Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Η συμβολή του Φίλωνα Κτενίδη στη διατήρηση των αξιών του Ποντιακού πολιτισμού

Η συμβολή του Φίλωνα Κτενίδη στη διατήρηση των αξιών του Ποντιακού πολιτισμού
Η συμβολή του Φίλωνα Κτενίδη στη διατήρηση των αξιών του Ποντιακού πολιτισμού

του Κωνσταντίνου Φωτιάδη

Είναι στιγμές που η σκέψη εξασθενεί μπροστά στην ανάμνηση των βιωμένων εμπειριών που μας χάρισε η πένα ενός συμπατριώτη, του Φίλωνα του Κτενίδη. Και τότε η φαντασία καλπάζει αχαλίνωτη στις απόκρυφες γωνιές της μνήμης και οικοδομεί έναν κόσμο γεμάτο φως: τον κόσμο των θεατρικών έργων του. Πνιγμένοι λοιπόν από συγκίνηση ζωντανεύουμε μέσα μας με νοσταλγία τον χαμένο παράδεισο του Πόντου: τα γκρεμισμένα κάστρα, το κελάρυσμα των νερών του Πυξίτη, το κελάηδισμα των πουλιών στα Ποντιακά παρχάρια, τη λαλιά των ανθρώπων που εναρμονίζονται με τον χώρο με μια μαγευτική σαγήνη. Και αφήνομε την αχλύ του χρόνου να τυλίγει την καθημερινότητα μας με αυτή την γοητευτική ανάμνηση, που είναι γλυκιά μαζί και πικρή.

Θα δανειστώ λοιπόν σήμερα τη λογοτεχνική διάθεση του Κτενίδη και θα επιχειρήσω με τα δικά του τα φτερά της φαντασίας να μιλήσω για την πορεία του στον αείρροο χρόνο της συλλογικής μας μνήμης. Θα του οφείλω βέβαια πάντα, εκτός από τη διάθεση, τη λογοτεχνική έμπνευση, τη φωνή και το συναίσθημα που με διακατέχουν.

Θα μπορούσα να πω πολλά για τα πρώτα βήματα του Κτενίδη που είδε το φως του ήλιου το 1889 στην Τραπεζούντα, εκεί όπου ο μύθος, η ευαισθησία και η αντίληψη του χρόνου συνθέτουν ένα άλλο τοπίο ψυχής. Προτιμώ όμως να ανασυνθέσω μέσα σας με αδρές πινελιές το πέρασμα του από τον παιδικό κόσμο των αισθησιακών ονειροπολήσεων στον φαντασιακό των νεανικών οραμάτων.

Μέσα στη δίνη των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα ο Κτενίδης, αριστούχος απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας του έτους 1906, με την ψυχή γεμάτη από το όραμα μιας ελεύθερης πατρίδας γράφει πύρινα άρθρα στην εφημερίδα του Πόντου "Εθνική Δράσις" και εκδίδει το 1910 το περιοδικό Επιθεώρησις. Σε ένα από τα άρθρα που συντάσσει ο ίδιος ως Διευθυντής του περιοδικού Επιθεώρησις θα γίνουν φανερά τα στοιχεία εκείνα που θα τον κάνουν ξεχωριστό στο μέλλον. Συγκεκριμένα ο Κτενίδης απαντώντας σε κάποιον με την προσωνυμία Μαλιαρός, ο οποίος αρθρογραφεί σε ρωσόφωνη εφημερίδα του Βατούμ και ο οποίος στηλιτεύει ως μη πατριώτες τους επίσημης γλώσσας καταδεικνύει σε μια περίοδο γλωσσικής μισαλλοδοξίας τη σωστή κρίση του.

Γράφει δηλαδή ότι ο πατριωτισμός δε συναρτάται με το γλωσσικό ζήτημα και τονίζει ότι οι παράγοντες που προσδιορίζουν τον πατριωτισμό σχετίζονται με τη συντήρηση της αρχαίας κληρονομιάς και των ιδανικών του Ελληνισμού.

Κι ενώ κατακτά σιγά-σιγά την ωριμότητα δέχεται και τις πρώτες επισκέψεις της Μούσας της ποίησης. Το 1909 τυπώνεται στην Τραπεζούντα η ποιητική του συλλογή Τα κύματα, η οποία αποτελεί ύμνο στη γενέθλια γη και τους ηρωικούς της αγώνες: κοιμήθηκα στην αγκαλιά της μάνας μου παιδάκι. Τα μάτια μου τα έκλεισε με ένα της φιλί. Ξύπνησα νέος... η Ζωή με επότισε φαρμάκι, για χαΐδεμα μου είπανε την πρώτη απειλή. Στη συλλογή αυτή των νεανικών του χρόνων εξυμνεί τον πρώτο του έρωτα που χάθηκε πρόωρα με γνήσια λυρική διάθεση και λεπταίσθητη συγκίνηση: Το άσκοπο μου της ζωής και πλανεμένο βήμα με έφερε σιγά-σιγά εκεί στο μαύρο μνήμα της νιότης μου τα λούλουδα τα είδα μαραμένα, να πέφτουν γύρω μου στη γη με πόνο ένα-ένα. Για σε χωρίς να σου το πω πως αγαπούσα εσένα. Παράλληλα όμως με τους ερωτικούς του καημούς ιστορεί και τα βάσανα του Ελληνισμού: Δαρμένο απ΄ τα κύματα σ΄ ομίχλη βυθισμένο το άμοιρο καράβι μας γυρεύει το λιμάνι. Ρίχνει το μάτι στ΄ άμοιρο σκοτάδι, απηλπισμένο, ο καπετάνιος δεν μπορεί το δρόμο του να κάνη. Σαν το καράβι, άμοιρο το έθνος μας πλανάται στο σκότος κ έχει οδηγό του τύπου μας τη Δράση. Οι στίχοι του Κτενίδη, παρά τη νεανική τους ορμή αποτυπώνουν μια συγκινημένη θεώρηση της ζωής και μια ώριμη αντιμετώπιση της πορείας του ανθρώπου προς το μέλλον. Ένα μέλλον που θα κρίνει την επιβίωση του Ελληνισμού.

Είναι τα νεανικά του φτερά που τον ταξιδεύουν έξω και πέρα από την καθημερινότητα και τον συνδέουν με το όνειρο; Είναι τα βαριά σύννεφα που κλείνουν τον ορίζοντα στην ατέρμονη ροή της επερχόμενης καταστροφής; Ο Κτενίδης με τσακισμένα τα όνειρα και πληγωμένη την σκέψη καταφεύγει κυνηγημένος από τους Νεότουρκους στην Αθήνα ,όπου θα τον σαγηνεύσει η άλλη μεγάλη του αγάπη, η ιατρική.

Με νεανική ζέση θα ριχτεί λοιπόν σε μια νέα περιπέτεια, σε αυτήν της αναζήτησης της επιστημονικής επάρκειας. Πίσω από τον ρομαντικό φοιτητή με την ατσάλινη  θέληση πάλλεται η ψυχή της Ελλάδας, ο έρωτας του μεγάλου, του υψηλού και του ιδανικοί, το πνεύμα ενός ελευθέρου Ελληνισμού.

Και ενώ η δίνη ενός πολέμου εξαπλώνεται με γρήγορους ρυθμούς στα Βαλκάνια, ο πόντιος φοιτητής κατατάσσεται το 1912-1913 εθελοντής στις τάξεις του ελληνικού στρατού στα μέτωπα της Ηπείρου και της Μακεδονίας και ρίχνεται αυτόβουλα στη μάχη με το μόνο όπλο που του είχε απομείνει: το όραμα του ελεύθερου Ελληνισμού και τον νεανικό του ζήλο. Ο πόλεμος στα βουνά της Μακεδονίας μεστώνει τον πόθο του και χαλυβδώνει τη θέληση του. Η συμμετοχή του στον εθνικό αγώνα των Ελλήνων θα τον καταστήσει ύποπτο στους Τούρκους οι οποίοι και θα τον κυνηγήσουν και θα τον αναγκάσουν να καταφύγει στα ελληνικά χωριά του εσωτερικού της Τραπεζούντας όπου και θα προσφέρει δωρεάν τις υπηρεσίες του ως γιατρός.

Θέλω να σταθώ για λίγο στο μεγάλο κοινωνικό έργο που κλήθηκε να πραγματώσει εκεί ο Κτενίδης ως γιατρός και ως άνθρωπος. Πραγματικά την περίοδο του πιο σκληρού ανθρώπινου διχασμού, όταν ο παραλογισμός φωλιάζει στο ασυνείδητο, όταν ο άνθρωπος απανθρωποποιείται, μόνο η ιατρική μπορεί να απαλύνει τον πόνο και να συνδράμει με τα επιστημονικά μέσα που διαθέτει το σωματικό και το ψυχικό άλγος.

Με την είσοδο των ρωσικών στρατευμάτων στην Τραπεζούντα ο Κτενίδης προσφεύγει στον Καύκασο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση ενός ρωσικού στρατιωτικού Νοσοκομείου στα Πλάτανα, από το 1915 ως το 1917. Μετά την έκρηξη της ρωσικής επανάστασης αποστρατεύεται.

Επειδή όμως η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο δεν έχει όρια και η συναίσθηση της ευθύνης είναι προνόμιο των γενναίων, ο Κτενίδης δεν έσκυψε το κεφάλι στη μοίρα που ενέσκηπτε πάνω από τη μαύρη θάλασσα, δε λύγισε μπροστά στη θύελλα που τον απειλούσε, μέσα από το αναπότρεπτο τίποτα. Γι΄ αυτόν η Ελλάδα έπρεπε να φτάσει στον Πόντο ακόμα κι αν χρειαζόταν να στραγγίξει την ψυχή του ως το τέλος, ή να σταλάξει μέσα του ο μνησιπήμων πόνος.

Το 1918 αναλαμβάνει Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Ποντίων του Κρασοντάρ και αποστέλλεται τον Φεβρουάριο του 1919 στην  Κωνσταντινούπολη με σκοπό να καταθέσει Υπόμνημα στον Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου για το ζήτημα των προσφύγων. Ο ίδιος μάλιστα αποστέλλει ως εκπρόσωπος της Κεντρικής Ενώσεως των εν Ρωσία Ελλήνων. Υπόμνημα στο Υπουργείο των Εξωτερικών με ημερομηνία 1.4.1913 στα πλαίσια του οποίου εκθέτει την κατάσταση του Ελληνισμού της Ρωσίας και προτείνει να μεριμνήσει το ελληνικό κράτος για την παλιννόστηση τους.

Στο παιχνίδι όμως αυτό των συγκυριών, των ανέμων και των διεθνών συγκρούσεων ο δυνατός έλληνας συνειδητοποιεί την αδυναμία του. Είναι μια αυτοσυνείδηση που παραλύει μέσα του το όνειρο και δημιουργεί μια οδυνηρή αίσθηση πνευματικής νάρκης. Ο Κτενίδης, ο επιστήμονας, ο αγωνιστής, ο πρωτεργάτης της απελευθέρωσης του Πόντου απεσταλμένος της Κεντρικής Ενώσεως των Ελλήνων της Ρωσίας στην Κυβέρνηση των Αθηνών,νικημένος από την μικρόνοια, την καχυποψία, και την απέλπιδα άρνηση, παραλύει. Είναι η περίοδος της δυσάρεστης τροπής του Εθνικού θέματος του Πόντου.

Μέσα στην ύπουλη απογοήτευση που τον κυριεύει, όταν ουσιαστικά διαπιστώνει την έλλειψη κυβερνητικής βούλησης για την απελευθέρωση του Πόντου, η λύτρωση έρχεται από την επιστήμη. Ο Κτενίδης με ματωμένα τα οράματα του φεύγει στην πόλη του φωτός, το Παρίσι και ξεκινά την ειδικότητα του, αναζητώντας στον ταραγμένο του μικρόκοσμο τα στηρίγματα του. Η καρδιά του όμως είναι μακριά. Και εκεί όπου η σκέψη δεν αναπαύεται η καρδιά περισσεύει: το συναίσθημα φουντώνει και υπαγορεύει στον Κτενίδη το δρόμο του χρέους. Ο Κτενίδης θα είναι παρών το 1920 στο μεγάλο προσκλητήριο του Μικρασιατικού μετώπου, εθελοντής γιατρός με την ψυχή να πάλλεται από την αγάπη για τον τόπο του και τη σκέψη του γεμάτη Ελλάδα.

Όταν το όνειρο θα σβήσει κυνηγημένο από τους ανέμους και τις θύελλες, ο Κτενίδης με κουρελιασμένα τα φτερά της ψυχής θα πάρει με όλους μαζί τους άλλους τους δρόμους της μεγάλης φυγής με ό,τι αποσκευές είχε: τις μνήμες, τη νοσταλγία και την ελπίδα της επιστροφής.

Εμφορούμενος από μια διαρκή επιθυμία προσφοράς θα πολιτευτεί με το Λαϊκό κόμμα και θα εκλεγεί το 1935 βουλευτής, για να αγωνιστεί μέσα από το αξίωμα αυτό για τη μοίρα των ξεριζωμένων ανθρώπων του τόπου του. Θα ριζώσει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη το 1938, μια προσφυγούπολη που ταιριάζει με τα δικά του βιώματα, και θα μετουσιώσει τον πόνο σε δημιουργία.

Για έναν τέτοιο άνθρωπο όμως η προσφορά δεν εξαντλείται στον πολιτικό στίβο. Το περίσσευμα ψυχής που διαθέτει τον οδηγεί στην καλλιτεχνική και πνευματική έκφραση. Από το 1949 και εξής ο Κτενίδης θα αναδειχτεί σε ηγετική προσωπικότητα των ελληνικών και μάλιστα των ποντιακών γραμμάτων, με σημεία κορύφωσης την έκδοση του Λαογραφικού περιοδικού Ποντιακή Εστία το 1950 και την ανάληψη της Προεδρίας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Παράλληλα επιδίδεται στη συγγραφή θεατρικών έργων και στη σύνθεση ποιημάτων.

Η προσέγγιση μιας τόσο πολύπλευρης προσφοράς δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θα επιχειρήσω όμως να σταθώ σε αυτό το περιοδικό που το ανέδειξε, χάρις στη χαρισματική του προσωπικότητα σε ανάγνωσμα των απανταχού Ποντίων. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του μυούμαστε πραγματικά σε έναν ολόκληρο κόσμο: έργα ιστορικά, κοινωνικά, θεατρικά, εύθυμοι διάλογοι, λυρικές συνθέσεις, ένας κόσμος ελεγειακός, ζωγραφισμένος με τη δωρική λιτότητα του ελληνοποντιακού χρωστήρα του. Στα κείμενα του περιοδικού αναβιώνουν οι παραδόσεις της γενέθλιας γης, καταχωρούνται στον χώρο ως ψηφίδες ενός ζωντανού παρελθόντος, οικοδομούν τη συλλογική μνήμη ενός ολόκληρου λαού. Διαβάζοντας τα κανείς νιώθει τον τρικυμισμένο πόθο και το παλλόμενο πάθος του συγγραφέα, ακούει τη φωνή των προγόνων να ταξιδεύει πέρα από τα κάστρα του Πόντου, να αντιλαλεί παράλληλα με τον ήχο της καμπάνας του Πόντου και να μορφοποιεί τον μέσα μας πλούτο με μια μαγεία και μια σαγήνη που συνεπαίρνει. Το περιοδικό βραβεύεται το 1956 από την Ακαδημία Αθηνών και μαζί με αυτό και όλη η ποντιακή παράδοση, αυτή που διαχέεται μέσα από τις σελίδες του περιοδικού και σημασιοδοτεί την ταυτότητα και την ιστορία μας.

Στην εισηγητική τους Έκθεση οι υπεύθυνοι της Ακαδημίας που βραβεύουν το περιοδικό θα τονίσουν την εξαιρετικής ποιότητας ποντιακή λαογραφία η οποία προβάλλει μέσα στις σελίδες του, την αρτιότητα των δοκιμίων, των θεατρικών κειμένων, και των διηγημάτων του, την ευρύτατη χρήση της ποντιακής διαλέκτου ως μέσου λογοτεχνικής έκφρασης.

Είναι γεγονός ότι ο Κτενίδης προς αυτή την κατεύθυνση επεδείκνυε ξεχωριστό ζήλο, προς την κατεύθυνση δηλαδή της απόδοσης των ποντιακών ιδιωμάτων. Θεωρούσε ότι ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον της κωδικοποίησης της ποντιακής γλώσσας και ότι η προσπάθεια του αυτή πήγαινε πέρα από τον ίδιο, σε μια απώτερη χρονική στιγμή, όταν το ποντιακό ιδίωμα θα ήταν μια νεκρή γλώσσα. Ένιωθε επομένως στους ώμους του βαρύ το χρέος του ανθρώπου που ήταν επιφορτισμένος με τη σωστή μορφολογική και φωνητική αποτύπωση της. Και αυτή ακριβώς η συμβολή του, ως επιστήμονα γλωσσολόγου στην παράδοση του ποντιακού ιδιώματος δεν έχει δεόντως τονιστεί από τους μελετητές του.

Οι εισηγητές της Ακαδημίας, οι οποίοι θα αιτιολογήσουν τη βράβευση του περιοδικού του, θα μεταθέσουν το θέμα από την επιστημονική στην ιδεολογική λειτουργία αυτής της ηθογραφίας, η οποία διατηρεί ζωντανό τον πόθο των χαμένων πατρίδων, μέσα από το μύθο και το όνειρο, στη συνείδηση του απλού ανθρώπου. Πρόκειται για μια λειτουργία, η οποία υπερβαίνει τον συναισθηματισμό και λειτουργεί συνεκτικά, προσδιορίζοντας την πολιτισμική ταυτότητα των ανθρώπων που ενστερνίζονται τα μηνύματα της. Και τέλος υπερτονίζουν την υπερπόντια επικοινωνία των Ποντίων η οποία πετυχαίνεται με γέφυρα το περιοδικό και η οποία συμβάλλει στην ανταλλαγή μηνυμάτων, βιωμάτων, αξιών συναφών προς την πολύτροπη και πολυπρόσωπη παρουσία της ποντιακής διασποράς. Πάνω από όλα όμως ο Κτενίδης επιχειρεί με το βιβλίο του να αποτρέψει τους Ποντίους από την επερχόμενη λήθη των παραδόσεων και της πολιτισμικής τους ταυτότητας και να τους οδηγήσει στη σπουδή και την αναβίωση τους.

Αν σταθούμε τώρα ευλαβικά στη λογοτεχνική και θεατρική του παραγωγή θα εντοπίσομε τα κύρια σημεία της ταυτότητας του ως πνευματικού ανθρώπου: την ποιότητα, το ήθος και τον άδολο πατριωτισμό του. Γιατί ο Κτενίδης είναι αυτός που ζωντάνεψε το ποντιακό θέατρο, του προσέδωσε ηθογραφικό ρεαλισμό, και λυρικό μεγαλείο, το έκανε πανελλήνιο γεγονός εξαίροντας με λατρεία και άκρατη ευαισθησία τα ιδιαίτερα συστατικά του. Ο Ξενιτέας, το μαυροκόριτς, ο Γκιαούρτς, Ο Διγενής Ακρίτας, η δασκαλίτσα είναι μερικά μόνο από τα 16 θεατρικά έργα του.

Οι ήρωες του προέρχονται από την ποντιακή ηθογραφία, είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι της Ποντιακής κοινωνίας και στήνονται με ρεαλιστικά υλικά. Παρόλο όμως τον έκδηλο ρεαλισμό και το ηθογραφικό πλαίσιο, τα πρόσωπα του διέπονται από υψηλές αρχές και από ένα ηρωικό φρόνημα, δονούνται από αξίες και προτάσσουν στην σκέψη τους την ιδέα της πατρίδας ως ιδανικού. Είναι ολόκληρος ο κόσμος του δημιουργού τους που αποτυπώνεται στα έργα αυτά: ένας κόσμος με υψηλά πατριωτικά φρονήματα πλασμένος με ιδεαλιστικά συστατικά κόντρα στα διαβρωτικά μηνύματα των καιρών. Μέσα από τους αφηγηματικούς διάλογους τα πρόσωπα αυτά αναδεικνύονται σε πρότυπα και αποκτούν διαχρονικό κύρος. Και αυτή τη διάσταση υπηρετεί ο Κτενίδης μέσα από τα θεατρικά του έργα: την εθνική-κοινωνική-πολιτισμική λειτουργία του θεάτρου, η οποία συμβάλλει στην ανόρθωση της κοινωνίας. Πραγματικά ο Κτενίδης πιστεύει στο θέατρο και παλεύει για την οικοδόμηση του μέλλοντος του ποντιακού θεάτρου και του νεοελληνικού ευρύτερα. Αυτό αποδεικνύουν οι θέσεις ευθύνης τις οποίες αναλαμβάνει στο κρατικό θέατρο και η πολύπλευρη θεατρική του παιδεία, η οποία αποτυπώνεται στα κείμενα του και στην αλληλογραφία του αυτής της περιόδου. Πέρα όμως από τον Κτενίδη ως πρόσωπο, ζουν τα έργα του ως αυτόνομες  πνευματικές παρουσίες ανθεκτικές στη ροή του χρόνου, ως έκφραση της ποντιακής κουλτούρας, ως ερείσματα σε ένα μεταβαλλόμενο ανθρώπινο τοπίο, ως σημεία έμπνευσης για το χθες και για το αύριο του τόπου μας.

Έτσι ο Κτενίδης δεν άσκησε με τα θεατρικά του έργα τεράστια επίδραση στην εποχή του, όταν ο κόσμος κατέκλυζε το θέατρο για να παρακολουθήσει τα έργα του. Είναι εξίσου σημαντική η επίδραση των έργων του και στον σημερινό πόντιο.

Μένει να μιλήσομε για την ποιητική του παραγωγή, την ιδιωματική αλλά και τη γραμμένη στη νεοελληνική διάλεκτο, αυτήν που πατάει τόσο στην ελληνική παράδοση, όσο και στο όραμα του Πόντου. Ο συγγραφέας μετεωρίζεται συχνά ανάμεσα στις βεβαιότητες και στις ανασφάλειες και οικοδομεί με πηγαίο λυρισμό το προσωπικό του σύμπαν. Λυρικός ή στιβαρός, αδύναμος ή δυναμικός, παραδοσιακός στη μορφολογία και νεωτεριστής στην έκφραση πραγματώνει μια θαυμαστή στην ποιότητα της απόδοση του ποντιακού λόγου και αποτελεί σημείο αναφοράς για άλλους δημιουργούς. Είναι μεγάλος ποιητής όχι μόνο γιατί μας αγγίζει με τα μηνύματα που εκπέμπει, αλλά κυρίως επειδή είναι ιδιαίτερος και πρωτότυπος ως προς τον ιδιωματικό του πλούτο. Και πάνω από όλα γιατί είναι αληθινός. Η κορωνίδα της ποιητικής του δημιουργίας είναι η Καμπάνα του22, μια ελεγεία προορισμένη να ζήσει έξω και πέρα από τον δημιουργό της και να αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής των Ποντίων των επερχόμενων γενεών με τον βαθύ πόνο που αναδύεται στο άκουσμάτης:

Από Θεού ξαν έρχεψαν να κρούγ νε τα καμπάνας,
Χωρίς Δεσπότ διαταγήν και Διάκου συνεργίαν
Καμπάνας μικρά και τρανά κρούγ ν δοξολογίαν.
Το έναμ κρούει και τραγωδεί, το άλλο κρούει και κλαίει.
Κι ας όλων το τρανύτερον βαρυαναστενάζει
Ντο κ έχ ανθρώπς ν ακούγν ατό, ποπάν ν εφτάει μετάνοιας.
Χρόνια έρθαν κι επέρασαν, καιροί έρθαν και πάγνε
Και η καμπάνα το τρανόν αναμέν δίχως γλώσσαν..
Εμπαίν αέρας και βοά, άνεμος και μουγκρίζει
Εμπαίν ευχάς και τραγωδεί, μπαίν ε κατάρας κλαίει,
Εμπαινε και τα οράματα τα ημέρας και της νύχτας,
Και κρούει και κλαίει και τραγωδεί και θλίφκεται ο Κόσμον...

Μέσα σε αυτόν τον οργασμό παραγωγής και μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον,ο Κτενίδης συλλαμβάνει την ιδέα της ανιστόρησης του θρησκευτικού-εθνικού παλλαδίου των Ποντίων, της Παναγίας Σουμελά. Η κυοφορία της ιδέας θα κρατήσει ελάχιστα και η υλοποίηση της θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία: ο θεμέλιος λίθος της Παναγίας Σουμελά κατατίθεται το 1951, με μόνο εφόδιο την πίστη του Κτενίδη στο όνειρο. Και η δικαίωση έρχεται γρήγορα. Τον Αύγουστο του 1953 τελείται η πρώτη θρησκευτική γιορτή με συρροή 7.000 πιστών.

Είναι μια δικαίωση που ξεπερνά τον Κτενίδη, που μας ξεπερνά όλους, ως φθαρτές βιολογικά προσδιορισμένες υπάρξεις και ανάγεται στο διαχρονικό και στο αιώνιο. Γιατί η Παναγία Σουμελά γίνεται το θρησκευτικό και εθνικό σύμβολο ενός λαού, των Ποντίων Ελλήνων, αυτών που υπέστησαν άπειρες σφαγές και διώξεις από του Τούρκους και ήρθαν κάτω από το προστατευτικό της βλέμμα, να οικοδομήσουν τη νέα τους ιστορία, αποτίοντας σε αυτήν ευλάβεια και πίστη.

Για όλους αυτούς η ιστορία της Παναγίας Σουμελά συμβόλιζε και συμβολίζει τη δραματική και αξιοθαύμαστη πορεία τους στο χρόνο, στη μακρά διαδρομή του Ελληνισμού. Στις παρυφές του Βερμίου αναβιώνει η ατμόσφαιρα των παλιών αμφικτιονιών, αναζωπυρώνονται ξεχασμένες φιλίες, τονώνεται το ποντιακό αίσθημα, αναβιώνουν τα ήθη και τα έθιμα του πόντου, ισχυροποιείται η ποντιακή συνείδηση. Η παρουσία της Μεγάλης Μητέρας στις παρυφές του Βερμίου, έργο ζωής του Κτενίδη, συμβάλλει στην εδραίωση της πεποίθησης της συνέχειας στο επίπεδο της πολιτισμικής παρουσίας του ποντιακού Ελληνισμού.

Είναι το σύμβολο που έρχεται από το χθες και στηρίζει με τη σεπτή του παρουσία τον καρτερικό μόχθο αλλά και το όνειρο πως οι αλησμόνητες πατρίδες είναι ζωντανές στη σκέψη μας, εμβλήματα και παρακαταθήκες, πόθοι και οράματα δεμένοι με την παράδοση και την ιστορία μας, αιώνια δικοί μας, γιατί είναι μέρος της συλλογικής μας μνήμης. Και όλη αυτή η βαθιά συνειδητοποίηση είναι έργο ενός ανθρώπου που αισθάνθηκε πριν από όλους μας τη βαθιά ευλάβεια των συμπατριωτών του, πόνεσε πιο πολύ από όλους, τραγούδησε πιο μπροστά από όλους τους καημούς και τις προσδοκίες τους και έγινε η ψυχή των κυνηγημένων ανθρώπων της γενιάς του. Γι αυτό η Παναγία Σουμελά θα συμβολίζει πάντα τους Ποντίους όπου γης, οι οποίοι θα σπεύδουν πάντα προσκυνητές της χάρης της, σεμνυνόμενοι για τα βιώματα, τους συνειρμούς και τα μηνύματα, που θα αναβιώνει μέσα τους η παρουσία της εις τους αιώνες. Για αυτή του την προσφορά προς τους Ποντίους ο Κτενίδης τιμάται από τον Βασιλιά με το ανώτερο παράσημο του τάγματος των Ταξιαρχών.

Ο Κτενίδης, ο άνθρωπος των μεγάλων οραμάτων, με τον άδολο πατριωτισμό και την αληθινή ανιδιοτέλεια, ο γιατρός, ο ποιητής, ο θεατράνθρωπος, ο λαογράφος, ο πατριώτης, ο πνευματικός άνθρωπος, έσβησε ήσυχα στις 16 Ιουλίου του 1963. Μαζί του χάθηκε μια ζεστή ανθρώπινη φωνή, κι ένα θερμό πάθος για τον ποντιακό παραδοσιακό πολιτισμό. Άφησε όμως πίσω του ολόκληρο τον αναβιωμένο ποντιακό πολιτισμό, την ποιότητα, την αισθητική, την ηθική του.

Και μάλιστα, κάθε καλοκαίρι, όταν η Παναγία Σουμελά, η ψυχή του κατατρεγμένου ποντιακού Ελληνισμού γίνεται και πάλι ο ομφαλός της γης για τους ποντίους, η ορμή, το όραμα και η φωνή του Κτενίδη ζωντανεύουν στην σκέψη μας και ποδηγετούν ενορατικά την πορεία μας για μια ουσιαστική αναγνώριση του δικαιώματος των Ποντίων, στη μνήμη και στην ιστορία. Τότε το συμβολικό πουλί του σχίζει τις ράχες του Βερμίου και αντιλαλεί στα υψώματα της Καστανιάς, φτάνει ως τα παλάτια των Κομνηνών και τραγουδάει για τον μεγάλο Πόντιο με πόνο: «Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν ολονυχτίς τριγύριζεν ολόερας σον κάστρον ς σον Κάστρον σ σα μαντρότοιχα, τη μαυρο-Τραπεζούντας. Κάποτ εγένοντε σεισμός κι η γη "ολεν εσείεν κι έναν ημέραν άχαρον, έναν ημέραν μαύρον, επάρθαν τα κλειδιά θε κι ο Κάστρεν εκρεμίεν. Κι ο Κάστρεν ο θεόρατον εγέντον κοιμητήριν...».

Ας είναι το τραγούδι αυτό μια μικρή κατάθεση ψυχής στη μνήμη του.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Η ιδέα του ανεξάρτητου Πόντου και η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η ιδέα του ανεξάρτητου Πόντου και η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Η ιδέα του ανεξάρτητου Πόντου και η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

του Ali Sait Çetinoğlu

Η ανάπτυξη του εθνικισμού του 19ου αιώνα επηρεάζει και το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την επιρροή της πρωτοπορίας της αστικής τάξης αρχίζει και διαμορφώνει την ιδεολογία ότι οι Ρωμιοί ανήκουν στο ελληνικό έθνος. Στην πραγματικότητα ο μακρινός Πόντος έχει ελάχιστη επικοινωνία με την Ελλάδα, που απόκτησε την ανεξαρτησία της μετά το 1821. Η διαδικασία κρίσης ταυτότητας του 19ου και 20ού αιώνα υπήρξε η περίοδος διαμόρφωσης και του σύγχρονου Ελληνισμού. Η αιτία είναι η δημιουργία μιας νέας αυτογνωσίας με νέα δεδομένα. Αποτέλεσμα της κρίσης αυτής είναι η μεταμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας σε μια πολιτική ταυτότητα.

O Πόντος και το επαναστατικό κίνημα

Το ποντιακό ζήτημα έχει άμεση σχέση με το διεθνές επαναστατικό κίνημα. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το κομμουνιστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Λένιν ενστερνιζόταν την απελευθέρωση των εθνών, βλέπει την αντίφαση με αυτά που είχε πει: «εγώ και οι Μπολσεβίκοι είμαστε οι Νεότουρκοι της Σοβιετικής Επανάστασης». Αντίθετα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, εγκλεισμένη σε φυλακές του Βερολίνου, καλούσε σε αμέριστη συμπαράσταση προς τους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λέγοντας: «Καμιά χώρα δεν έχει ελπίδα για πρόοδο εφ’ όσον μένει υπό τουρκική κυριαρχία. Για το Ανατολικό ζήτημα το καθήκον μας είναι να δεχτούμε τον κατακερματισμό της Τουρκίας και να δείξουμε αμέριστη συμπαράσταση προς τους χριστιανικούς λαούς».

Όπως λέει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η ανάληψη του ρόλου από τους Γερμανούς της ανάστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτα άλλο από το μακιγιάρισμα ενός νεκρού.

Ο ρόλος της Deutsche Bank είναι καθοριστικός. Οι Γερμανοί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να φανατίσουν τους Τούρκους εναντίον των μη-μουσουλμανικών λαών της Αυτοκρατορίας μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στα πλαίσια αυτά ο γερμανός Στρατάρχης Λίμαν Φον Σάντερς το 1916 είχε διατάξει τον εκτοπισμό των Ελλήνων από τα παράλια. Ο ίδιος όταν βλέπει ότι παρά όλους τους εκτοπισμούς, οι Έλληνες του Αϊβαλί μένουν ακόμα στα σπίτια τους θα διατάξει το Πάσχα του 1917 τον εκτοπισμό τους λέγοντας «Δεν διώξατε ακόμα αυτούς τους άπιστους»! Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός θέλει μια Ανατολή που θα έχει εκκαθαριστεί από τα χριστιανικά της στοιχεία. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις άλλες δυτικές δυνάμεις, την Αγγλία, την Γαλλία, τις Η.Π.Α. και την Ιταλία, αν μελετήσουμε τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια του Πολέμου και μετά. Δεν είναι αδικία να πούμε ότι αυτά τα κράτη έμειναν αδιάφορα στην εξόντωση των αρχαίων λαών της Ανατολής.

Η πολιτική οργάνωση στον Πόντο

Τα γραφόμενα στα Τουρκικά για το ζήτημα του Πόντου είναι πανομοιότυπα και προέρχονται από την ίδια πηγή. Όλα τα αναφερόμενα βασίζονται σε προπαγανδιστικό βιβλίο που τυπώθηκε το 1922 από το Εκδοτικό Τυπογραφείο Πληροφοριών με τίτλο το «Ζήτημα του Πόντου» (Pontos Meselesi). Πρόκειται για προπαγανδιστικό κείμενο. Σ’ όλες τις πηγές διατυπώνονται οι ίδιες προτάσεις… Κατά το προπαγανδιστικό βιβλίο του 1922, σκοπός ήταν η ίδρυση μιας Δημοκρατίας του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα ή την Σαμψούντα στα εδάφη από το Μπατούμι μέχρι την Σινώπη. Τα γραφόμενα αυτά είναι πολύ μακριά από το να εξηγήσουν τι συνέβη πραγματικά στον Πόντο. Ο Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποιεί τις ίδιες εκφράσεις στο Λόγο (Νutuκ) του…

Στη διάρκεια έναρξης του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ μέχρι τότε οι Πόντιοι έχουν υπηρετήσει μόνο σε υπηρεσίες αγγαρείας στο Οθωμανικό Ναυτικό, καλούνται όπως και οι υπόλοιποι λαοί της Αυτοκρατορίας να καταταγούν στο στρατό. Αποτελεί ιστορική αλήθεια ότι με την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου πολλοί χωρικοί λιποτάκτησαν από το στρατό και επέστρεψαν σε περιοχές κοντά στα χωριά τους, με τα όπλα τους ή χωρίς, και διέμειναν σε υπαίθριους χώρους. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουν να συγκροτούνται ένοπλες αντάρτικες ομάδες.

Με την προσπάθεια της Οθωμανικής Κυβέρνησης να εγκαταστήσει στα χωριά πρόσφυγες από τα Βαλκάνια εισερχόμαστε στο δεύτερο στάδιο των επεισοδίων. Η απόφαση άρνησης των Ποντίων να δεχτούν τους πρόσφυγες στα χωριά τους αποτελεί την έναρξη της αντίστασης κατά των αρχών. Ενώπιον της κατάστασης αυτής η Κυβέρνηση το φθινόπωρο του 1915, αρχίζει την επιχείρηση κατά των χωριών Οκσέ, Τσιχμάν και Τεύκερης, που πρωτοστάτησαν στην αντίσταση της εγκατάστασης των προσφύγων. Τα χωριά πυρπολούνται, ο πληθυσμός διασκορπίζεται και οι μάχιμοι άνδρες όπως ο πιο γνωστός Βασίλης Ανθόπουλος –Βασίλη Ουστάς– αρχίζουν και συγκροτούν ένοπλες δυνάμεις ομάδες αντίστασης. Πολλές ένοπλες ομάδες συγκεντρώνονται στην περιοχή Νεμπιάν της Μπάφρας.

Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, η επικρατούσα άποψη των διανοουμένων είναι ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια Τουρκο-Ποντιακή Ένωση σε ειρήνη και συνεργασία με τους Τούρκους της περιοχής. Στη διάδοση της άποψης αυτής ο ρόλος του «Ανατολικού Κόμματος» υπό την ηγεσία του Μητροπολίτη Χρύσανθου είναι μεγάλη.

Οι Νεότουρκοι μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους και πριν από την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο της «λύσης» των εθνοτικών προβλημάτων με την εξόντωση των άλλων εθνοτήτων, πράγμα που είχαν αποφασίσει στο συνέδριο τους το 1911 στη Θεσσαλονίκη. Αρχίζει με την έναρξη του Πολέμου η πρακτική των εκτοπίσεων. Το γεγονός ότι η ιδέα ίδρυσης μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας βρίσκει εύκολα οπαδούς οφείλεται και στην αντίδραση κατά των ενεργειών των Νεοτούρκων.

Αρχίζει η εποχή ίδρυσης οργανώσεων που έχουν σκοπό την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ποντίων σ’ όλη την περιοχή του Πόντου. Ο Κ. Κωνσταντινίδης, που είναι γιος του πρώην δημάρχου Κερασούντας, του καπετάν Γιώργη, επηρεασμένος από τη διακήρυξη των Σοβιέτ να καθορίσουν οι λαοί της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τις δικές τους τύχες, οργανώνει την 4 Φεβρουαρίου 1918 στη Μασσαλία Συνέδριο Όλων των Ποντίων με συμμετοχή από τις ευρωπαϊκές χώρες, τις Η.Π.Α. και άλλού. Το Συνέδριο, ελπίζοντας στην υποστήριξη των Σοβιέτ απευθύνει επιστολή προς τον υπουργό Εξωτερικών των Σοβιέτ Λέον Τρότσκι. Στην επιστολή αυτή τονίζεται ότι θα αποτελέσει μεγάλο λάθος να επιστραφεί η Τραπεζούντα στους Τούρκους και ζητείται η υποστήριξη της ιδέας της ανεξαρτησίας του Πόντου.

Ανατολικός και Δυτικός Πόντος

Με την κατάληψη του ανατολικού Πόντου το 1916, ο Πόντος έχει διαιρεθεί σε δύο τμήματα με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί η πορεία των δυο περιοχών. Όταν ο ρωσικός στρατός φθάνει στην Γεμουρά, η πτώση πλέον της Τραπεζούντας είναι αναπόφευκτη. Η τουρκική διοίκηση βλέποντας το αναπόφευκτο της πτώσης της Τραπεζούντας κάλεσε το Μητροπολίτη Χρύσανθο και τους έλληνες προύχοντες και παρέδωσε την τύχη της πόλης σ’ αυτούς αναθέτοντάς τους την προστασία του αμάχου μουσουλμανικού πληθυσμού. Μετά από μια σύντομη τελετή ο νομάρχης Αζμί απευθυνόμενος στον Χρύσανθο είπε: «πήραμε αυτή τη χώρα από τους Ρωμιούς, τώρα την επιστρέφουμε στους ίδιους». Όταν οι Ρώσοι εισήλθαν την 16 Αυγούστου 1916 βρήκαν μια ελληνική διοίκηση στην πόλη. Η υποδοχή από τους Έλληνες Ποντίους προς τους Ρώσους ήταν ένθερμη. Ο Χρύσανθος δημιούργησε μια τυπική Βουλή υπό την ηγεσία του που διοίκησε την περιοχή μέχρι την επάνοδο των Τούρκων στην περιοχή. Ο Μητροπολίτης προστάτεψε τις οικογένειες των Μουσουλμάνων που είχαν φύγει από το φόβο των Ρώσων. Επίσης ο ίδιος προσπάθησε να εισαγάγει ένα νέο πνεύμα ισότητας μεταξύ των εθνοτήτων. Η ανεξάρτητη αυτή διοίκηση συμμετείχε στα Σοβιέτ το 1917.

Η κατάσταση στο δυτικό Πόντο είναι πολύ διαφορετική. Οι ένοπλοι αντάρτες που είχαν καταφύγει στα βουνά και που αποτελούνται από ανεξάρτητες ομάδες, ενισχύονται μετά από την έναρξη των εκτοπίσεων του τοπικού πληθυσμού από τους Τούρκους το 1916. Ο Βασίλης Ανθόπουλος συγκροτεί στις 3 Ιουλίου 1916 μια ομάδα ένοπλης αντίστασης στη Σεβάστεια και με την ελπίδα ότι όταν οι ρωσικές δυνάμεις προχωρήσουν προς τον δυτικό Πόντο θα ξεκινήσει γενική επανάσταση. Όμως η διακοπή της ρωσικής προέλασης αλλάζει τα σχέδια του Ανθόπουλου. Πιστεύοντας ότι οι Ρώσοι τον εμπαίζουν, αποφασίζει να δημιουργήσει νέα δεδομένα και με την ένοπλη ομάδα του των 80 ατόμων επιτίθεται σε τουρκικά χωριά σε άτομα που θεωρεί ότι έχουν τυραννήσει τους χριστιανούς και σκοτώνοντας αυτούς καίει τα σπίτια τους, στη συνέχεια συγκρούεται στα Κοτύωρα με τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και χάνοντας τη μάχη καταφεύγει στην Τραπεζούντα όπου διαμένει μέχρι το τέλος του Πολέμου. Η αντίδραση των Τούρκων στα συμβάντα αυτά είναι δύο: Οι αντεπιθέσεις των τούρκων τσετέδων και η εξορία. Όσον αφορά την πρώτη φαίνεται ότι είναι μια περισσότερη τοπική αντίδραση. Όπως στην περίπτωση των χριστιανών υπάρχουν και μουσουλμάνοι λιποτάκτες που είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν τα εθνικιστικά σχέδια του Σωματείου Ένωσης και Προόδου. Ο πλέον δραστήριος στην περιοχή είναι ο Τοπάλ Οσμάν Αγάς από την Κερασούντα. Ο ίδιος και οι βοηθοί του δρουν με τους λιποτάκτες και φυγόδικους ελεύθερα χωρίς κανένα περιορισμό. Ο Τοπάλ Οσμάν είναι παράγοντας τρόμου στην περιοχή. Ακόμα και ο τοπικός μουσουλμανικός πληθυσμός ζητάει την απομάκρυνση του.

Μεταξύ των ένοπλων ανταρτών των Ποντίων, ο κυριότερος στρατιωτικός ηγέτης είναι ο Αντών Πασάς. Ενώ υπερασπίζεται μαζί με τη σύζυγο του Πελαγία, τα ποντιακά χωριά είναι ο κυριότερος παράγοντας φόβου των τουρκικών κρατικών και αντάρτικων δυνάμεων. Ο ίδιος σκοτώνεται το 1917 ενώ η σύζυγος του Πελαγία συνεχίζει τον αγώνα μέχρι το 1923. Μεταξύ των ενόπλων ομάδων στην περιοχή βρίσκονται και Κιρκάσιοι.

Οι εξορίες

Σε έγγραφο που ετοίμασε το Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας για να σταλεί στο Βερολίνο αναφέρονται τα εξής: «Η τουρκική πολιτική έχει τον χαρακτήρα της ολοκληρωτικής εκδίωξης από την περιοχή με σκοπό την πλήρη εξαφάνιση τους με τη δικαιολογία ότι οι Έλληνες της περιοχής αποτελούν κίνδυνο κατά του κράτους, μια μέθοδος που εφαρμόστηκε στο παρελθόν και κατά των Αρμενίων. Οι Τούρκοι χωρίς να διακρίνουν καμιά διαφορά στον πληθυσμού και χωρίς να αφήνουν καμιά πιθανότητα στην επιβίωση του πληθυσμού με την πρόφαση της μετακίνησης σε άλλες περιοχές, δηλαδή τη μετακίνηση από τις παραλίες στα ενδότερα, εγκαταλείποντας αυτούς σε τραγικές, απάνθρωπες συνθήκες στην πείνα τους να οδηγούν προς το θάνατο. Τα δε σπίτια τους αφού καταληφθούν από τους τσετέδες λεηλατούνται, πυρπολούνται και κατεδαφίζονται. Όποια μέτρα εφαρμόστηκαν κατά των Αρμενίων εφαρμόζονται και κατά του Πόντου».

Με την ήττα των Οθωμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιοχή του Πόντου εγκαθίστανται αγγλικές δυνάμεις (ινδοί στρατιώτες με άγγλους αξιωματικούς) και για να εξασφαλίσουν τα μελλοντικά τους συμφέροντα ζητούν από τους πόντιους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα τους στον τουρκικό στρατό. Οι αντάρτες δεν πέφτουν σ’ αυτή τη παγίδα και δεν παραδίδουν τα όπλα τους. Οι Έλληνες του Πόντου ενστερνίζονται το σκοπό της ίδρυσης της Ποντιακής Δημοκρατίας. Επιστρέφουν από τη Ρωσία περίπου 100.000 Πόντιοι…

Επειδή το ποντιακό κίνημα φθάνει σ’ ένα επικίνδυνο για το Οθωμανικό κράτος βαθμό, η οθωμανική Κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει στον Πόντο τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο Κεμάλ ξεκινάει τις προσπάθειές του για να καταπνίξει το ποντιακό κίνημα με τη συμφωνία των Άγγλων και την ηθική και υλική υποστήριξη του Σουλτάνου. Όταν φθάνει στη Σαμψούντα συναντιέται με τον άγγλο Ταγματάρχη Hurst και καλεί τους εκπροσώπους των κοινοτήτων στο στρατιωτικό κυβερνείο. Ο ηγέτης των Ελλήνων Μητροπολίτης Γερμανός δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Στην έκθεση που στέλνει ο Μουσταφά Κεμάλ στη Σουλτανική Κυβέρνηση αναφέρει ότι οι ποντιακές αντάρτικες δυνάμεις υπό την ηγεσία του Γερμανού έχουν πολιτικούς σκοπούς…. Ο Μουσταφά Κεμάλ με την άφιξη του στη Σαμψούντα την 19 Μαΐου 1919 αρχίζει αμέσως την οργάνωση των τουρκικών ανταρτικών ομάδων κατά των ποντιακών ομάδων που επεδίωκαν την ανεξαρτησία. Λέγεται ότι ένας από τους πρώτους που συνάντησε ήταν ο Τοπάλ Οσμάν. Όπως φαίνεται και από τα κρατικά αρχεία, ο Μουσταφά Κεμάλ δίνει μεγαλύτερη σημασία στο ποντιακό αντάρτικο κίνημα παρά στο ελληνικό κράτος…

Οι αντάρτες αν και δεν επιτυγχάνουν να αποτρέψουν τον εκτοπισμό των Ελλήνων του Πόντου, δημιουργούν «απελευθερωμένες περιοχές» στα βουνά στις οποίες καταφεύγουν οι Έλληνες από τα καταστραμμένα τους χωριά. Η δημιουργία νέων ανταρτικών ομάδων και η αδυναμία του τουρκικού στρατού να τους εξουδετερώσει οδηγεί σ’ ένα τοπικό συμβιβασμό κατά τον οποίο τα τουρκικά χωριά έναντι της ασφάλειας τους παρέχουν τροφή και υλικά στους πόντιους αντάρτες.

* Ο Ali Sait Çetinoğlu είναι Τούρκος ακαδημαϊκός. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται οι Νεότουρκοι, ο Κεμαλισμός, το Ποντιακό Ζήτημα κ.ά. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα, με βάση την έρευνα στα Εθνικά Αρχεία της Τουρκίας. Το βιβλίο του «Varlık Vergisi (1942-1944) / Konomik ve Kültürel Jenosid» (Φόρος Περιουσίας (1942-1944) Οικονομική και πολιτιστική γενοκτονία) εκδόθηκε το 2009 στην Κωνσταντινούπολη. Συνέγραψε τη μελέτη «Pontos Sorunu» (To Ποντιακό Ζητημα). Στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο «Τρείς Γενοκτoνίες, Μία Στρατηγική», Αθήνα, Σεπτέμβριος 2010, παρουσίασε την εισήγηση «Η ιδέα του ανεξάρτητου Πόντου και η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».

Το Τέλος του Κινήματος και η Εκδίωξη

Η διαμορφωθείσα κατάσταση, μετά από τις πρώτες επιτυχίες των ανταρτών και την προσπάθεια τους για ενότητα, οδηγεί σε κάμψη της ισχύος τους λόγω της απουσίας ενοποιημένης κοινής διοίκησης. Η κάμψη του ηθικού μεταξύ των ανταρτών είναι γρήγορη. Ο τουρκικός στρατός με τη βοήθεια των Μπολσεβίκων αναδιοργανώνεται και με τη βοήθεια των Ιταλών και Γάλλων ενισχύει τη θέση του.

Οι εξελίξεις αυτές αποθαρρύνουν την τάση μεταξύ των ανταρτών να δημιουργήσουν κοινό στρατηγείο διοίκησης σε βαθμό που αρχίζουν τα αντάρτικα σώματα να αυτονομούνται και ακόμα να συγκρούονται μεταξύ τους μερικές φορές. Το τέλος είναι τραγικό. Παρ’ όλη την αποστασιοποίηση του ελληνικού κράτους, στο ποντιακό κίνημα παρουσιάζεται πάντοτε η τάση ταυτοποίησης με το ελληνικό κράτος.

Η Κυβέρνηση της Άγκυρας για να εμποδίσει τη δράση των ανταρτών στην περιοχή αρχίζει την εκκένωση και εξορία των ελληνικών χωριών που παρέχουν βοήθεια στους αντάρτες. Η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να στρατολογήσει όλους όσους θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην περιοχή. Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι στέλνονται σε τάγματα εργασίας. Αν και ένα μέρος των Ποντίων δεν υπακούει, ένα μέρος οδηγείται στα Αμελέ Ταμπουρλαρί και με τον τρόπο αυτό αδρανοποιείται.

Στη συνέχεια αρχίζει η συλλογή των όπλων στην περιοχή αρχίζοντας από τους μη-μουσουλμάνους. Προβάλλεται αντίσταση στις μονάδες που έρχονται να μαζέψουν όπλα στην περιοχή της Σαμψούντας και σε άλλες περιοχές όπως επίσης παρουσιάζεται σοβαρή αντίσταση στις περιοχές Τοκάτι, Τσαρσαμπά και στην περιοχή Νεμπιάν της Μπάφρας. Η προσπάθεια αυτή του τουρκικού στρατού που ξεκινάει την 6 Απριλίου 1921 παρ’ όλη την ασκούμενη σοβαρή βία δεν επιτυγχάνει. Οι στρατιωτικές μονάδες ενισχυμένες με το σύνταγμα της Κερασούντας αποτυγχάνουν στις περιοχές Τσαρσαμπά και Νεμπιάν. Η Κυβέρνηση της Άγκυρας κηρύσσει την περιοχή του Πόντου ως εμπόλεμη ζώνη και αποφασίζει την εξ’ ολοκλήρου εξορία όλων των Ελλήνων του Πόντου την 21 Ιουνίου 1921. Εξάλλου οι περισσότερες επαρχιακές περιοχές έχουν ήδη εκκενωθεί και τα χωριά έχουν πυρποληθεί. Μετά από την απόφαση αυτή στις 16 Ιουνίου η Εκτελεστική Επιτροπή με το φόβο μιας ελληνικής απόβασης στην Σαμψούντα αποφασίζει τον εκτοπισμό όλων των Ελλήνων της περιοχής από 16 μέχρι 50 ετών. Αρχίζει η σύλληψη όλων των ανδρών στις περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας και Αλατσάμ.

Την επόμενη μέρα αναχωρεί η πρώτη ομάδα των εκτοπισμένων. Η ομάδα αυτή στην πόλη Καβάκ δέχεται πυρά, κατά τους Τούρκους από τους Έλληνες αντάρτες και κατά τους Έλληνες από τους Τούρκους φρουρούς και σκοτώνονται πολλοί. Παρόμοια γεγονότα συμβαίνουν κατά τις μετακινήσεις τον μήνα Ιουνίου. Τα επεισόδια προκαλούνται από τα τουρκικά σώματα άτακτων (Τσετέδες) που επωφελούνται από τη στάση των συνοδών φρουρών των εξορισμένων. Στις επιθέσεις αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο οι άτακτες ομάδες του Τοπάλ Οσμάν και του Σακί Αλί από την Τοκάτη. Λόγω των αντιδράσεων από τα συμβάντα, σε έγγραφο που στέλνει το Υπουργείο Εσωτερικών στις 25 Ιουνίου 1921 αναφέρεται ότι η μετακίνηση των Ελλήνων γίνεται για στρατιωτικούς λόγους και δεν πρόκειται για εκτόπιση και ότι δεν πρέπει να εξορίζονται τα γυναικόπαιδα και ότι πρέπει να προστατεύονται η ζωή, οι περιουσίες και η τιμή των γυναικών που θα μείνουν πίσω. Ζητείται στο έγγραφο η επιβολή αυστηρών ποινών στους κρατικούς υπαλλήλους που προβούν σε ενέργειες κατά των γυναικόπαιδων και των εξορισμένων ανδρών.

Ωστόσο μαθαίνουμε από τον Υπουργό Υγείας της εποχής Ριζά Νούρ ότι στην πράξη τα πράγματα δεν ήταν καθ’ όλου έτσι. Ο Ριζά Νούρ που υπήρξε και κύριος διαπραγματευτής στη Λωζάννη αναφέρει στα απομνημονεύματα του τις συνομιλίες του με τον Τοπάλ Οσμάν «Του λέω, Αγά καθάρισε τον Πόντο καλά: Μην αφήνεις πέτρα πάνω σε πέτρα στα Ελληνικά χωρία του Πόντου. Με απάντησε: «Έτσι κάνω, όμως επειδή οι εκκλησίες τους και τα κτίρια τους μπορούν να χρησιμεύσουν τα φυλάω». Του είπα: «Γκρέμισε και αυτά, μάλιστα σκόρπισε τις πέτρες μακριά. Δεν ξέρεις τι γίνεται, μην πουν κάποτε ότι εδώ υπήρχε εκκλησία». Η απάντηση που έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν ήταν, «Πράγματι έτσι θα κάνω, δεν το σκέφτηκα τόσο καλά». Λέει ο Ριζά Νούρ ότι ο Τοπάλ Οσμάν είναι ένας νέος Κιόρογλου.

Όταν η Κυβέρνηση της Άγκυρας αναγκάζεται να στείλει στρατεύματα από την περιοχή του Πόντου στο δυτικό μέτωπο, μειώνεται η ροή των εξοριών. Μετά από την αποτυχία του ελληνικού στρατού στον Σαγγάριο αρχίζει η κυρία επιχείρηση στον Πόντο. Την περίοδο αυτή εντείνονται οι επιχειρήσεις κατά των ελλήνων ανταρτών στα βουνά και παράλληλα οι εξορίες που συνεχίζονται με ένταση. Στις αποστολές εξοριών συμπεριλαμβάνονται και τα γυναικόπαιδα με εντολή του Νουρεντίν Πασά πλέον παρόλο που στην αρχική διαταγή για εξορία δεν υπάρχει τέτοια εντολή. Για το θέμα αυτό δεν υπάρχει καμία αντίδραση των ανωτέρων του. Κατά τον Νουρετίν Πασά, «οι Έλληνες (Ρωμιοί) είναι φίδια και τα δηλητήρια αυτών των φιδιών είναι οι γυναίκες». Οι γυναίκες υποστηρίζουν σωματικά, ηθικά και υλικά τους άνδρες τους που έχουν συναρπαστεί με το όνειρο του Πόντου. Εξάλλου στα δικαστήρια της Αμμάσειας δικάζονται και γυναίκες που κατηγορούνται για κατασκοπεία, υπόθαλψη και απόκρυψη εγκληματιών.

Στη διάρκεια των επιχειρήσεων στον Πόντο, στις συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή της Άγκυρας, παύεται από τη θέση του διοικητή της Κεντρικής Στρατιάς ο Νουρεντίν Πασάς λόγω παρανόμων ενεργειών και ανικανότητας στις 8 Νοεμβρίου 1921, στις 8 Φεβρουαρίου καταργείται η διοίκηση της Κεντρικής Στρατιάς και αναλαμβάνει την ευθύνη των επιχειρήσεων το Υπουργείο Εσωτερικών με την 10η ταξιαρχία. Διοικητής της ταξιαρχίας διορίζεται ο Τζεμίλ Τζαχίτ Μπέης. Οι ενισχυμένες δυνάμεις από πλευράς ανδρών και όπλων περατώνουν τον Φεβρουάριο του 1923 την υπόθεση που σέρνεται χρόνια.

Στην πραγματικότητα η αρχή του τέλους στον Πόντο ξεκινάει τον Δεκέμβριο του 1920. Με την ολοκληρωτική ήττα των Αρμενίων στο τέλος του 1920, οι Κεμαλιστές έρχονται σε απευθείας επικοινωνία με τους Μπολσεβίκους. Η βοήθεια που ρέει από τους Σοβιετικούς προς τους Κεμαλιστές και από την άλλη πλευρά με τις συμφωνίες που υπογράφονται μεταξύ των Σοβιετικών - Άγγλων, Σοβιετικών - Τούρκων και της Αγγλίας με τον Μπεκίρ Σαμί στις 16 Μαρτίου 1921 έχει καθοριστεί η μοίρα του ποντιακού κινήματος. Μετά από την ημερομηνία αυτή οι Άγγλοι κηρύσσουν την ουδετερότητα τους. Με πρώτο το ελληνικό κράτος, όλοι εγκαταλείπουν τους Έλληνες του Πόντου στην τύχη τους. Η Αγγλία υποστηρίζει την Τουρκία ως ενδιάμεσο κράτος με την Σοβιετική Ένωση. Η «real politik» της εποχής – ας πούμε και η ύφεση (détente) – είναι η αιτία που καθορίζει το τέλος του ποντιακού κινήματος. Τα τελευταία ανταρτικά σώματα που μένουν μετά από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης διαφεύγουν από τα παράλια του Πόντου στην Ελλάδα με πλοία ή στην Ρωσία…

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Οδοιπορικό στη Νικόπολη του Πόντου - «Η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλίες»

Οδοιπορικό στη Νικόπολη του Πόντου - «Η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλίες»
Οδοιπορικό στη Νικόπολη του Πόντου - «Η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλίες» 

Μιχάλης Βασιλειάδης: «Η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλίες»
  
Ανάμεικτα τα συναισθήματα όταν βρίσκεσαι στις περιοχές που έζησαν πριν πολλά χρόνια οι πρόγονοί σου. Συγκίνηση ανάμεικτη με ένα αίσθημα έλλειψης αυτών που έφυγαν και άφησαν πίσω τους εμάς να συνεχίζουμε κρατώντας ζωντανές τις θύμησες. Ένα προσκύνημα, ένα χρέος τιμής, ένα μνημόσυνο, σε ένα ιδιαίτερο τόπο, μοναδικό, που ξυπνά μνήμες από τις διηγήσεις των προγόνων, της γιαγιάς και του παππού, όταν μιλούσαν για την «πατρίδα», αλλά και για τον πόνο του ξεριζωμού. Ένα ταξίδι αναζήτησης στις ρίζες σου. Ψάχνοντας, ρωτώντας και ανασκαλεύοντας μνήμες. Ένα τέτοιο ταξίδι πραγματοποίησε ο Μιχάλης Βασιλειάδης, Πρόεδρος της ΕΛΜΕ Νομού Ροδόπης αναζητώντας το χωριό Κέιλικα, απ’ όπου κατάγεται ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων των Κασσιτερών, αλλά και οι δικοί του πρόγονοι. Με οδηγό τη μνήμη και τα ακούσματα, έψαξε το βρήκε και το περπάτησε. Αδυσώπητος εχθρός στο προσκύνημα αυτό ο χρόνος. Για αυτό και η υπόσχεση και το τάμα. «Θα επιστρέψω για να ανακαλύψω αυτά που δεν είδα»…

Μιχάλης Βασιλειάδης και «από τον Άξενο στον Εύξεινο Πόντο και από τις Συμπληγάδες Πέτρες στο Βαθύ Λιμένα και από την Τραπεζούντα στην Νικόπολη και από εκεί και μετά στην Κέιλικα, το χωριό των προγόνων μου, του παππού μου, Βασιλειάδη Μισαήλ ή Μουσαήλ, του προπάππου μου, Βασιλειάδη Πέτρου, της γιαγιάς μου, Βασιλειάδου Σοφίας ή Κεσκεσιάδου Σοφίας, καταγόμενης από το χωριό Όβατζικ, περί τα 6 χιλιόμετρα απόσταση από την Κέιλικα».

Ένας καινούργιος γοητευτικός κόσμος

«Για μας τους Έλληνες και ιδιαίτερα όσους έχουν προσφυγική καταγωγή ένα ταξίδι-περιήγηση στον Πόντο αποκτά πολλές φορές τις διαστάσεις ενός προσκυνήματος στη γη των πατέρων. Ωστόσο, πέρα από τις ήδη υπάρχουσες συναισθηματικές συνδηλώσεις και εξαρτήσεις, το ταξίδι αυτό μας φέρνει επιπλέον σε επαφή με έναν καινούριο γοητευτικό κόσμο. Και ο πιο αδιάφορος ταξιδιώτης παραδίδεται χωρίς αντίσταση στη μαγεία αυτού του κόσμου. Εδώ δεν έχουν προτεραιότητα μόνον τα μνημεία και οι ιστορικές αναφορές αλλά και η ανθρώπινη παρουσία, πλαισιωμένη από ένα πλήθος αξέχαστων αισθητικών εμπειριών. Ιδιαίτερη όμως αίσθηση έχει κάποιος όμως όταν επισκέπτεται για πρώτη φορά το χωριό των προγόνων του στην «Πατρίδα», όταν μικροί ακούγαμε τις αφηγήσεις του Παππού και της Γιαγιάς, κυρίως για την Κέϊλικα».
   
Στο δρόμο προς τη Νικόπολη

Η ευκαιρία μου δόθηκε το καλοκαίρι του 2011, όταν σε ένα για μια ακόμη φορά ταξίδι, με φίλους από τη Θεσσαλονίκη, στον Πόντο με συνοδοιπόρο και την γυναίκα μου την Αποστολία, βρέθηκα στο δρόμο για την Νικόπολη. Πολλοστή φορά στην Τραπεζούντα και στα παράλια του Πόντου, ποτέ όμως δεν βρέθηκα στα χωριά της Γαράσαρης. Άρπαξα την ευκαιρία που μου δόθηκε έχοντας μια μέρα κενό και με τον Ποντιόφωνο Ισμαήλ οδηγό με το ιδιωτικό του «ντολμούς» και μερικούς φίλους, οι οποίοι ήθελαν να ακολουθήσουν και αυτοί και να δούνε από κοντά την Νικόπολη, και φυσικά και τη γυναίκα μου, ξεκινήσαμε για το χωριό της Κέϊλικας και την Νικόπολη. Ένα ταξίδι πολύ μακρινό αφού έπρεπε από την Τραπεζούντα να κατευθυνθούμε προς την Κερασούντα, περί τα 130 χιλιόμετρα δυτικά και παραλιακά. Διασχίζοντας Νότια τα Ποντικά όρη, περνώντας από το Ντέρελι, με τον Ασκάνιο ποταμό συνέχεια δίπλα μας, ακολουθήσαμε μία διαδρομή δύσκολη 130 χιλιομέτρων, με διάφορες εναλλαγές του καιρού, από την βροχή στην ομίχλη και τον ήλιο και αντίστροφα. Μια διαδρομή που ένιωθες πως ανεβαίνεις στον ουρανό, ο ορεινός όγκος γεμάτος με έλατα, οξιές και κάθε άλλου είδους δέντρου που καρποφορεί σε υψόμετρο πάνω των 2000 μέτρων νιώθεις πως η ελβετική ομορφιά των Άλπεων είναι κατώτερη αυτής των Ποντικών Όρεων και ιδίως της διαδρομής Κερασούντας έως Νικόπολης. 

Αφού αφήσαμε πίσω τον Ασκάνιο Ποταμό και τα χωριά, όπως το Διβάν-Τσαγούλ-Γιαγμούρτζα, χωριά δίπλα σε παραπόταμους και σε κοιλάδες των παραπόταμων του Ασκάνιου Ποταμού, φτάσαμε στην κορυφή της οροσειράς του Παρυάδη ή Εγριμπέλ, απ’ όπου είδαμε τη συστάδα των χωριών του Κιρίκ ή Γουρούχ και αφού διασχίσαμε το οροπέδιο, φτάσαμε στην περιοχή της Νικόπολης. Στο δρόμο μας αντικρίσαμε το χωριό Ασαρτζίκ, από όπου κατάγονται αρκετοί κάτοικοι των Κασσιτερών, και συνεχίσαμε νότια προς Νικόπολη περίπου 20 χιλιόμετρα ακόμα. Στον κεντρικό δρόμο είδαμε σε μια διασταύρωση την πινακίδα που οδηγεί προς το χωριό Λίτσασα (περίπου 5 χιλιόμετρα από την κεντρική οδό Κερασούντος-Νικόπολης), από όπου κατάγονται επίσης πολλοί κάτοικοι των Κασσιτερών, αλλά και το χωριό Κατωχώρ. Αμέσως μετά μπροστά μας φάνηκε από μακριά η Νικόπολη και το επιβλητικό της κάστρο της επιβλητικό να δεσπόζει στην πόλη. Η συγκίνηση δεδομένη διότι πατάς τα μέρη στα οποία περπάτησαν οι πρόγονοί σου, στα μέρη τα οποία πραγματοποίησαν καθημερινές δουλειές και στα μέρη τα οποία έζησαν ποιος ξέρει πολλοί συγγενείς σου στα βάθη των αιώνων.

Οδοιπορικό στη Νικόπολη του Πόντου - «Η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλίες»

Ανακαλύπτοντας την Κέιλικα, την πατρίδα των προγόνων

Η πρώτη μας ενέργεια και άμεση (λόγω χρόνου μιας και η διαδρομή Τραπεζούντα-Νικόπολη χρειάζεται έξι ώρες και εμείς ήμασταν και σε περίοδο Ραμαζανιού ο οδηγός νήστευε και έπρεπε το βράδυ να είναι στην Τραπεζούντα) να ρωτήσουμε προς τα πού είναι η Κέιλικα. Πράγματι κάποιοι γέροντες στην πλατεία της γνώριζαν το χωριό και μας είπαν πως βρίσκεται περίπου 15 χιλιόμετρα ΒΔ. Ξεκινώντας στον κεντρικό δρόμο προς Σεβάστεια στρίψαμε και μπήκαμε σε χωματόδρομο κακοτράχαλο με λακκούβες, δρόμος που σε παρέπεμπε στο 19ο αιώνα. Αφού διασχίσαμε από μέσα το χωριό Όβατζικ και σε υψόμετρο τουλάχιστον 2300 μέτρων οι φίλοι άρχισαν να δυσανασχετούν λόγω της ακαταλληλότητας του δρόμου μιας και το ντολμούς χτυπούσε στις λακκούβες. Φοβηθήκαμε πάρα πολύ, όμως ο Ισμαήλ και με τα ποντιακά που γνώριζε μας είπε πως θα «έβρηκουμε το χωρίον». Πράγματι σε μια στιγμή είδαμε μπροστά μας το χωριό, κτισμένο στο όρος του Προφήτη Ηλία που δεσπόζει το χωριό. Η συγκίνηση μεγάλη, κατεβήκαμε αμέσως μαζί με την γυναίκα μου και το περπατήσαμε. Ψάξαμε να βρούμε κάποιον να τον ρωτήσουμε για το χωριό, για τα σπίτια. Βρήκαμε κάποιους οι οποίοι μας είπαν προς τα πού είναι τα σπίτια όλων των οικογενειών που ήρθαν στα Κασσιτερά. Επίσης βρήκαμε την εκκλησία της Υπαπαντής να σώζεται, η οποία όμως σήμερα έχει μετατραπεί σε τζαμί. Το σχολείο επίσης βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Είδαμε πολλά σπίτια, προλάβαμε και ήπιαμε νερό από τη βρύση στην κεντρική οδό του χωριού, μιλήσαμε με τους κατοίκους. Ο χρόνος αδυσώπητος δεν μας άφησε να βρούμε τα νεκροταφεία και τα σπίτια, όμως εφόσον τώρα γνωρίζω πού είναι το χωριό θα ξαναπάω για να το ανακαλύψω μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Έδωσα όρκο να ξαναπάω και να ανακαλύψω αυτά που δεν είδα κατά την διάρκεια αυτής της επίσκεψής μου, πως ότι θα πάω στα άλλα χωριά της Νικόπολης την Λίτσασα το Κατωχώρ, το Ασαρτζίκ, το Όβατζικ, χωριά που δεν πρόλαβα να θαυμάσω σε αυτό το ταξίδι λόγω χρόνου.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να πω σε όλους ότι αυτό που πρέπει να θυμούνται σχεδιάζοντας ένα ταξίδι στον Πόντο είναι ότι η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλιακές τοποθεσίες». 

Ιστορία της πόλης 

Η Νικόπολη, που στις αρχές του 20ου αι. ήταν έδρα της διοικήσεως του Νομού Σεβάστειας, όπως και έδρα της Μητρόπολης Κολώνειας, αναφέρεται από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη με την ονομασία Μαυρόκαστρο.

Η πόλη υπήρχε από την κλασική εποχή, από την οποία χρονολογείται το κάστρο της, που είναι χτισμένο σε λόφο που υψώνεται στα ΝΑ της πόλης και διασώζεται μέχρι σήμερα. Την ονομασία Νικόπολη η πόλη έλαβε από τον Πομπήιο, σε ανάμνηση της νίκης του το 66 π.Χ. κατά του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, γεγονός που αναφέρει και ο Στράβωνας.

Την εποχή του Λικίνιου και κατά τη διάρκεια αντιχριστιανικών διωγμών στην πόλη σκοτώθηκαν μεταξύ άλλων και 45 χριστιανοί στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας, οι οποίοι ανακηρύχτηκαν μάρτυρες. Αργότερα, ο Ιουστινιανός έδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς την πόλη, την επισκεύασε και ίδρυσε στην περιοχή μια Μονή για να τιμήσει τους 45 Μάρτυρες.

Η Νικόπολη αποτέλεσε διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σημαντικότατο ρόλο όλο αυτό το διάστημα έπαιξε το κάστρο της Νικόπολης, που ήταν το πλέον ισχυρό σε μια ευρύτατη περιοχή.

Η Νικόπολη από της εγκατάστασης των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου, και ιδιαίτερα από τη ρωμαϊκή εποχή και την εποχή του Βυζαντίου, αποτέλεσε κέντρο του Ελληνισμού της περιοχής, αν και στις επόμενες ιστορικές φάσεις ο πληθυσμός των Αρμενίων και των Μουσουλμάνων, τελικά, ήταν μεγαλύτερος αυτού των Ελλήνων. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του Ελληνισμού στην πόλη και τα γύρω χωριά έπαιξε η ίδρυση της επισκοπής Κολωνίας από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού.
Η μητρόπολη Κολωνίας αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα στην εκπλήρωση της αποστολής της, αφού η περιοχή αυτή θεωρούνταν από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του ελληνισμού, καθώς επίσης και λόγω του ορεινού χαρακτήρα της περιοχής που καθιστούσε πολύ δύσκολη την πρόσβαση και την επικοινωνία μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και της μητρόπολης.

Πάντως, παρά τις αντίξοες συνθήκες και το μικρό χρονικό διάστημα λειτουργίας της, η μητρόπολη Κολωνίας και Νικοπόλεως υπηρέτησε με αξιοσύνη και επιτυχία τον ελληνισμό και την ορθοδοξία, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατόρθωσε να χτίσει και να λειτουργήσει σχολείο και εκκλησία σε κάθε ένα από τα 92 χωριά και οικισμούς της εκκλησιαστικής της επικράτειας.

Οδοιπορικό στη Νικόπολη του Πόντου - «Η μαγεία του Πόντου είναι κρυμμένη στα βουνά και όχι στις παραλίες»
   
Η Νικόπολη των Ελλήνων

Η Νικόπολη και η ευρύτερη περιοχή φιλοξενούσε ελληνική κοινότητα από την πρώτη περίοδο της εγκατάστασης των Ελλήνων στον Πόντο. Ο ελληνικός πληθυσμός της Νικόπολης παρουσίασε μείωση μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς, ενώ ο πληθυσμός της υπαίθρου ενισχύθηκε και πάλι κατά το 19ο αι., με τη λειτουργία των μεταλλείων της περιοχής.

Στις αρχές του 20ου αι. στη Νικόπολη ζούσαν περίπου 2.000 οικογένειες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν τουρκικές και αρμενικές. Μόνο 130 οικογένειες ήταν ελληνικές, που μιλούσαν την Ποντιακή διάλεκτο.

Η ελληνική κοινότητα της πόλης ήταν εγκατεστημένη σε δύο ενορίες, την ενορία των Ταξιαρχών και την ενορία της Αγίας Τριάδος. Διατηρούσαν δε τρεις σχολές: μια πεντατάξια στην ενορία Ταξιαρχών, την Κεντρική Αστική Σχολή Νικοπόλεως, ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτήρια του Πόντου, και το Ευανθίειον Παρθεναγωγείον, το οποίο συντηρούσαν η Ευανθία Θεοφυλλίδου και ο «Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης». Η ακμή της Νικόπολης των νεότερων χρόνων σχετίζεται με τη λειτουργία των μεταλλείων. Με την κατάργηση των προνομίων που οι τουρκικές αρχές είχαν παραχωρήσει στους μεταλλωρύχους, αρκετοί από τους Νικοπολίτες εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και εγκαταστάθηκαν στην Οινόη, την Αμισό κ.α.

Στη Νικόπολη οι Έλληνες είχαν αρκετά εμπορικά καταστήματα, ενώ στα χέρια τους ήταν οι φούρνοι – αρτοποιεία της πόλης, οι οποίοι φημίζονταν για την άριστη ποιότητα του ψωμιού. Φημισμένα επίσης ήταν τα αιγοπρόβατα της περιοχής, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα σιτηρά και οι ξηροί καρποί. Σπεσιαλιτέ της περιοχής θεωρούνταν ο παντουρμάς, γλύκισμα με βάση το μούστο και τα καρύδια, και το πεστίλ, που φτιάχνεται από αποξηραμένα μούρα, λεφτοκάρυα και μέλι.

Μεταλλεία Νικόπολης

Η περιοχή της Νικόπολης ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων κέντρο εξόρυξης και επεξεργασίας μεταλλευμάτων, και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων για τους Έλληνες της περιοχής. Στη Νικόπολη, και συγκεκριμένα σε περιοχή ανάμεσα στα χωριά Ασαρτζίκ και Λίτσασα, το 1818 άρχισε η λειτουργία ενός μεταλλείου χρυσού και αργύρου, στην αρχή από τον Τούρκο Χατζή Χαφούζ, μετά από τον Έλληνα Αβραάμ Αγά και τέλος από αγγλική εταιρεία μέχρι τα τέλη του 19ου αι.

Στα χωριά Κόρατζα, Εσκίκιοϊ, Κατωχώρι και Κέιλικα υπήρχαν μεταλλεία στυπτηρίας, ορυκτού που χρησιμοποιείται για βαφές και διάφορους βιομηχανικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς. Το ορυχείο στυπτηρίας του Κατωχωρίου λειτουργούσε μέχρι το 1922, αφού οι κάτοικοί του, για λόγους σκοπιμότητας, εξαιρέθηκαν από τους διωγμούς.

Τα ελληνικά χωριά της μητρόπολης Κολωνίας και Νικόπολης

Στη μητρόπολη Κολωνίας και Νικόπολης ανήκαν συνολικά 96 χωριά, τα οποία ήταν χωρισμένα στα εξής τμήματα: Τμήμα Νικόπολης με 28 χωριά (ανάμεσά τους και τα χωριά Ασαρτζίκ, Λίτσασα, Κατωχώρ, Όβατζικ, Κέιλικα από όπου κατάγονται κυρίως οι κάτοικοι των Κασσιτερών), Αλούτζερας με 4 χωριά, Σούσεχρι με 9, Ρεφάγιας με 7, Επεσίου με 21, Κοϊλάχισαρ με 3, Κιρικίου με 9, Μελανθίας με 5 και Γιαϊλάγουζιου με 10 χωριά.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

«Χορεύοντας στα Τσαμούρια 2025»: Πατινάδα, Μωμοέρια και Ποντιακό γλέντι στην Καλαμαριά

«Χορεύοντας στα Τσαμούρια 2025»: Πατινάδα, Μωμοέρια και Ποντιακό γλέντι στην Καλαμαριά
«Χορεύοντας στα Τσαμούρια 2025»: Πατινάδα, Μωμοέρια και Ποντιακό γλέντι στην Καλαμαριά

Για ακόμη μία χρονιά η Ένωση Ποντίων Καλαμαριάς δίνει ραντεβού με την παράδοση, διοργανώνοντας την καθιερωμένη εκδήλωση – θεσμό «Χορεύοντας στα Τσαμούρια» στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων του Δήμου Καλαμαριάς. Η φετινή διοργάνωση έχει ξεχωριστή σημασία, καθώς εντάσσεται και στον εορτασμό των 40 χρόνων του συλλόγου.

Την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025, στις 12:00 το μεσημέρι, η μεγάλη ποντιακή πατινάδα 2025 ξεκινά από το «Μελίνα Μερκούρη», γεμίζοντας τους δρόμους της Καλαμαριάς με λύρες, νταούλια, χρώματα και χορευτές όλων των ηλικιών.

Φέτος, η Ένωση Ποντίων Καλαμαριάς έχει την τιμή να φιλοξενεί τα Μωμοέρια του Πρωτοχωρίου Κοζάνης και τον Πολιτιστικό και Λαογραφικό Σύλλογο Πρωτοχωρίου Κοζάνης, φέρνοντας στην Καλαμαριά ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δρώμενα της Δυτικής Μακεδονίας και χαρίζοντας στο κοινό μια μοναδική εμπειρία ζωντανής παράδοσης.

Η γιορτή δεν σταματά στην πατινάδα. Από τις 3:00 το μεσημέρι, στις εγκαταστάσεις του συλλόγου θα ακολουθήσει μεγάλο γλέντι με τους μουσικούς των δύο συλλόγων, ποντιακούς και μακεδονίτικους ρυθμούς, τραγούδι και άφθονο χορό, με τη συμμετοχή μελών, φίλων και όλων όσοι αγαπούν την παράδοση.

Η Ένωση Ποντίων Καλαμαριάς καλεί τους Καλαμαριώτες και τους φίλους της ποντιακής παράδοσης να βρεθούν στην εκδήλωση και να ζήσουν μια ξεχωριστή, γιορτινή Κυριακή γεμάτη μνήμες, ήχους και χορό.

Πηγή: Kalamaria24

Βυζαντινή Τραπεζούντα

Βυζαντινή Τραπεζούντα
Βυζαντινή Τραπεζούντα

του Γιώργη Θ. Πρίντζιπα,
συγγραφέα

"Πόλις αρχαιοτάτη και των γε εν τη εώα πασών αρίστη"
Ιωάννης Ευγενικός

Η Τραπεζούντα βρίσκεται στην άκρη της πιο δύσκολης, της πιο άξενης θαλάσσιας πορείας. Στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Μια δαντελωτή γραμμή π’ αρχίζει από την έξοδο του Βοσπόρου - το πιο όμορφο κομμάτι της γης - και φθάνει ίσαμε την Κολχίδα, στα σημερινά τουρκο - ουκρανικά σύνορα. Βράχοι απότομοι και δάση πυκνά κρατούν μακριά τον εισβολέα κι αποτρέπουν τη θάλασσα να ξεπεράσει τα όρια που της έθεσε ο Ποιητής του κόσμου. «Όριον έθου ο ου παρελεύσεται». Οι Έλληνες ποντοπόροι παραβίασαν το άγνωστο κι έκαναν κατοικήσιμο τον απάτητο τόπο. «Επόλησαν την έρημον». Ηράκλεια, Σινώπη, Σαμψούντα, Οίναιον, Κοτύωρα, Κερασούντα. Στο τέλος η Τραπεζούντα.

Ήταν μεγάλη η τόλμη τους κι ήθελε γνώση της ναυτικής τέχνης για να περάσουν τη φημισμένη για τη μανία της θάλασσα. Είναι γνωστές από τα παλιά ιστορίες ναυτικών που ηττήθηκαν στη μάχη με τα κύματά της. Μόνα λιμάνια, στους δύσκολους καιρούς, ήταν η Σινώπη και μίλια μακριά η Τραπεζούντα. Κι αυτή όχι στο κύριο λιμάνι της, αλλά δυό μίλια πιο ανατολικά στον όρμο του Δαφνούντα, όπου ένας μικρός λόφος κόβει τους δυτικούς ανέμους. Αρκετά πριν την πόλη είναι το ακρωτήρι της Κορδύλης. Εκεί ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Γ Μεγάλος Κομνηνός ίδρυσε το μοναστήρι του αγίου Φωκά κι έχτισε φάρο, για να βοηθά τους θαλασσινούς στις νυχτερινές μοναξιές τους. Ήξεραν πως λίγο πιο πέρα, γύρω στη μία ώρα, θα έβλεπαν τον άλλο φάρο, πάνω στη μονή της Αγίας Σοφίας κι αυτό σήμαινε πως έφθαναν στην Τραπεζούντα. Κι αν πάλι ο καιρός δεν το επέτρεπε, υπήρχε και το μικρό λιμανάκι στο χωριό Πλατάνιον, τα Πλάτανα των μεταβυζαντινών χρόνων, δυτικά της πρωτεύουσας.

«Θάλαττα, θάλαττα»

Η πρώτη αναφορά στην Τραπεζούντα, στ’ αρχαία χρόνια, γίνεται από τον Ξενοφώντα, που την χαρακτηρίζει ως αποικία της Σινώπης μαζί με την Κερασούντα και τα Κοτύωρα. Εκεί βγήκαν οι μύριοι, 400 π.Χ., επιστρέφοντας από την Περσία και βρήκαν τη θάλασσα, τον σωτήρα τους. Γι’ αυτό και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. «Θάλαττα, θάλαττα». Και ποιά θάλασσα! Ήταν Φεβρουάριος, καρδιά του χειμώνα, και ο καιρός δεν επέτρεπε τα θαλασσινά ταξίδια, ιδιαίτερα σ’ αυτά τα μέρη, κι έτσι κάθισαν εκεί ένα μήνα φιλοξενούμενοι από τους κατοίκους. Για τα χρόνια εκείνα ήταν πραγματικός άθλος να ξεκινήσουν απ’ τα Κούναξα και ψάχνοντας για τη θάλασσα να διασχίσουν τη Μ. Ασία, ν’ ανέβουν τις Ποντικές Άλπεις - δυό χιλιάδες μέτρα το πιο χαμηλό σημείο - και να βρεθούν στην τότε μικρή πολίχνη. Αργότερα, στο ίδιο σημείο, ανοίχτηκε ρωμαϊκή οδός που έγινε αιτία ν’ αναπτυχθεί και να γίνει η περιώνυμη πόλη. Λίγες οι αναφορές στα κείμενα και κανείς δεν ξέρει πότε χτίστηκε και πόθεν τ’ όνομά της.

Κανείς δεν ξέρει πότε ιδρύθηκε και πόθεν το όνομά της. Ο νομοφύλακας Ιωάννης Ευγενικός, στο εγκώμιό του, το αποδίδει στους λόφους που την περιβάλλουν κι έχουν σχήμα τραπεζοειδές. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι το όνομά της το έφεραν μαζί τους οι άποικοι από την ομώνυμη πόλη της Αρκαδίας, που για κάποιο λόγο αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν. Στον 4ο αιώνα μάλιστα κι άλλοι Αρκάδες μετανάστευσαν στην Τραπεζούντα κι έγιναν δεκτοί με μεγάλη αγάπη από τους παλιούς συμπατριώτες τους.

Ρωμαϊκή περίοδος

Η μεγάλη ανάπτυξη της πόλης άρχισε με τους Ρωμαίους. Μεγάλοι οδοποιοί αυτοί κατασκεύασαν μια θαυμάσια ρωμαϊκή οδό που τρύπησε το τεράστιο ορεινό παραπέτασμα και βγήκε στην κοιλάδα του Πυξίτη (Piscala Dere) κι από εκεί στον Ευφράτη και τα οροπέδια της Μικράς Ασίας. Τώρα πια η πρόσβαση γινόταν πιο εύκολη και το εμπόριο διευκολυνόταν αρκετά μια και είχε δύο δρόμους. Τη θάλασσα και την ξηρά. Η ρωμαϊκή αυτή οδός, ακόμη και σήμερα, είναι ο μοναδικός δρόμος επικοινωνίας των παραλίων με το οροπέδιο, κι έκανε την Τραπεζούντα πόλη - κλειδί σε μια ευρύτατη περιοχή, πρωτεύουσα και μητρόπολη του Πόντου στα χρόνια της δόξας. Ο δρόμος αυτός διευκόλυνε σημαντικά τις μετακινήσεις του ρωμαϊκού στρατού. Κι από τότε όλων των στρατών. Αποτέλεσμα η πόλη και η γύρω της περιοχή ν’ αποκτήσουν τεράστια στρατηγική σημασία για την άμυνα στο πάντοτε ταραγμένο ανατολικό σύνορο. Εμπόριο και στρατός είναι ο καλύτερος συνδυασμός για την ανάπτυξη ενός τόπου.

Στα βυζαντινά χρόνια

Οικονομικά ανθηρή και φημισμένη πόλη ήταν και στο Βυζάντιο. Ιδιαίτερα από τον 5ο αιώνα και μετά. Αυτό μάλιστα που ξέρουμε σαν Τραπεζούντα τότε άρχισε να εισβάλλει στην ιστορία, να γνωρίζει δόξες και πτώσεις τραγικές. Να δημιουργεί μνήμες που κρατούν ίσαμε τις μέρες μας.

Ο 5ος αιώνας ήταν ο πιο καθοριστικός. Η έντονη στρατιωτική παρουσία, η ανάπτυξη του αμυντικού συστήματος των βυζαντινών στο ανατολικό σύνορο από τον Θεοδόσιο Β , τα αμυντικά έργα, παρέχουν ασφάλεια στον πληθυσμό και εξασφαλίζουν την οικονομική του άνοδο. Η Τραπεζούντα συνεχώς μεγαλώνει και το λιμάνι του Δαφνούντα ζωντανεύει. Παράλληλα χτίζονται αποθήκες, στάβλοι, πανδοχεία και το διαμετακομιστικό εμπόριο αναπτύσσεται. Πλούτος, ζωή, κίνηση είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πόλη και στον 6ο αιώνα. Τότε όμως η ανακύκληση της ιστορίας μετατρέπει σε θέατρο πολέμου το αρμενικό οροπέδιο και είναι μόνιμα πια τα μεθοριακά επεισόδια. Η ζυγαριά πότε κλίνει απ’ τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Ώσπου ο Ηράκλειος, με έδρα την Τραπεζούντα, άρχισε να ξεκαθαρίζει την κατάσταση και να σπρώχνει τους Πέρσες έξω από το ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας. Έτσι έφτασε το 634. Η χρονιά που οι πρώτοι Άραβες έφιπποι άρχισαν επιθέσεις κατά του στρατού του Ηράκλειου. Η νέα δύναμη που γίνεται μέρα με τη μέρα και πιο απειλητική. Για τριακόσια χρόνια ο φόβος θα είναι συνώνυμος μ’ αυτούς. Τα άκρα χάνονται και πολυάριθμοι πρόσφυγες καταφεύγουν στην Τραπεζούντα, που συνεχίζει να ελέγχει το μοναδικό δρόμο από βορρά προς νότο. Τα γεγονότα κατέδειξαν πόσο αναγκαία ήταν η διοικητική αναδιοργάνωση της ορεινής αυτής περιοχής. Ο Πόντος διαιρέθηκε σε τρία θέματα. Το σπουδαιότερο ήταν το θέμα της Χαλδίας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα. Περιλάμβανε τρία επίσης βάνδα, περιφέρειες. Το βάνδον Τραπεζούντος, το βάνδον Γημωράς και το βάνδον Ματσουκάων. Οι τρεις επαρχίες της Τραπεζούντας που θα τις διατηρήσει και η οθωμανική κυβέρνηση: Τραπεζούντα, Γεμουρά, Ματσούκα.

Άγιος Θεόδωρος Γαβράς

Τότε ήταν που άρχισε η μεγάλη ακμή. Η πόλη δίνει μια και ξεχωρίζει από όλες τις άλλες γύρω της. Από την εποχή εκείνη σώζεται η θαυμάσια βασιλική της αγίας Άννας. Η μοναδική βυζαντινή εκκλησιά που λειτούργησε ίσαμε το 1923. Χτίστηκε το 883-884, επί Βασιλείου Α Μακεδόνος, από τον πρωτοσπαθάριο Αλέξιο. Στην πόλη εδρεύουν οι διοικητές του θέματος που ονομάζονται δούκες, που αντιμάχονται πολλές φορές κι αυτή την βασιλεύουσα και βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο με τους Άραβες. Ένας απ’ αυτούς θα ξεχωρίσει σε ηρωισμό και θα φθάσει ίσαμε το μαρτύριο. Ο άγιος μάρτυρας Θεόδωρος ο Γαβράς, το κλέος της Εκκλησίας. Είχαν προηγηθεί το μαύρο 1071, η ήττα του Ματζικέρτ, η αιχμαλωσία του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ Διογένη, οι δυναστικές έριδες, η κατάκτηση ολάκερης της μικρασιατικής ενδοχώρας, η απώλεια χιλιάδων χριστιανών, οι εξισλαμισμοί και η καταστροφή πόλεων και υπαίθρου. Την ίδια χρονιά οι Σελτζούκοι κατέλαβαν τη Θεοδοσιούπολη και σε τρία χρόνια παραβίασαν το οχυρό σύνορο των Ποντικών Άλπεων και φτάσανε στην Τραπεζούντα. Το όνειρο του Ισλάμ για την κατάκτηση της πόλης παρά λίγο θα γινόταν πραγματικότητα, αν ο δούκας της Χαλδίας Θεόδωρος Γαβράς δεν οργάνωνε την άμυνά της. Χωρίς βοήθεια, εξοπλίζοντας μόνο τον πληθυσμό, κατόρθωσε να τους απωθήσει πέρα από το οροπέδιο και για είκοσι δύο χρόνια να τους κρατήσει εκεί.

Η νίκη αυτή και η αδυναμία της Κωνσταντινούπολης να προστατεύσει την περιοχή, έκανε τον Γαβρά να επιδιώξει την αυτονομία του από την κεντρική διοίκηση. Το 1098, όμως, μετά από ενέδρα, οι Σελτζούκοι κατάφεραν να τον συλλάβουν. Τον μετέφεραν στη Θεοδοσιούπολη και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Ήταν η εκδίκησή του για τις συνεχείς νίκες του και την προσβολή στην παντοδυναμία τους. Τότε εφαρμόσανε μια τακτική που θα γίνει καθεστώς στις σχέσεις των μουσουλμάνων με τους χριστιανούς: τον εξισλαμισμό. Το έκαναν και με τον Γαβρά. Κι όταν αυτός αρνήθηκε κι επέμεινε στην άρνησή του, οι Σελτζούκοι προχώρησαν στην τελική πράξη. Στον αποκεφαλισμό του. Ήταν ο πρώτος νεομάρτυρας. Από τότε ο άγιος Θεόδωρος Γαβράς έμεινε στη συνείδηση των Ρωμιών ως ο προστάτης εν πολέμω της πόλης τους.

Η αυτοκρατορία Τραπεζούντος

Το επόμενο στάσιμο στην αδιάκοπη ροή της Ιστορίας ήταν στην αρχή του 13ου αιώνα, όταν ιδρύθηκε η αυτοκρατορία Τραπεζούντος. Η ανάγκη μόνη να πολεμά, να αυτοαμύνεται και να μην στηρίζεται στη βοήθεια από την κεντρική διοίκηση του κράτους, την Κωνσταντινούπολη, της έδωσε εκ των πραγμάτων de facto αυτονομία και προετοίμασε την ίδρυση δικού της κράτους. Στις αρχές του 13ου αιώνα, μέσα στη δίνη των εμφυλίων πολέμων που ταλάνιζαν την αυτοκρατορία, οι εγγονοί του τραγικού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α , του τελευταίου Κομνηνού, Αλέξιος και Δαυίδ, με τη βοήθεια ιβηρικών στρατευμάτων της θείας τους Θάμαρ η Ταμάρας, κατέλαβαν τον Πόντο. Η κίνησή τους ήταν αποτέλεσμα των κεντρόφυγων τάσεων που αναπτύχθηκαν στην Κωνσταντινούπολη της δυναστείας των Αγγέλων, δηλαδή της παρακμής, και στόχευε στη διατήρηση σε ενέργεια των νομίμων δικαιωμάτων τους στον θρόνο της Βασιλεύουσας. Το 1204, μετά την κατάληψη της βασιλεύουσας από τους σταυροφόρους της Δ Σταυροφορίας, ίδρυσαν τη δική τους αυτοκρατορία με έδρα την Τραπεζούντα. Αυτοκράτορας έγινε ο Αλέξιος Α (1204-1222) που, για να διακρίνεται από τους άλλους Κομνηνούς της Κωνσταντινούπολης, ονομάστηκε Μεγάλος Κομνηνός. Ο Δαυίδ, με τη σειρά του, κατέλαβε την περιοχή της Πελαγονίας μέχρι την Ηράκλεια και την προσάρτησε στην Τραπεζούντα. Ο δρόμος για την διεκδίκηση της βασιλεύουσας ήταν ανοιχτός.

Ανοιχτό δρόμο για την Πόλη φρόντισαν να έχουν και τα άλλα ελληνικά κράτη που γεννήθηκαν μετά την πτώση του Βυζαντίου, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η τελευταία μάλιστα θεωρούσε τον εαυτό της συνέχεια του κράτους και απαιτούσε οι άλλοι δυό να μην το ξεχνούν. Φρόντιζε μάλιστα κατά καιρούς να τους το θυμίζει. Όπως το 1214 που ο Θεόδωρος Λάσκαρης νίκησε τον Δαυίδ και έφτασε μέχρι τη Σινώπη. Θα κατελάμβανε και την Τραπεζούντα, επιδιώκοντας την ενοποίηση των δύο ελληνικών κρατών, αν ο Αλέξιος δεν ζητούσε τη βοήθεια των Σελτζούκων που έσπευσαν να καταλάβουν τη Σινώπη και να μπουν ανάμεσά τους. Οι Τούρκοι έσωσαν τη μικρή αυτοκρατορία και για άλλη μια φορά έγιναν διαιτητές σε ελληνικές διαμάχες.

Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας έχασε τα κωνσταντινουπολιτικά της όνειρα, παρέμεινε όμως ένα ελληνικό κράτος με ζώσα την αυτοκρατορική παράδοση. Γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας Τραπεζούντος ονομαζόταν ίσαμε το 1261 «πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων», κατά μίμηση του ομολόγου του στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το 1261, όταν πια ο Μανουήλ Παλαιολόγος από τη Νίκαια είχε αποκαταστήσει την αυτοκρατορική εξουσία στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου, ο αυτοκράτορας Τραπεζούντος ονομάσθηκε «πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας ο Μέγας Κομνηνός». Με τον τίτλο αυτόν όχι μόνο δεν διασπούσε την ενότητα του Γένους, αλλά και δήλωνε ότι η Τραπεζούντα συνέχιζε την αυτοκρατορική παράδοση στην Ανατολή. Ακριβώς όπως έκανε η Κωνσταντινούπολη στη Δύση. Γι’ αυτό και το έμβλημά της ήταν ο μονοκέφαλος Αετός, σύμβολο της κυριαρχίας της στην Ανατολή, σε αντίθεση με τον Δικέφαλο Αετό της Κωνσταντινούπολης που υποστασίαζε τα παγκόσμια όνειρα της αποκαταστημένης βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας είχε πάντοτε συνείδηση της κωνσταντινουπολιτικής καταγωγής της. Κι αυτό φαίνεται στην κρατική και ανακτορική οργάνωσή της που ακολούθησε ακριβώς την παράδοση και την πρακτική του Βυζαντίου. Οι θεσμοί που εφαρμόσθηκαν εκεί είναι ακριβές αντίγραφο των θεσμών που υπήρχαν, στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, στην αυτοκρατορία, ιδιαίτερα στη διοίκηση του κράτους. Για την Τραπεζούντα, παρά τις εχθρικές φάσεις που πέρασαν κατά καιρούς οι μεταξύ τους σχέσεις, η Κωνσταντινούπολη παραμένει το κέντρο του Γένους και το χαμό της θα τον θρηνήσει πικρά ο ποντιακός Ελληνισμός, όπως φαίνεται από τους Θρήνους, τους Θρύλους και τις Παραδόσεις που παράχθηκαν στον Πόντο μετά την Άλωση.

Η αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών έμεινε κράτος ελληνικό, στα άκρα του ελληνισμού. Ταυτόχρονα ήταν κέντρο του ποντιακού ελληνισμού χωρίς να παύει να ζει το έντονο ενδιαφέρον της για τον οικουμενικό ελληνισμό και την οικουμενική Ορθοδοξία. Τούτο γίνεται φανερό από την δραστηριότητα των αυτοκρατόρων της, που φρόντιζαν να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους και εκτός Τραπεζούντας. Όπως έκανε το 1341 η αυτοκράτειρα Άννα Κομνηνή η επιλεγόμενη Αναχουτλού, κόρη του Αλέξιου Β , που ανακαίνισε τη μονή του αγίου Ευθυμίου στα Ιεροσόλυμα, και επίσης όπως έκανε ο Αλέξιος Γ (1349-1390) που ίδρυσε τη μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος, μετά από παράκληση του οσίου Διονυσίου και του αδελφού του Θεοδοσίου, μητροπολίτη Τραπεζούντος.

Εμπορικό-Οικονομικό κέντρο

Η προθυμία με την οποία έσπευσαν οι αυτοκράτορες να χρηματοδοτήσουν τέτοια δαπανηρά έργα και η κληροδοσία τους προς αυτά, ιδίως του Αλεξίου Γ , μαρτυρεί την οικονομική ευρωστία του κράτους που ήταν κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου στην Ανατολή. Πραγματικά η γεωγραφική θέση της Τραπεζούντας, η γειτνίασή της με διαφόρους λαούς και η εμπορική της οργάνωση, έδωσαν μεγάλη οικονομική άνοδο στο κράτος και κυρίως στην πόλη της Τραπεζούντας. Εκεί συνέρεαν έμποροι από τη Μεσοποταμία, την Περσία, τις Ινδίες, ενώ το λιμάνι της, όπως και το λιμάνι του Δαφνούντα, συνδέθηκε γρήγορα με τη Μεσόγειο και τη Δύση. Στα μέσα μάλιστα του 13ου αιώνα η Μασσαλία συνήψε εμπορική συμφωνία με την Τραπεζούντα και μετά ακολούθησαν η Γένουα και η Βενετία που οργάνωσαν εμπορικά πρακτορεία στην πόλη με τεράστιες αποθήκες. Ακόμη το πλήθος των εμπόρων Ελλήνων, Βενετών, Γενουατών, Κιρκασίων, Λαζών, Περσών, Τούρκων, Ιβήρων κ.α., της έδιναν την όψη οικουμενικής πόλης και κέντρου των εθνών. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί η Τραπεζούντα σε διεθνή πόλη και τα οικονομικά της να έχουν πολύ μεγάλη άνθηση. Χαρακτηριστικά ο Βησσαρίωνας την ονόμασε «κοινόν εργαστήριον η εμπόριον της οικουμένης απάσης».

Η παρουσία βέβαια των ευρωπαίων εμπόρων, και κυρίως των Γενουατών, δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Γι α?τό και δημιουργούνται, κατά καιρούς, έντονα επεισόδια και ένοπλες συρράξεις, όπως έγινε το 1418 και το 1425, επί Αλεξίου Δ', όταν οι Τραπεζούντιοι έδωσαν καλό μάθημα στην αυθάδεια των Γενουατών. Κατέλαβαν τις αποθήκες τους και τιμώρησαν παραδειγματικά τους αίτιους. Από τότε έπαυσαν οι Ευρωπαίοι να κινούνται με τη γνωστή φραγκική υπεροψία και οι Τραπεζούντιοι επέβαλαν φόρους που αύξησαν τα έσοδά τους.

Η έντονη εμπορική και οικονομική δραστηριότητα έγινε πόλος έλξης και των κωνσταντινοπολιτών, που αντιμετωπίζουν μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Μάλιστα στα 1341 έπεσε πανώλης στην Τραπεζούντα που για πολλά χρόνια αποδεκάτιζε τους κατοίκους. Οι θάνατοι ήταν πολλοί και σε μια πόλη με τόση οικονομική δραστηριότητα φυσική συνέπεια θα ήταν να επέλθει ύφεση με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Κι όμως αυτό δεν έγινε, μια και τη θέση όσων έχαναν τη ζωή τους, έπαιρναν μετανάστες από την Κωνσταντινούπολη και τις άλλες περιοχές που στις πιο πολλές περιπτώσεις ήταν έμποροι η μέλη μεγάλων οικογενειών με οικονομική δύναμη. Η παρουσία τους βοήθησε την ανάπτυξη περαιτέρω του εμπορίου, αλλά έγινε αιτία στον πολιτικό τομέα να προκληθούν αντιπαλότητες, πολλές των οποίων κατέληξαν σε εμφύλιες συρράξεις μεταξύ της ντόπιας αριστοκρατίας και των κωνσταντινουπολιτών που διεκδίκησαν την ηγεμονία στη μικρή αυτοκρατορία του Πόντου. Μερικές απ’ αυτές απείλησαν και την ίδια την ύπαρξή της που σώθηκε την τελευταία στιγμή, μια και οι εξωτερικές επιβουλές, που δεν ήταν και λίγες, λειτουργούσαν πάντα συσπειρωτικά στον γνήσιας ελληνικής νοοτροπίας λαό.

Η οικονομική δύναμη, ακόμη, έδωσε τη δυνατότητα στην Τραπεζούντα να διατηρεί ισχυρό στρατό που τον είχε μεγάλη ανάγκη για την εξασφάλιση της ακεραιότητάς της. Νησίδα στον ισλαμικό περίγυρο ήταν αναγκασμένη να διεξάγει μακρούς αγώνες εναντίον Τούρκων, Μογγόλων, Τουρκομάνων. Αναρίθμητες ήταν οι επιθέσεις που δέχθηκε κυρίως από τους Τούρκους, ιδιαίτερα από τους εμίρηδες της Άμιδας και της Κασταμονής, που είχαν ως εθνικό όνειρο την κατάκτησή της. Έτσι, μέσα σ’ αυτό το διεθνές περιβάλλον, η πολιτική των αυτοκρατόρων της, πολλοί των οποίων ήταν ικανότατοι, ήταν η επιδίωξη δύο στόχων: της οικονομικής ανόδου και της εδαφικής ακεραιότητας. Και οι δύο αυτοί στόχοι τους έγιναν αιτία πολέμου μια και τα δύο αυτά επιτεύγματα αποτελούσαν και την πρόκληση των εχθρών της μικρής αυτοκρατορίας.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που την απείλησε ήταν το 1224, επί αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α . Οι Σελτζούκοι του Ικονίου, με επικεφαλής τον γιο του σουλτάνου, τον Μενελίκ, επιτέθηκαν κατά της πόλης. Ποτέ μέχρι τότε οι κάτοικοί της δεν είχαν αντικρίσει φοβερότερο θέαμα. Άρχισαν αμέσως να κυκλοφορούν διάφορες φήμες και να προκαλείται μεγάλος πανικός. Μερικοί έφυγαν για να σωθούν. Ανάμεσά τους και οι άρχοντες. Έμεινε μόνος ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος και ο λαός. Αμέσως εξόπλισε όλους τους πολίτες και τους ζήτησε να βοηθήσουν τον στρατό. Μόνος εκπόνησε ένα έξυπνο σχέδιο άμυνας και όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν υπέστησαν τεράστια φθορά. Και σαν να μην έφθανε αυτό, ο Ανδρόνικος ηγήθηκε σε μια αντεπίθεση, διέλυσε τους εισβολείς και έπιασε αιχμάλωτο και τον Μενελίκ. Ο ιστορικός του Πόντου και γλωσσολόγος Άνθιμος Α. Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι η μάχη εκείνη ήταν ένα από τα μεγάλα στρατιωτικά κατορθώματα του βυζαντινού ελληνισμού. Όταν ησύχασαν τα πράγματα γύρισαν οι άρχοντες στην πόλη. Νόμισαν πως θα γίνουν δεκτοί όπως πρώτα. Ο αυτοκράτορας όμως κάλεσε τον λαό και ενώπιόν του τους εξευτέλισε και τους ανάγκασε να φύγουν απ’ την Τραπεζούντα.

Μετά βρήκε αφορμή που οι Τούρκοι της Σινώπης κούρσευσαν ένα πλοίο του, που εξόκειλε σε μια ακτή, επιτέθηκε στην πόλη, νίκησε τους Σελτζούκους και την κυρίευσε. Βλέποντας όμως πως δεν είχε τη δύναμη να την κρατήσει, προκειμένου να βάλει σε περιπέτεια την αυτοκρατορία του, δέχθηκε να πάρει πίσω το πλοίο και να επιστρέψει στην Τραπεζούντα. Ο ψυχισμός των Ελλήνων ήταν στα ύψη.

Οι Τούρκοι όμως δεν ξέχασαν και μετά έναν αιώνα θέλησαν να πάρουν εκδίκηση. Ήταν το 1324, η χρονιά που πάλι κινδύνευσαν οι Έλληνες. Τώρα η απειλή ήλθε από τη θάλασσα. Οι Τούρκοι από τη Σινώπη, που στο μεταξύ είχαν γίνει φοβεροί πειρατές στον Εύξεινο, βρήκαν ευκαιρία και έκαναν απόβαση έξω από την πόλη, στα προάστια που τα κατέστρεψαν. Θα έμπαιναν και στην πόλη, αν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Β δέν κατάφερνε να τους αποκρούσει. Τότε φάνηκε η αδυναμία στην οχύρωσή της. Γι’ αυτό ο Αλέξιος, που είχε πολλές οργανωτικές ικανότητες, οχύρωσε και την παραλία και μάλιστα έκανε και ναύσταθμο στο ακρωτήριο της Κορδύλης, δεκαεπτά χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα, για ν’ αποκτήσει ευελιξία ο στόλος του. Αργότερα, ο εγγονός του Αλέξιος Γ , μέσα απ’ τα τείχη, έκανε το μοναστήρι του αγίου Φωκά, για να ενισχύσει την άμυνα, μια και οι καλόγεροι ήταν και ακρίτες.

Οι πόλεμοι με τους Τούρκους συνεχίζονταν κι έπαιρναν όλο και αγριότερη μορφή. Τώρα τα σκήπτρα είχαν πάρει οι Οθωμανοί που επιδίωκαν να ενοποιήσουν, κάτω από τη δύναμή τους όλο τον Πόντο και τη Μικρά Ασία κι η Τραπεζούντα ήταν το μεγάλο εμπόδιο. Το όραμα για το ισλάμ εξακολουθούσε να είναι η κατάκτηση της μικρής αυτοκρατορίας που έστεκε στα πόδια του. Οι προσπάθειες όμως ήταν όλες αποτυχημένες. Οι Έλληνες έβγαιναν πάντα οι νικητές.

Η Άλωση

Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν μετά το 1451, όταν πέθανε ο οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Β καί τον διαδέχθηκε ο νεαρός γιος του Μεχμέτ Β , που έμεινε γνωστός ως Πορθητής. Όλοι γνώριζαν τις ικανότητες του νέου σουλτάνου και έβλεπαν να έρχεται αναπότρεπτη η καταστροφή. Η ιστορία έκανε μια από τις συνηθισμένες της στροφές.

Για λίγο στην Ανατολή τα πράγματα τράβηξαν τη γνωστή ροή τους. Ο Μεχμέτ είχε ν’ ασχοληθεί με τη Βασιλεύουσα. Για τους άλλους Έλληνες δεν είχε καιρό. Τότε ο διορατικός αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Ιωάννης Δ , ο επιλεγόμενος Καλογιάννης, ετοιμάστηκε για τα χειρότερα τόσο στον στρατιωτικό, όσο και στον διπλωματικό τομέα. Κι όταν έπεσε η Βασιλεύουσα κι η πόλη του γέμισε από πρόσφυγες, ένιωσε πια την ανάσα του Πορθητή να τον καίει. Αρχίζει επαφές με τους ηγεμόνες των γειτονικών μικρών μουσουλμανικών κρατών και με τους Βενετούς κι αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα τον Μεχμέτ, που διαβλέπει εν σπέρματι μια προσπάθεια για την αναβίωση του Βυζαντίου. Δεν ξεχνά πως ο Ιωάννης κατάγεται από τη μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Κομνηνών και πως είναι φυσικό να ζει με τον πόθο για την ανάσταση του Γένους του. Έτσι θορυβημένος για τις κινήσεις του, αλλά απασχολημένος με τα Βαλκάνια, διατάζει το 1456 τον διοικητή της Αμάσειας Χιτίρ πασά να επιτεθεί κατά της Τραπεζούντας. Για να σωθεί η πόλη, ο Ιωάννης συνάπτει συνθήκη ειρήνης με το Χιτίρ, που ίσως φοβάται να περάσει τα τείχη, γιατί τους Έλληνες μαστίζει, για άλλη μια φορά, η πανώλης, και γίνεται η Τραπεζούντα υποτελής στον Πορθητή. Η αρχή του τέλους.

Στα 1458 πεθαίνει, μετά από δώδεκα μαρτυρικά χρόνια βασιλείας, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Δ' καί τον διαδέχεται ο αδελφός του Δαυίδ. Ο τελευταίος Έλληνας αυτοκράτορας στην Ανατολή. Συνεχίζει την πολιτική του Ιωάννη κι έρχεται σ’ επαφές με τον Πάπα Πίο Β -με προτροπή του Βησσαρίωνα- τους Βενετούς, τους Ούγγρους κ.α. Η επιθανάτια αγωνία δεν είναι καλός σύμβουλος. Τις κινήσεις του τις μαθαίνει ο Πορθητής κι εκνευρίζεται. Αποφασίζει να τελειώσει με την Τραπεζούντα. Έτσι το 1460 ξεκινά την εκστρατεία του και το 1461, Ιούλιο μήνα, ξεκινά την πολιορκία που κρατά ένα μήνα. Ο Δαυίδ έχει στη διάθεσή του 20.000 στρατό και 30 πλοία. Κι όμως δεν τόλμησε να δοκιμάσει. Προτίμησε ν’ ακούσει τις συμβουλές του Γεώργιου Αμιρούτζη και να παραδώσει την πόλη. Ίσως απέβλεπε στην εφαρμογή της τζιμμά, της συνθήκης υποταγής που « υποχρέωνε» τον σουλτάνο να σεβαστεί το δικαίωμα ζωής των κατακτημένων. Απατήθηκε. Ο Μεχμέτ μπήκε στην πόλη νικητής και τροπαιούχος στις 15 Αυγούστου. Προηγουμένως υπέγραψε συμφωνία με τον Δαυίδ να σεβαστεί τη ζωή του ίδιου και των κατοίκων. Δεν τήρησε κανένα όρο. Εκείνες τις μέρες η πόλη πνίγηκε στο αίμα. Ο Δαυίδ με την οικογένειά του και τους ευγενείς πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στις Σέρρες και το 1463 εκτελέσθηκε στην Αδριανούπολη μαζί με τους γιους του αρνούμενος την αλλαξοπιστία. Στην Τραπεζούντα η ζωή έχασε κάθε αξία. Τα μνημεία καταστράφηκαν, οι εκκλησιές έγιναν τζαμιά, οι νέοι στρατολογήθηκαν στα τάγματα των γενιτσάρων.

Η πτώση και του τελευταίου ελεύθερου ελληνικού χώρου έκανε την Ανατολή ταυτόσημη με την οθωμανική αυτοκρατορία και τον Εύξεινο Πόντο κλειστή μουσουλμανική θάλασσα. Και οι δύο περιοχές θα ζήσουν πλέον στο περιθώριο της Ιστορίας. Ο Ελληνισμός, αφού ξεπεράσει το ταρακούνημα της μεγάλης αλλαγής, θα περάσει σε νέα περίοδο σταυροαναστάσιμης δόξας και θα ζήσει με την προσδοκία της λύτρωσης και το παράδειγμα του αυτοκράτορα Δαυίδ Μεγάλου Κομνηνού. Κρυφά κι ανομολόγητα θα μεταδώσει από γενιά σε γενιά την ορθοδοξία και τον ανεκτίμητο θησαυρό της γλώσσας, μέσα από την υμνολογία της Εκκλησίας, τα ακριτικά κατορθώματα και τα τραγούδια του Γένους.