![]() |
Σα Ταφία... |
Θυμάμαι το χωριό να μυρίζει Πάσχα και λιβάνι, όχι εκείνο το λιβάνι της Μεγάλης Εβδομάδας, το βαρύ…το άλλο, το ελαφρύ, εκείνο που το φέρνει ο ανοιξιάτικος αέρας και το μπλέκει με το άρωμα του τσουρεκιού, με το ρακί και τα λοιπά εδέσματα…
Ήμουν παιδί τότε και δεν πολυκαταλάβαινα γιατί πηγαίναμε πρωί-πρωί στην εκκλησία της Παναγίας και μετά στα μνήματα, φυσική συνέχεια της λειτουργίας… Οι μεγάλοι έστρωναν τα τραπεζομάντηλα, οι γυναίκες έβγαζαν αυγά και τσουρέκια, οι άντρες στεκόντουσαν σκυφτοί πλάι στους τάφους και περίμεναν τους ιερείς για το τρισάγιο. Εγώ τριγύριζα ανάμεσα στους τάφους με τον αδερφό μου, παίζαμε με τα κόκκινα αυγά και ψιθυρίζαμε το «Xριστός Ανέστη» μην τύχει και μας μαλώσουν οι μεγάλοι.
Ναι μου άρεσε εκείνη η μέρα…Ήταν χαρούμενη…καμία σχέση με την ιδέα του θανάτου που μας έκανε και φοβόμασταν. Εκεί πάνω απ’ τα μνήματα, όλοι μιλούσαν για τους νεκρούς σαν να ζούσαν ακόμα. «Ο παππούς σου θα γελούσε μ’ αυτό», έλεγε η γιαγιά. «Η γιαγιά σου πάντα μάλωνε τον πατέρα σου που έβαζε πολύ αλάτι στη σαλάτα», θυμόταν η θεία, μια συζήτηση σαν να ήταν όλοι εκεί, οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι, σε μια κοινή γιορτή.
Οι ήχοι της ποντιακής λύρας αντηχούσαν και οι μεγαλύτεροι έλεγαν δίστιχα, ενώ κάποιοι δεν δίσταζαν να χορέψουν…για να θυμηθούν. Το έθιμο ήταν ακριβώς αυτό: να κάνεις παρέα με τους απόντες, σαν να μην είχαν φύγει ποτέ…να στέκεσαι απέναντί τους με το κόκκινο αυγό στο χέρι και να τους λες: «Είμαι εδώ και δεν σε ξέχασα»…
Γιατί οι Πόντιοι πάντα πίστευαν πως οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται κοντά τους, ιδίως από την Ανάσταση ως την Πεντηκοστή. Δεν έκλαιγαν…καλωσόριζαν και το κοιμητήριο μεταμορφωνόταν σε αυλή σπιτιού, με τις σκιές των προγόνων καθισμένες δίπλα μας…σιωπηλοί και παρόντες.
Και μετά… μετά τα χρόνια πέρασαν, η γιαγιά έφυγε, η θεία δεν μπορούσε να κατέβει κι ο πατέρας κουράστηκε να κουβαλάει τραπεζομάντηλα και τσουρέκια, ώσπου κάποια χρονιά δεν πήγαμε και την επόμενη το ίδιο…Και κάπως έτσι το έθιμο έγινε ανάμνηση, όπως και οι άνθρωποι του.
Κάποτε πήγα μόνος μου.. δεν υπήρχαν τραπεζομάντηλα, ούτε τσουρέκια και κόκκινα αυγά, ούτε λύρες να παίζουν. Μόνο κάτι λιγοστοί, σιωπηλοί άνθρωποι, με το κερί στο χέρι. Μου ήρθε να φωνάξω «Χριστός Ανέστη», να τσουγκρίσω ένα αυγό και να μιλήσω για τη γιαγιά. Μα δεν έβγαινε φωνή….
Το ταφικό έθιμο των Ποντίων δεν είναι πένθος, αλλά ανάσταση…είναι μνήμη που δεν χάθηκε, γιατί είχε ρίζες…μόνο που κι αυτές οι ρίζες, αν δεν τις ποτίσεις με ιστορία, με λόγια και με παιδικά γέλια και με τσουγκρίσματα κόκκινων αυγών, ξεραίνονται.
Αν ποτέ αποκτήσω παιδιά, θα τους πάω στα μνήματα να τους δείξω πού καθόταν η γιαγιά, πώς άπλωνε με ευλάβεια το τραπεζομάντηλο…Να τους μιλήσω για τον παππού που έλεγε το «Χριστός Ανέστη» πιο δυνατά από όλους – λες και το ‘λεγε για να τον ακούσουν οι δικοί του στον Πόντο. Να τους δείξω πώς τσουγκρίζουμε τα αυγά κοιτώντας τον άλλον στα μάτια και πώς η λύρα – όταν ακουγόταν – έδενε το παρόν με το παρελθόν και τη ζωή με το θάνατο…Ίσως στην αρχή να τους φανεί παράξενο, μακάβριο, αλλά μετά – το ξέρω – θα αρχίσουν να ρωτούν για τους παλαιούς…
Και τότε θα ξέρω πως το έθιμο δεν χάθηκε…μπορεί να σώπασε λίγο, να έγειρε κουρασμένο στη μνήμη μας, μα δεν χάθηκε, γιατί όσο υπάρχει κάποιος να θυμάται, να πηγαίνει, να στρώνει, να τραγουδά και να γελά πάνω απ’ τα μνήματα… εκεί είναι η συνέχεια, είναι ρίζα, είναι σπίτι. Και δεν υπάρχει πιο ζωντανός τόπος από εκείνον που τον ποτίζει η μνήμη.
Γιατί το ταφικό έθιμο των Ποντίων δεν ήταν απλώς μια συνήθεια, ήταν μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη, απάντηση στη λήθη. Κι αν λιγοστέψουν οι λύρες και τα χέρια που απλώνουν τραπεζομάντηλα ανάμεσα στους σταυρούς…όσο υπάρχει ένας να διηγείται στο παιδί του την ιστορία του παππού και ένα αυγό τσουγκρίζει πάνω από μια φωτογραφία, όσο το «Χριστός Ανέστη» λέγεται έστω και ψιθυριστά μπροστά σε ένα μνήμα — η μνήμη θα κρατά ζωντανή την ιστορία…
Το Ταφικό Έθιμο των Ποντίων, γνωστό και ως «σα ταφία», είναι μια πανάρχαια παράδοση που διατηρήθηκε ακέραια μέσα στους αιώνες. Στον Ιστορικό Πόντο, συνήθως τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, αλλού του Θωμά και αλλού την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, οι οικογένειες επισκέπτονταν τα μνήματα, προσφέροντας φαγητό και περνούσαν χρόνο στους τάφους των αγαπημένων τους, μια πράξη πίστης στην Ανάσταση, αλλά και τιμής και αγάπης προς τους προγόνους.
Μετά τον ξεριζωμό, το έθιμο αυτό μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και συνεχίστηκε στις νέες πατρίδες και το κρατήθηκε ζωντανό, ενώ σε πολλές περιοχές τελείται ακόμη, με τον κίνδυνο της λήθης είναι πάντα παρών. Η αναβίωση του εθίμου δεν είναι απλώς πολιτιστικό καθήκον. Είναι η επιβίωσης της συλλογικής μνήμης… και ένα άσβεστο χρέος…
Πηγή: Aiolia