Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, ένας τόπος μαρτυρίου για τους Πόντιους |
της Παναγιώτας Ιωακειμίδου
Όταν έφταναν στην Ελλάδα τα ανθρώπινα ράκη των ταλαιπωρημένων Ποντίων, τους περίμενε η κόλαση των λοιμοκαθαρτηρίων. Τα λοιμοκαθαρτήρια από όπου πέρασαν ήταν το ένα στην Κωνσταντινούπολη, το περίφημο Σελιμιέ, και τα άλλα στην Ελλάδα: Άγιος Γεώργιος στη Σαλαμίνα, Μακρόνησος και Καραμπουρνάκι. Οι συνθήκες ήταν άθλιες και σε ένα ποσοστό 13% έχασαν τη ζωή τους από πείνα, ψύχος και έλλειψη φαρμάκων.
Τα σαπιοκάραβα τους μεταφέρουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Αποβιβάζονται σε μία πατρίδα κατεστραμμένη, οικονομικά ανίσχυρη. Οδηγούνται όλοι στην Καλαμαριά, στην περιοχή Καραμπουρνάκι. Είναι φοβισμένοι, άρρωστοι, ψειριασμένοι, μουσκεμένοι από τη βροχή και τα κύματα. Η μυρουδιά του θανάτου τούς ακολουθεί από τις πολύχρονες πορείες θανάτου.
Το τοπίο είναι αποκρουστικό. Ερημιά και ξεραΐλα, ένας λασπότοπος γεμάτος από αγκαθωτούς θάμνους. Κανένα δέντρο, παρά μόνο στρατιωτικά παραπήγματα, άλογα ψόφια και τουμπανισμένα σκόρπιζαν γύρω μία απαίσια μυρουδιά. Στον πόλεμο ήταν εδώ μια ίλη ιππικού των συμμάχων, τα άρρωστα άλογα ψόφησαν και έμεναν άθαφτα κουφάρια. Τα κοράκια και τα όρνια είναι οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής. Λεφούσια οι μύγες τρέφονται και αυτές από τα σάπια αίματα. Σε αυτόν τον καταραμένο τόπο έφερναν τους Πόντιους για καραντίνα και θεραπεία. Βαλτότοποι με στάσιμα νερά συμπληρώνουν το τοπίο. Σκνίπες και κουνούπια κατά χιλιάδες αποτελούν το ζωικό βασίλειο της περιοχής. Παντού μαύρη λάσπη. Οι ανθρώπινοι σκελετοί φορτωμένοι τα λιγοστά μπογαλάκια τους κατεβαίνουν σε αυτόν το λασπότοπο και μοιάζουν ακόμα πιο απελπισμένοι όπως κατευθύνονται στο λοιμοκαθαρτήριο. Τους δίνουν πράσινο σαπούνι και τους στριμώχνουν κάτω από τα ντους.
Νιώθουν να έχουν χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας καθώς περιμένουν ολόγυμνοι τα ρούχα τους από τους κλιβάνους. Ζεστοί καθώς είναι τους θερίζει ο Βαρδάρης και πουντιάζουν, οι αδύναμοι πεθαίνουν από πνευμονία, οι βιτσιές του παγωμένου αέρα τούς αποτελειώνουν. Περπατούν με τα πόδια 1.000 μέτρα για να φτάσουν στους θαλάμους ξυπόλητοι, φορώντας τα κουρέλια που κάποτε ήταν ρούχα. Εξήντα θάλαμοι πρέπει να φιλοξενήσουν όλο αυτόν τον πληθυσμό. Οι θάλαμοι φτιαγμένοι με ξύλα και σκεπές από πισσόχαρτο μπάζουν από παντού. Κάθε θάλαμος 15 επί τέσσερα με κοινοχρήστους χώρους υγιεινής. Οι θάλαμοι αυτοί ανήκαν στους Άγγλους και όταν έφυγαν, έμειναν άδειοι. Η πρώτη επαφή με τη μάνα πατρίδα είναι τραυματική. Μάτια βουρκωμένα, ένας κόμπος στο λαιμό, ένα δάκρυ που δεν το αφήνουν από αξιοπρέπεια να κυλήσει. Αντέχουν ακόμα, αλλά ο καημός καίει την ψυχή, το παράπονο δεν τολμά να βγει από τα χείλη.
Βαλτόνερα και λάσπες παντού η περιοχή ονομάστηκε Καλαμαριά κατ’ ευφημισμόν “καλή μεριά”, καλός τόπος δηλαδή, αλλά μόνο τέτοιος δεν ήταν. Έτσι την έλεγαν οι Καπουτσιαδιανοί, οι κάτοικοι της Πυλαίας, γιατί η μαύρη λάσπη ήταν εύφορη και κάρπιζε δυο φορές το χρόνο. Όσοι είχαν εδώ χωράφια, ήταν τυχεροί, αλλά τόπος κατοικίας δεν ήταν. Μόνο μπάμιες έσπερναν εδώ, ούτε νερό δεν υπήρχε. Μιλιούνια τα κουνούπια, σκνίπες, βατράχια, βούρλα, αγκάθια παντού. Οι μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο είναι όλες ίδιες γκρίζες και ασάλευτες, νιώθουν εξόριστοι στην ίδια την πατρίδα τους, μακριά από την πόλη, σαν χολεριασμένοι. Ένας κόμπος σφίγγει το λαρύγγι και πολλά αναπάντητα “γιατί” στοιβάζονται μέσα τους και τους πνίγουν. Αυτόν τον ερημότοπο τον πότισαν τα δάκρυά τους και πολλοί από αυτούς άφησαν εδώ την τελευταία τους πνοή.
Η σίτισή τους περιλαμβάνει ένα ψωμί μίας οκάς για κάθε τετραμελή οικογένεια και δυο κουταλιές σούπας κακάο. Κάθε βράδυ έχει συσσίτιο από μαγειρεμένο φαγητό, συνήθως όσπρια και σπάνια κρέας. Το φαγητό είναι λίγο, δεν χορταίνουν και ούτε τους επιτρέπεται να αγοράσουν οτιδήποτε από έξω. Βέβαια κάποιοι ατσίδες εμπορεύονται τον ανθρώπινο πόνο και τους πουλάνε κρυφά έξω από τα συρματοπλέγματα σε εξωφρενικές τιμές ψωμί και καρπούζια. Στους άρρωστους δίνουν επιπλέον γάλα. Το νερό λίγο και αυτό από μία βρύση για όλους, με αποτέλεσμα να γίνονται καβγάδες, φασαρίες και φωνές. Ένας τσολιάς στέκεται εκεί συνεχώς, για να επιβάλλει την τάξη.
Ταλαιπωρημένοι, τρομαγμένοι έφταναν εδώ έπειτα από πολλές περιπλανήσεις σε άλλα λιμάνια της χώρας, στα οποία δεν τους δέχονταν λόγω υπερκορεσμού. Τα 150 στρατιωτικά παραπήγματα δεν ήταν αρκετά να στεγάσουν 12 χιλιάδες ψυχές. Υπήρξαν περιπτώσεις που σπίτι τους έγινε μία βάρκα ή μία σκηνή ή μία παράγκα από ευτελή και επικίνδυνα υλικά. Οι μολυσματικές ασθένειες θέριζαν, έτσι ο χώρος απομονώθηκε με συρματοπλέγματα και στρατιώτες ανέλαβαν την φρούρησή του. Θα έλεγε κανείς ότι λειτουργούσε η καραντίνα με τους όρους ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης. Οι διαμαρτυρίες και οι ξεσηκωμοί ήταν ένα συχνό φαινόμενο, αλλά τότε ο προϊστάμενος του οικισμού επέβαλλε στέρηση τροφής, φυλάκιση και ξυλοδαρμό σαν ποινές στους διαμαρτυρόμενους.
Τα ψυχικά τραύματα των ανθρώπων αυτών τους βασάνιζαν σε όλη τη ζωή. Το αίσθημα της ταπείνωσης και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν το ξεπέρασαν ποτέ. “ Έρημο και τσολ Γαραπουρνού” μονολογούσε η γιαγιά μου μέχρι που πέθανε. Ο βίαιος καθαρισμός και το κούρεμα των μαλλιών στις γυναίκες βιωνόταν σαν μία ταπείνωση και επέμβαση στο σώμα της γυναίκας που την εποχή εκείνη τα μακριά μαλλιά ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της αξιοπρέπειάς της. Λέγεται ότι ένας συμπατριώτης της γιαγιάς μου έδωσε μία χούφτα λίρες, για να σώσει τα μαλλιά της γυναίκας του, που θρηνούσε στην ιδέα ότι θα τα στερηθεί.
Το λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς ξαναχρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Τα απολυμαντήρια της Καλαμαριάς γκρεμίστηκαν στη δεκαετία του ’60 και τη θέση τους πήρε η δημοτική πλαζ της Αρετσούς. Το μοναδικό απομεινάρι αυτής της θλιβερής ιστορίας σήμερα είναι η στάση του ΟΑΣΘ “Απολυμαντήριο”, ακριβώς πάνω από την πλαζ.
Πηγή: Μακεδονία