέμαι αν οι εκφραστές τους σκέφτονται ότι υποσκάπτουν το ίδιο το μέλλον τους. Αν δεν υπάρξει ποντιακό τραγούδι, πως θα επιβιώσουν οι ίδιοι; Βέβαια και το κοινό έχει αλλάξει. Παλαιότερα ήμασταν πολλοί προσεκτικοί στο τι τραγουδούσαμε. Έλεγες μοιρολόι και το κοινό έκλαιγε, έλεγες τραγούδι αγάπης και ερωτευόταν, έλεγες τραγούδι πόνου και πονούσε. Κι αυτό το πάθος του κόσμου το ένιωθες και σε τροφοδοτούσε. Δυστυχώς τώρα δε μας καταλαβαίνει σχεδόν κανείς. Τραγουδάω εγώ κι ο άλλος βγάζει βίντεο το νταούλι, λέω επιτραπέζιο και έρχεται μου λέει παίξε «σαμψών». Κατανοώ πως δεν υπάρχουν τα δικά μας βιώματα που «εκαϊτελιάευαμε ΄ς σα παρχάρια». Αλλά ένας ρυθμός έμεινε; Ας μην καλούν τραγουδιστή! Ένα νταούλι κι ένα τουλούμ αρκούν για το γλέντι...
23-12-1993 στο κέντρο "Κορτσόπον" στην Αθήνα μαζί με αείμνηστο Πόλιο Παπαγιανίδη και τον Δημήτρη Καρασαββίδη |
Πέρα από τα διαφορετικά βιώματα, το ευρύτερο μουσικό περιβάλλον, το γρήγορο ρυθμό ζωής, σε ποιους θα αναζητούσες ευθύνες γι' αυτήν την κατάσταση;
Η ευθύνη ανήκει και στους καλλιτέχνες και στους συλλόγους. Εγώ ως καλλιτέχνης, μπορώ να δώσω στη νεολαία αυτά που ζητάει, αλλά παράλληλα να τους δείξω και το ποντιακό ηχόχρωμα, τη μελωδία, τη γλώσσα. Αν πεθάνει η γλώσσα δεν θα υπάρχει ποντιακό στοιχείο. Αν δεν ερωτευτεί η νεολαία με ποντιακό στίχο, αν δεν πονέσει με ποντιακά, δε θα υπάρξει συνέχεια. Δε συνάδει το πάθος τους με τα λόγια των τραγουδιών (πχ. χορεύουν και εκστασιάζονται με τον «Καραλάζο» και δεν κατανοούν ότι ο συγκεκριμένος στίχος αναφέρεται σε έναν πεθαμένο…). Και οι σύλλογοι φυσικά έχουν μεγάλη ευθύνη. Κατά την ταπεινή μου άποψη ορισμένοι σύλλογοι προτάσσουν την εμπορικότητα εις βάρος της παράδοσης. Ποιος είναι τελικά ο σκοπός ενός ποντιακού πολιτιστικού συλλόγου; Είναι κρίμα να μείνουμε μ΄ ένα ρυθμό και ένα κότσαρι…
Τι θα πρότεινες Κώστα στους συλλόγους; Πως να κινηθούν;
Η γλώσσα θα μπορούσε να διδαχθεί πιο απλά, γιατί, κακά τα ψέματα, η γραμματική και το συντακτικό είναι δύσκολα για ένα παιδί. Στα πλαίσια των προβών, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν με 5-10 γνωστά στα παιδιά τραγούδια. Τα τραγουδούν μηχανικά αλλά δε γνωρίζουν το περιεχόμενο των τραγουδιών. Προχωρώντας με τη μέθοδο αυτή σε ένα-δυο χρόνια θα γνωρίζουν τι ακούν, τι τραγουδούν. Και βέβαια στην κατεύθυνση αυτή βοηθά πλέον και ο «Ποντιακός Στίχος». Τα παιδιά κάνουν σπουδαία δουλειά.
Κρήτη: Σε αποστολή του χορευτικού τμήματος του Ποντιακού Συλλόγου Πρασινάδας "Οι Ακρίτες" |
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να επανέλθει η κατάσταση σε μια προγενέστερη μορφή; Είσαι αισιόδοξος;
Στα Σέρβια κάποτε ήμουν σε μια βραδιά όπου ο Πετρολούκας με τον Κυρίτση τραγουδούσαν επί μία ώρα ακουστικά και δεν ακουγόταν ανάσα, ανάμεσα σε 5000 κόσμο. Ήξεραν να ακούν την παράδοσή τους. Εμείς γιατί δεν την ακούμε πια; Στα Σούρμενα Αττικής ένας Κρητικός δάκρυσε με το «Αναστορώ». Άρα δεν είναι η εποχή που είναι γρήγορη ή ο ρυθμός που επικρατεί. Χιλιάδες νεολαίοι είναι στα ποντιακά πανηγύρια. Ας αξιοποιήσουμε αυτή την αγάπη τους για τον Πόντο. Ας τους καθοδηγήσουμε. Κι ας μην προτάσσουμε το επαγγελματικό. Το κάθε παιδί που θα μάθει λύρα να το καθοδηγούμε να αγαπήσει τη λύρα και όχι το μεροκάματο που θα προέρχεται από αυτήν. Κι ο γιος μου παίζει εξαιρετική λύρα, κι η κόρη μου τραγουδά, αλλά δεν τους ώθησα στον επαγγελματισμό, για πολλούς λόγους. Ξέρουν όμως να ακούν και να διασκεδάζουν. Δε χρειάζεται να είναι όλοι καλλιτέχνες. Κατανοώ πως προσπαθούμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα, αλλά εμείς που ζήσαμε με την πρώτη και δεύτερη γενιά, οφείλουμε να προσπαθήσουμε.
Υπήρξαν στην επαγγελματική σου πορεία στιγμές που ήσουν αισιόδοξος, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει;
Βεβαίως! Γι αυτό και επιμένω. Σε ένα χωριό που μου έλεγαν ότι ακούν μόνο νεοποντιακά, πήγα σε ένα γάμο. Στο τέλος, η βραδιά κατέληξε με είκοσι άτομα στην πίστα να ακούν επιτραπέζια και να κλαίνε. Και στην Αυστραλία, ένωσα την αγάπη και το πάθος νέων παιδιών που δεν ήξεραν να μιλούν καλά ελληνικά, αλλά άκουγαν επιτραπέζια και έκλαιγαν, σε έβλεπαν σαν την ίδια την ταυτότητα της Ελλάδας και τη νοσταλγία του Πόντου μαζί. Κι αυτό είναι για εμάς το μεγαλύτερο δώρο. Να νιώθεις ότι μιλάς στην ψυχή του άλλου. Βέβαια υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, περιοχές που κάποτε μας διόρθωναν ακόμα και μια λέξη και τώρα ο τρόπος διασκέδασής τους είναι μη ποιοτικός, μη ποντιακός… Ακριβώς για να αλλάξει η κατάσταση και από την αγάπη μου για την Πρασινάδα, ασχολήθηκα και με το σύλλογο του χωριού μου, από το 2000 και για μια δεκαετία, περνώντας από τη διοίκηση και ως χοροδιδάσκαλος με 120παιδιά μαθητές. Τα παιδιά διψούν να μάθουν, να γίνουν κοινωνοί της παράδοσής μας.
Στιγμές "Ποντιακής" μέθεξης σε μουχαπέτ στην Πρασινάδα Δράμας |
Συμμετέχεις σήμερα σε ένα μουχαπέτ΄;
Δε με εκφράζει με τον τρόπο που γίνεται. Εγώ βουρκώνω όταν τραγουδώ, αλλά και ο καθένας στο μουχαπέτ΄ παλιά έβγαζε την ψυχή του, έτρεχαν τα δάκρυά μας. Τώρα πια, δεν υπάρχει ουσία, θα τραγουδώ μόνο εγώ για να διασκεδάσω τους άλλους, σαν να περνάω από επιτροπή και όλοι θα είναι με ένα κινητό στο χέρι. Κι αν τυχόν τραγουδούν, πιο πολύ ρεσιτάλ στίχου είναι παρά μουχαπέτ΄… Μόνο με αναμνήσεις και νοσταλγίες διασκεδάζω πλέον. Τώρα τα γλέντια δε δημιουργούν βιώματα. Είναι σαν να πέφτει μια κουρτίνα την επόμενη μέρα και δε σου μένει τίποτα. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. Τελευταία άκουσα τον Αντέμ Εκίζ και ομολογώ πως δάκρυσα με δυο τραγούδια του, για τον πατέρα και για την πατρίδα. Είναι πιο βιωματικοί εκεί, ζουν ακόμη τον τρόπο ζωής μας, το ζουν και βγαίνει από την ψυχή τους…
Υπήρξαν δύσκολες στιγμές στην πορεία σου;
Δυο δύσκολες περιπτώσεις είναι χαραγμένες στη μνήμη μου. Όταν σκοτώθηκε ο αδελφός μου κι εγώ τραγουδούσα και όταν πέθανε η μάνα μου, το 2017. Ήταν στα τελευταία της. Την έλουσα, την έντυσα, τη χαιρέτησα και έφυγα στον Καναδά. Μόλις έφτασα, πληροφορήθηκα από τη γυναίκα μου ότι έφυγε…Την ώρα που την κηδεύανε, την ώρα που άλλοι τη μοιρολογούσαν, εγώ έπρεπε να τραγουδήσω. Επέστρεψα, πήγα στο μνήμα της, έκλαψα και μπήκα στην εντατική….
Τι είναι Πόντος για σένα;
Είναι η πατρίδα. Θέλω να προσκυνήσω στην Παναγία Σουμελά…
Ποιος στίχος σε εκφράζει;
Ένας στίχος που έγραψα για τους παππούδες μου, γιατί ένιωθα τη νοσταλγία τους για την πατρίδα, τόση νοσταλγία που μετέτρεψαν τη Δράμα σε Τραπεζούντα…
«Εγέρασα κι ο νους ιμ έν ΄ς σον τόπον ντ΄ εγεννέθα
εκεί όθεν ετράνυνα και ΄ς ση ζωην ευρεθα».
Λίγα λόγια για τον Κώστα Θεοδοσιάδη