Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

«Οι Γενοκτονίες έγιναν. Τώρα είναι ώρα να αναγνωριστούν»

«Οι Γενοκτονίες έγιναν. Τώρα είναι ώρα να αναγνωριστούν»
«Οι Γενοκτονίες έγιναν. Τώρα είναι ώρα να αναγνωριστούν»

Υπάρχουν πληγές στην Ιστορία που δεν επουλώνονται, όχι επειδή η λήθη αρνείται να τις σκεπάσει, αλλά γιατί η μνήμη αρνείται να σωπάσει. Η Γενοκτονία των Ποντίων δεν ανήκει σε κάποιο σκονισμένο αρχείο του χθες. Είναι ένας ανοιχτός λογαριασμός με τον ανθρώπινο πόνο, μια πληγή που διασχίζει γενιές, μια φλόγα που, όσο κι αν την πολεμήσουν με σιωπή, καίει ακόμη στις λέξεις, στα βλέμματα, στα τραγούδια των απογόνων. Δεν είναι απλώς μια ιστορική καταγραφή, είναι μια άρνηση να ξεχαστεί, ένα «όχι» απέναντι στη λήθη που κατασκευάζει καινούργιες αδικίες κάθε φορά που θάβει τις παλιές. Οι Πόντιοι δεν ήταν περαστικοί από τον Εύξεινο Πόντο, ήταν ρίζες βαθιές, παλμούς ιστορίας, φορείς πολιτισμού που άνθισε πλάι στα κύματα. Από την εποχή του Ιάσονα μέχρι τα χρόνια της Βυζαντινής Τραπεζούντας, δημιούργησαν κοιτίδες φωτός: σχολεία, μοναστήρια, αγορές και εστίες παιδείας που αντιλαλούσαν λόγο και μουσική. Δεν αρκέστηκαν να κατοικούν· καλλιέργησαν τόπο και πνεύμα, πλέκοντας την καθημερινότητα με την τέχνη, τη γλώσσα με το ήθος. Όμως ο πολιτισμός αυτός, που άντεξε πολέμους, κατακτήσεις και αυτοκρατορικές ανακατατάξεις, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πιο αμείλικτο εχθρό: την απόφαση να εξαφανιστεί.

Στην αυγή του 20ού αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και ο εθνικισμός θεριεύει, το ποντιακό στοιχείο μπαίνει στο στόχαστρο μιας σκοτεινής μεθόδευσης. Δεν ήταν στιγμιαίος θυμός ή εκτροπή ενός εμφυλίου, ήταν πρόγραμμα, σχέδιο, μηχανισμός. Από το 1914 έως το 1923, πάνω από 350.000 ψυχές εξοντώθηκαν μέσα από εξορίες, πορείες θανάτου, εκτελέσεις, βιασμούς, λιμούς και ταπεινώσεις. Αυτή η αλυσίδα φρίκης δεν έπληξε μόνο τους Ποντίους· Αρμένιοι, Ασσύριοι, όλοι όσοι δεν ταίριαζαν στο νέο «καθαρό» αφήγημα του κράτους, οδηγήθηκαν στη λήθη με αίμα. Η Γενοκτονία των Ποντίων ήταν προοίμιο του Ολοκαυτώματος – μια πρόβα του Κακού, σε σιωπηλό θέατρο, μπροστά σε έναν κόσμο που παρακολουθούσε αμήχανα ή αδιάφορα.

Κι όμως, μέσα από τα αποκαΐδια, οι Πόντιοι που σώθηκαν δεν κράτησαν μόνο το τραύμα. Κράτησαν και τη δύναμη. Στην Ελλάδα και όπου αλλού βρήκαν καταφύγιο, έφεραν μαζί τους τραγούδια και ελπίδα, μνήμες και παραδόσεις, και τα φύτεψαν σε νέα χώματα. Έστησαν ξανά πατρίδες, όχι από πέτρα, αλλά από πίστη. Και αυτή η πίστη έγινε επιμονή για δικαίωση. Ο αγώνας για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων δεν είναι εκδίκηση, είναι αξιοπρέπεια. Δεν ζητά εκκαθάριση παλαιών λογαριασμών, αλλά καθαρό βλέμμα στο παρελθόν, ώστε να χτιστεί ένα μέλλον δίχως επανάληψη.

Η Τουρκία, ωστόσο, επιμένει να ζει με τη σκιά αυτής της αλήθειας θαμμένη. Η επίσημη άρνηση, η κρατική καταστολή κάθε διαλόγου, οι διώξεις διανοουμένων και πολιτών που τολμούν να μιλήσουν, συνιστούν ένα κράτος που επιλέγει να θυμάται μόνο ό,τι το εξυπηρετεί. Και όμως, η ελπίδα δεν έσβησε παντού. Μέσα στον ίδιο τον τουρκικό λαό υπάρχουν φωνές που σηκώνονται, που δεν αντέχουν πια τη σιωπή. Νέοι, στοχαστές, δημοσιογράφοι, καθημερινοί άνθρωποι, όλοι αυτοί που γνωρίζουν ότι καμία αληθινή πρόοδος δεν γίνεται χωρίς αυτογνωσία. Όπως είπε ο Ραγκίπ Ζαράκογλου: «Οι γενοκτονίες έγιναν. Τώρα είναι ώρα να αναγνωριστούν».

Η διεθνής κοινότητα, και ιδίως η Ευρώπη, δεν μπορεί να συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι της αυταπάτης. Δεν υπάρχουν μεταρρυθμίσεις χωρίς μετάνοια, ούτε δημοκρατία χωρίς μνήμη. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων είναι η ελάχιστη πράξη ηθικής και ιστορικής δικαιοσύνης. Είναι το πρώτο βήμα προς μια πραγματική συνύπαρξη λαών, όχι πάνω σε σκόνη, αλλά πάνω σε θεμέλια αλήθειας. Κάθε άρνηση είναι μια δεύτερη δολοφονία. Κάθε παραχάραξη, ένα νέο έγκλημα. Κάθε σιωπή, ένα ακόμα τραύμα. Η μνήμη, όμως, βρίσκει τρόπους να επιμένει: με μουσικές, με στίχους, με το βλέμμα των απογόνων. Και όπως είπε κάποτε ο Ιωάννης, «γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Αυτό το φως ζητάμε. Όχι εκδίκηση. Φως. Και δικαιοσύνη.