Μαρτυρίες Πόντου - Μνήμες Γενοκτονίας: Ούτε πατρίδα γνώρισα, ούτε πατέρα… |
Τερψιθέα Σχίζα - Κυριακίδου
Γεννήθηκε το 1913 στη Σινώπη του Πόντου
Κατοικεί στην Καισαριανή
Αν και έχει ζήσει περισσότερα από 80 χρόνια στην Καισαριανή, η 97χρονη Τερψιθεά Σχιζά νιώθει Μικρασιάτισσα και δη Πόντια. Ο πατέρας της διατηρούσε κατάστημα με γλυκά από λουκούμια μέχρι γλυκίσματα γάμων και βαφτίσεων, ενώ η μητέρα της ήταν μοδίστρα. Πολύγλωσση και περήφανη για την καταγωγή της: «Πατρίδα μου είναι η Σινώπη του Ευξείνου Πόντου. Είμαι Πόντια και είναι τιμή μου και καμάρι μου», μας μιλά για την ταύτιση των Καισαριανωτών, Ποντίων και Μικρασιατών με την Αριστερά, αναφέροντάς μας το παράδειγμα ενός ξαδέρφου της που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
* Συνέντευξη στη Μαρία Ψαρά, Καισαριανή 5 Ιουλίου 2010
«Φύγαμε από τη Σινώπη με τις σφαγές. Εγώ ήμουν μωρό. Μας διώξανε με βοϊδάμαξες. Μοιραστήκαμε σε διάφορα χωριά. Τότε πήρανε και τον πατέρα μου αιχμάλωτο. Τον πήγανε στα καταναγκαστικά έργα, για να φτιάχνει δρόμους. Η μαμά μου έδινε χρυσαφικά σε ντόπιους για να μπορέσει να τον φέρει πίσω, μα δεν τα κατάφερε…Κάποτε έμαθε πως μπορούσαμε να πάμε στην Πόλη. Πήρε εμένα και την αδερφή μου, που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη και φύγαμε…», διηγείται.
Η μητέρα της είχε σπουδάσει κοπτική. «Στην πατρίδα μου, ο παππούς μου είχε 4-5 κόρες και δεν τις άφηνε να βγουν να δουλέψουν. Κάποια στιγμή, ήρθε στη Σινώπη μια κυρία από τη Γαλλία, μοδίστρα. Η μαμά μου τον παρακάλεσε να πάει να μάθει.
Αυτό μας έσωσε. Έγινε τόσο καλή που δίδασκε σε γκρουπ», μας λέει. «Όταν πρωτοπήγαμε στην Πόλη, η μαμά πήγε σε ένα μεγάλο ατελιέ και έμαθε και ραπτική.
Εμάς μας έβαλε στα καλύτερα σχολεία. Μέναμε σε ένα ωραίο σπίτι στο Γενίτσαρσί, κοντά στην Ιταλική πρεσβεία. Αλλά υπήρχε φόβος… Μετά και τον μεγάλο διωγμό του 1922, δε μας σήκωνε το κλίμα. Αποφάσισε το 1924 και ήρθαμε στην Ελλάδα με πλοίο…».
Η οικογένεια της Τέρψης Σχίζα βρήκε κατάλυμα στον προσφυγικό καταυλισμό της Καισαριανής. Είχαν έρθει ήδη οι θείες μου και γι’ αυτό ήρθαμε και εμείς. Μείναμε σε αντίσκηνα για δυο χρόνια. Μετά πήγαμε σε παράγκες κι ύστερα χτίστηκε ο καταυλισμός όπου πήραμε δικαίωμα σπιτιού και μείναμε», θυμάται. «Η Καισαριανή ήταν χωράφια. Οι ντόπιοι κοιμόντουσαν με τα γελάδια τους. Φορούσαν κάτι παπούτσια σαν τσαρούχια. Και η τουαλέτα ήταν στη μέση της αυλής πολλών σπιτιών…Εμάς μας λέγανε τουρκόσπορους όταν βγαίναμε. Είχαμε πολλά τέτοια στην αρχή…».
Στην Αθήνα, η μητέρα της δούλευε ως μοδίστρα, στην αρχή σε γνωστό οίκο, αργότερα στα σπίτια της ευρύτερης περιοχής. «Ποτέ η μάνα μου δε μας μιλούσε για την Πατρίδα, τον Πόντο, ιστορίες για το πώς ζούσαν. Δεν ήθελε. Είχε το νου της να δουλέψει. Να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε καλά…», σημειώνει. «Σχολείο δε μας παίρνανε στην Καισαριανή. Γι’ αυτό γράφτηκα στο Αρσάκειο. Έκανα καλές σπουδές.
Μιλούσα Τουρκικά, Γαλλικά, Ελληνικά. Με βοήθησε αυτό στη ζωή μου».
Για τις πολιτικές πεποιθήσεις των Μικρασιατών, είναι γνωστό πως στην πλειοψηφία τους ήταν Βενιζελικοί. «Το βασιλιά κανείς δεν τον ήθελε. Αλλά και αργότερα, πολλοί γίνανε Αριστεροί. Είχα εγώ έναν ξάδερφο, τον Χρήστο Χρηστίδη, από τους λίγους άνδρες που κατάφεραν να φύγουν από τον Πόντο – σε μπαούλο τον κρύψανε – και ήταν ένας από τους 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή. Ήταν εξόριστος στην Ακροναυτιλία, ήταν αρχεισμαρξιστής…».