Η Παναγία Σουμελά, ως πρώτη ανιστορηθείσα Ιερά Μονή του Πόντου, από το έτος 1952, που ιδρύθηκε ως ενοριακός Ναός, αποτέλεσε τον πόλο έλξης και συσπείρωσης όλων των Ποντίων και καθιερώθηκε ως το θρησκευτικό, ιστορικό, πατριωτικό και εθνικό σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού.
Με το Β.Δ. 924/1966 εξαιρέθηκε από τις διατάξεις που ισχύουν για τους Ιερούς Ναούς και κατέστη Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, ως Ίδρυμα Θρησκευτικό και Κοινωφελές, υπό τον τίτλο «Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά», υπαγόμενο στην εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και υπό την πνευματική επιστασία της Ιεράς Μητρόπολης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας.
Με την υπ’ αριθμόν 47/20-2-1973 Κανονιστική Διάταξη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος θεσπίστηκαν οι διατάξεις που διέπουν τα της διοικήσεως, λειτουργίας και διαχειρίσεως του χαρακτηριζόμενο πλέον ως Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα.
Η Κανονιστική Διάταξη αναφέρει ότι το Ιερό Ίδρυμα που συστάθηκε με το Β.Δ. 924/1966 και ο Ιερός Ναός της Παναγίας Σουμελά (Κοιμήσεως της Θεοτόκου) με τον ιδιόκτητο πέριξ αυτού χώρο, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Καστανιάς του Δήμου Βεροίας, αποτελούν πλέον Ενιαίο Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό το όνομα «Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυμα Παναγίας Σουμελά» και τελεί υπό την εποπτεία της Εκκλησίας και της Πολιτείας.
Το Ίδρυμα διοικείται από ενδεκαμελές Διοικητικό Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου διορίζονται με τριετή θητεία, με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ύστερα από πρόταση του Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας.
Προβλέπεται ακόμα η σύσταση, για λόγους ηθικής συμπαράστασης προς τη Διοίκηση, Συμβουλευτικού Σώματος αποκαλούμενου «ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ» που αποτελείται:
α) από τον οικείο Μητροπολίτη,
β) από τους καταγόμενους από τον Πόντο αρχιερείς εν ενεργεία ή μη, πρώην Υπουργούς, πρώην Βουλευτές,
γ) από τον πρωθιερέα του Ιδρύματος,
δ) από 10 προσωπικότητες εκλεγόμενες αριστείνδην από το Δ.Σ.,
ε) από τους Προέδρους και Γενικούς Γραμματείς όλων των αναγνωρισμένων και εν ενεργεία Ποντιακών σωματείων της Ελλάδας και
στ) από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος.
Το «ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ» συνέρχεται ανά τριετία, με πρόσκληση της Διοίκησης του Ιδρύματος, είτε στην έδρα του στη Θεσσαλονίκη, είτε στα γραφεία του προσκυνήματος και σε συνέλευση εκλέγει τρία (3) από τα έντεκα (11) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος.
Τα υπόλοιπα οχτώ (8) μέλη προτείνουν:
α) το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» έξι (6) μέλη,
β) το Κοινοτικό Συμβούλιο της Καστανιάς ένα (1) μέλος και
γ) η οικεία Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας ορίζει ένα (1) μέλος ως εκπρόσωπό της, κατά προτίμηση κληρικό.
Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος ορίζεται ο εκάστοτε Πρόεδρος του Σωματείου «Παναγία Σουμελά».
Το ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ επί δεκαετίες ουσιαστικά έχει αδρανοποιηθεί και συνέρχεται τυπικά μόνο χωρίς να προσκαλούνται σ’ αυτό η πλειονότητα των ποντιακών σωματείων.
Η κατά τα άνω συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος επιτρέπει στο σωματείο Παναγία Σουμελά να ασκεί τον απόλυτο διοικητικό έλεγχο του Ιερού Ιδρύματος.
Μετά τον κατά το έτος 1963 θάνατο του οραματιστή και Ιδρυτή της Παναγίας Σουμελά Φίλωνα Κτενίδη, στο Ιερό Ίδρυμα επιβλήθηκε και παγιώθηκε ένα κλειστό προσωποπαγές καθεστώς Διοίκησης, με συνέπεια σαράντα πέντε (45) χρόνια συνεχώς ο Πρόεδρος του Ιδρύματος να προέρχεται από μια οικογένεια, γεγονός που απάδει προς τον εξ ορισμού και προορισμού Παμποντιακό και Πανελλήνιο χαρακτήρα του και προκαλεί εν γένει το δημόσιο αίσθημα, ιδιαίτερα όμως το θρησκευτικό συναίσθημα και τη δημοκρατική ευαισθησία των Ποντίων. Είναι γνωστό ότι η ενεργός λαϊκή συμμετοχή των Ποντίων στα κοινά, ιδιαίτερα δε στα θέματα της Εκκλησίας και της Παιδείας έχει βαθιές ρίζες στην παράδοσή μας.
Η επικρατούσα επί δεκαετίες Διοικητική κατάσταση στο Ίδρυμα προκαλεί τα δυσμενή σχόλια και την έντονη δυσφορία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ποντίων, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας ευρύτερα και προβάλλει πλέον ως ανυποχώρητο αίτημα της Κοινής Γνώμης να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την αλλαγή του Διοικητικού Καθεστώτος του Ιδρύματος, με στόχους τον εκδημοκρατισμό της Διοίκησης, τη διαφάνεια στη διαχείριση και την απόδοση του Ιδρύματος στην κοινωνία των Ποντίων, στην οποία ανήκει.
Το αίτημα αυτό προβλήθηκε επίμονα και έγινε ομόφωνα αποδεκτό στη συνδιάσκεψη των 186 σωματείων στις 15/12/2002 στην παλαιά αίθουσα τελετών του Α.Π.Θ. και στο οργανωτικό συνέδριο στις 28,29/6/2003 στο οποίο συμμετείχαν 330 εκπρόσωποι σωματείων και 150 παρατηρητές, υιοθετήθηκε δε από το Δ.Σ. της Π.Ο.Ε. το οποίο από το έτος 2004 έλαβε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και αποφάσεις για την άρση του επιβληθέντος στο Ίδρυμα οικογενειοκρατικού καθεστώτος, αφού προηγουμένως με επισκέψεις του στην Αθήνα ενημέρωσε για το θέμα αυτό το σύνολο της πολιτειακής, πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας του τόπου.
Συγκεκριμένα προτάθηκε.:
α) Η ουσιαστική ενεργοποίηση του θεσμού του «ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ» με δικαίωμα εκλογής από αυτό των οκτώ (8) από τα έντεκα (11) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, με περιορισμένη σταυροδοσία τριών σταυρών κατά ανώτατο όριο. Τα άλλα τρία (3) να προτείνονται ανά ένα από την Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, από το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» και από το Δημοτικό Διαμέρισμα Καστανιάς του Δήμου Βέροιας.
β) Η εκλογή του Προέδρου και η κατανομή των λοιπών αξιωμάτων από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
γ) Ο περιορισμός της διάρκειας της θητείας του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου συνολικά σε εννέα (9) χρόνια.
Οι παραπάνω επισημάνσεις και προτάσεις ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Παμποντιακής Ομοσπονδίας (Π.Ο.Ε.) αποτέλεσαν περιεχόμενο υπομνήματος που απευθύνθηκε προς το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και τον Πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 19.6.2006 και 2.8.2006 αντίστοιχα.
Οι διοικούντες το σωματείο «Παναγία Σουμελά» διαισθανόμενοι την επερχόμενη αλλαγή και στην προσπάθειά τους να συντηρήσουν πάση θυσία το υφιστάμενο καθεστώς, προβαίνουν εσπευσμένα τον Ιούλιο του 2005 σε τροποποίηση του καταστατικού και για πρώτη φορά θέτουν αυστηρούς περιορισμούς και κριτήρια για την εγγραφή νέων μελών, που ουσιαστικά ακυρώνουν το δικαίωμα εγγραφής στο σωματείο και ταυτόχρονα εξαρτούν την παραμονή της Ιεράς Εικόνας στο Ίδρυμα καθώς και τη χρήση των εκτάσεων που έχει αναγερθεί ο Ιερός Ναός και έχουν αναπτυχθεί οι λοιπές εγκαταστάσεις από την διατήρηση νομικού και διοικητικού καθεστώτος.
Συγκεκριμένα:
Το άρθρο 2, που αναφέρεται στους σκοπούς του σωματείου, πριν από την τροποποίηση του 2005 ανέφερε: «Η παρακολούθηση με ενδιαφέρον, στοργή και αγάπη των προβλημάτων του Ιερού Ιδρύματος της Ιεράς Μονής της Παναγίας Σουμελά καθώς και η οικονομική ενίσχυσή του για την πραγματοποίηση των σκοπών του».
Με την επελθούσα τροποποίηση του 2005 το άρθρο αυτό διατυπούται ως εξής: «Η συντήρηση και φύλαξη της Ιεράς Εικόνας της Παναγίας Σουμελά που μεταφέρθηκε από την Παλαίφατο Μονή του Πόντου και η παραμονή της στο χώρο του Προσκυνήματος για όσο διάστημα υφίσταται το Πανελλήνιο Ίδρυμα της Ιεράς Μονής Παναγία Σουμελά, όπως έχει αυτό διαμορφωθεί με το αντίστοιχο Βασιλικό Διάταγμα και την Κανονιστική Διάταξη της Ιεράς Συνόδου.
Η παρακολούθηση με ενδιαφέρον, στοργή και αγάπη των προβλημάτων του Ιερού Ιδρύματος της «Ιεράς Μονής της Παναγίας Σουμελά», καθώς και η οικονομική ενίσχυση του για την πραγματοποίηση των σκοπών του. Η κατά χρήση παραχώρηση των πενήντα (50) στρεμμάτων στην Καστανιά Βεροίας από την ιδιοκτησία του Σωματείου προς το Ν.Π.Δ.Δ. Πανελλήνιο Ίδρυμα Παναγία Σουμελά, θα συνεχίσει αορίστως υφισταμένη υπό τον όρο της διατήρησης των σκοπών του Ιδρύματος, του τρόπου διοίκησης, και της σύνθεσης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος, όπως μέχρι τώρα αδιαλείπτως υφίσταται με βάση το υπ’ αριθμ. 924/18-101966 Βασιλικό Διάταγμα και την υπ’ αριθμ. 47/20-3-1973 Κανονιστική Διάταξη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Το άρθρο 4 πριν από την πρόσφατη τροποποίηση ανέφερε τα εξής: «Τακτικά μέλη εγγράφονται, ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, όσοι υποβάλουν αίτηση εγγραφής, κάτοικοι του νομού Θεσ/νίκης και ηλικίας άνω των 18 ετών (οι ανήλικοι με συναίνεση των γονέων τους), Ορθόδοξοι Χριστιανοί Πόντιοι, δηλαδή αυτοί που έχουν τόπο καταγωγής τον Πόντο της Μικράς Ασίας, αυτοί που γεννήθηκαν από ένα τουλάχιστο γονέα Πόντιο, οι παντρεμένοι με Πόντιο ή Πόντια και τα παιδιά τους απεριόριστα.»
Με την επελθούσα τροποποίηση του Ιουλίου 2005 προστίθεται: «Τα ανωτέρω εγγραφέντα μέλη παραμένουν ως δόκιμα μέλη για τρία χρόνια. Κατά την διάρκεια της τριετίας οφείλουν να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις του Σωματείου, στην διάδοση και προβολή της «Ποντιακής Εστίας» και εν γένει στην προώθηση των Καταστατικών σκοπών του Σωματείου. Μετά την πάροδο της τριετίας τα ανωτέρω μέλη καθίστανται τακτικά μέλη, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, με βάσει και το ενδιαφέρον, την συμμετοχή στις δραστηριότητες του Σωματείου. Κατά την διάρκεια της τριετίας τα δόκιμα μέλη έχουν όλα τα δικαιώματα του τακτικού μέλους εκτός του δικαιώματος του τακτικού μέλους του δικαιώματος της ψήφου και του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.»
Είναι προφανής η σκοπιμότητα και η σπουδή με την οποία έγιναν οι παραπάνω τροποποιήσεις. Με το άρθρο 2 επιχειρείται ευθέως να εξαρτηθεί η παραμονή της Ιεράς εικόνας στο Ίδρυμα και η χρήση των εκτάσεων όπου αναπτύχθηκαν οι εγκαταστάσεις του από την διατήρηση του υφιστάμενου νομικού και διοικητικού καθεστώτος.
Με το άρθρο 4, που αποτελεί πρωτοφανή ρύθμιση και όρο σε καταστατικό σωματείου, θεσπίζεται ουσιαστικά η απαγόρευση εγγραφής νέων μελών, ώστε να διατηρηθεί ο υφιστάμενος συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό του σωματείου, το οποίο ελέγχει διοικητικά το ίδρυμα «Παναγία Σουμελά».
Οι διοικούντες στο σωματείο και το ίδρυμα και η φιλικά σ’ αυτούς προσκείμενη Π.Ο.Π.Σ. δηλαδή οι ίδιοι άνθρωποι και οι ελάχιστοι αυτόκλητοι υπερασπιστές τους με δημόσιες ανακοινώσεις τους επιχειρούν αβασίμως και συκοφαντικώς να εμφανίσουν τους διαφωνούντες με το υφιστάμενο διοικητικό καθεστώς, δηλαδή την συντριπτική πλειοψηφία των Ποντίων, ως εχθρούς του Ιερού Ιδρύματος, που αποβλέπουν σε «παγκάρια και ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών». Τους διαβεβαιώνουμε ότι η μοναδική φιλοδοξία μας είναι να αποκατασταθεί η νομιμότητα στο Ιερό ίδρυμα, να ενισχυθεί και ενδυναμωθεί η ενότητα του ποντιακού ελληνισμού και να ισχυροποιηθούν οι παραδοσιακοί, πνευματικοί και λατρευτικοί δεσμοί των ποντίων με την Παναγία Σουμελά. Σε σχετικά δε υπομνήματά τους με το Υπουργείο Παιδείας διακηρύσσουν:
α) «Το ΣΩΜΑΤΕΙΟ «ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ» που είναι ο δημιουργός και ιδρυτής όλου του Προσκυνήματος αλλά και η ψυχή και ο βηματοδότης του Ιδρύματος, εις το Διοικητικό Συμβούλιο του οποίου Ιδρύματος μετέχει με τα έξι μέλη του, όπως και παραπάνω αναφέραμε και που σε καμιά περίπτωση δεν είναι διατεθειμένο το Σωματείο αυτό να αποστεί από τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, επιτρέποντας στους οποιουσδήποτε άσπονδους φίλους της «Παναγίας Σουμελά» να προσβάλλουν τη φήμη, το έργο και την Ελλαδική παρουσία πενήντα πέντε χρόνων σύγχρονης ιστορίας της Σουμελιώτισσας Κυράς του Πόντου.»
β) «Η καλή αυτή πρόθεση του Σωματείου για την δημιουργία του Ιδρύματος, δεν επιτρέπει σε κανέναν να φαντάζεται ή να σκέπτεται ότι μπορούσε το Σωματείο απεμπολώντας τα δικαιώματά του, να δεχθεί άλλους συσχετισμούς εις το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελληνίου Ιδρύματος, που κατ’ ουσία και αυτό συνεχίζει μαζί με το Σωματείο, την πορεία προς τους κοινούς και αδιαπραγμάτευτους στόχους, που το Σωματείο έθεσε στο ξεκίνημά του και με την αγάπη Ποντίων και φιλοποντίων έφτιαξε ότι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.»
γ) «Σας κάνουμε επίσης γνωστό ότι το Πανελλήνιο Ίδρυμα που έχει έδρα την Θεσσαλονίκη, φιλοξενείται από την πρώτη μέρα λειτουργίας του εις τα γραφεία του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» εις την Θεσσαλονίκη και επιπλέον η παραχώρηση προς χρήση πενήντα στρεμμάτων από το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» στο Ίδρυμα «Παναγία Σουμελά» εντός του συνολικού χώρου των 500 στρεμμάτων του Προσκυνήματος, έγινε με τον όρο ότι δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος της Παναγίας Σουμελά, τον τρόπο διοίκησης και τους στόχους του Ιδρύματος και κάθε αλλαγή μπορεί να γίνει μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του Σωματείου της Παναγίας Σουμελά, το οποίο είναι ο εγγυητής, φρουρός και κάτοχος της σεπτής και θαυματουργού εικόνος της Παναγίας Σουμελά, Σωματείο το οποίο επρότεινε και εδημιούργησε αυτό το Ίδρυμα με την αγάπη της Πολιτείας και την ευλογία της Εκκλησίας.»
Η δημόσια προβαλλόμενη και διακηρυσσόμενη αυτή αντίληψη από τους διοικούντες ότι το σωματείο είναι «δημιουργός και ιδιοκτήτης των πάντων υπό την φυσική και πνευματική έννοια», ότι είναι «εγγυητής, φρουρός και κάτοχος της Ιεράς Εικόνας» και ότι δικαιούται να αποφασίζει για την παραμονή ή μη της Ιεράς Εικόνας στον Ιερό Ναό του Ιδρύματος Παναγίας Σουμελά, προκαλεί με βάναυσο τρόπο το θρησκευτικό συναίσθημα του Ποντιακού Ελληνισμού, που βλέπει με έκπληξη την προσπάθεια συγκεκριμένων ανθρώπων να οικειοποιηθούν το ιστορικό, εθνικό, θρησκευτικό και πατριωτικό σύμβολό τους, την Παναγία Σουμελά, η ανιστόρηση, επανεγκατάσταση και επαναλειτουργία της οποίας στα υψώματα του Βερμίου στην Καστανιά Ημαθίας οφείλεται στη συνδρομή, ηθική και υλική, όλων ανεξαιρέτως των Ποντίων.
Το Υπουργείο Παιδείας παρέπεμψε το υπόμνημα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας στην Ιερά Σύνοδο και ζήτησε την έκφραση γνώμης σχετικά με το νομικό και διοικητικό καθεστώς του Ιδρύματος Παναγία Σουμελά. Η Ιερά Σύνοδος ζήτησε σχετική γνωμοδότηση από τον ειδικό επιστημονικό σύμβουλό της δόκτορα Αναστάσιο Μαρίνο, επίτιμο Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο Αναστάσιος Μαρίνος εξέδωσε την με αριθμό 79/5.8.2006 γνωμοδότησή του, στην οποία καταλήγει: «Το νομικόν καθεστώς του Προσκυνήματος «ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ» είναι, ως έχει σήμερον, νομικώς μετέωρον εν όψει του άρθρου 67 του Ν. 590/1977 και επείγει η ρύθμισίς του δι’ αποφάσεως της Δ.Ι.Σ. η οποία θα πρέπη να λάβη υπ’ όψιν και την αναφοράν της «ΠΑΜΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», αλλά και την γνώμην του οικείου Μητροπολίτου ως κατά νόμον Προέδρου του Προσκυνήματος. Ας γνωστοποιηθεί δε εις τους κ.κ. Βουλευτάς οι οποίοι υπέβαλον τας αναφοράς, διά του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και η παρούσα γνωμοδότησις, εάν βεβαίως το Υπουργείον την αποδέχεται.»
Οι διοικούντες το σωματείο και το ίδρυμα επικαλούμενοι με υπόμνημα την από 23.2.1993 γνωμοδότηση του τότε νομικού συμβούλου της Εκκλησίας Γεωργίου Λιλαίου και την υπ’ αριθμ. 538/24.4.93 αντίθετη γνωμοδότηση του Α΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ζητούν να επανεξεταστεί η υπόθεση και η Ιερά Σύνοδος ζητεί και πάλι από τον επιστημονικό σύμβουλό της Δρ. Αναστάσιο Μαρίνο να γνωμοδοτήσει εκ νέου εν όψει των νέων στοιχείων που προσκομίσθηκαν, ο οποίος επιλαμβάνεται του θέματος για δεύτερη φορά και με την υπ’ αριθμ. 18/22.2.2007 νεότερη γνωμοδότησή του εμμένει στις αρχικές του απόψεις ότι από 31.5.1977 «έπρεπε να προεδρεύει του Προσκυνήματος ο Μητροπολίτης Βεροίας, αντ’ αυτού όμως προεδρεύει ο Πρόεδρος του σωματείου Παναγία Σουμελά. Απόλυτος παρανομία και επομένως πλήρης ακυρότης των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου.»
Στην γνωμοδότησή του αυτή ο ειδικός επιστημονικός σύμβουλος της Ιεράς Συνόδου κ. Αναστάσιος Μαρίνος καταλήγει : «Πρέπει όμως να θίξω και ένα τελευταίον ζήτημα το οποίον τίθεται διά της ως άνω υπό στοιχείον σχετικού α΄ αναφοράς του Πανελληνίου Ιδρύματος Παναγία Σουμελά.
Ισχυρίζεται δηλαδή το ως άνω Ίδρυμα, και το επανέλαβον εις τον υπογράφοντα οι εκπρόσωποι αυτού και προφορικώς, ότι η θαυματουργός εικόνα ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ ανήκει εις το Σωματείο ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ και αφήκαν να νοηθεί ότι εάν δεν γίνουν δεκτές οι απόψεις τους, δηλαδή εάν δεν μεταβάλω την γνωμοδότησίν μου, πιθανόν να την αφαιρέσουν από τον ναόν εις τον οποίον έχει τοποθετηθεί.
Επί του ισχυρισμού αυτού έχω να παρατηρήσω ότι η ως άνω ιερά εικόνα αποτελεί «αρχαίον» κινητόν αντικείμενον το οποίον, κατά το άρθρον 21 παραγρ. 1 του Ν. 3028/2002, ανήκει εις το Δημόσιον εφ’ όσον η κυριότης αυτού δεν αποδεικνύεται, κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου, ότι ανήκει εις τον αξιούντα δικαιώματα επ’ αυτού (Βλ. επ’ αυτού και Σπ. Τρωϊάνου, Αρχαία Μνημεία στην Εκκλησία της Ελλάδος, εις περιοδικόν «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», τεύχος Ιανουαρίου 2006.)»
Με τις απόψεις του Δρ. Αναστασίου Μαρίνου συμφωνεί και ο νομικός σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας Δημήτριος Λάκκας με την από 22.1.2007 σχετική γνωμοδότησή του που συνέταξε ύστερα από αίτημα του Υπουργείου Παιδείας, ο οποίος στην άνω γνωμοδότησή του καταλήγει: «Κατ’ ακολουθία, με βάση τις διατάξεις αυτές Πρόεδρος του άνω Ιερού Προσκυνήματος της παναγίας Σουμελά, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του, είναι, εκ του νόμου, ο επιχώριος Μητροπολίτης του τόπου, όπου τούτο βρίσκεται, και με απόφαση της Δ.Ι.Σ. που θα εγκριθεί από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.) μπορεί να ορισθεί η εν γένει διοίκηση και διαχείριση του ειρημένου Ιερού Προσκυνήματος, λαμβάνοντας, ασφαλώς υπόψη, κατά τη ρύθμιση, όλα τα νεώτερα δεδομένα και τις ιδιαίτερες συνθήκες που προσιδιάζουν στο Ιερό αυτό Προσκύνημα.»
Τέλος σημειώνεται ότι υπέρ της αλλαγής του νομικού και διοικητικού καθεστώτος που διέπει το Ίδρυμα Παναγία Σουμελά τάχθηκε και το 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού που συνήλθε στην Αθήνα από 6 έως 9 Ιουλίου 2006 με σχετικό ψήφισμά του. Από τους 544 συνέδρους τρεις (3) μόνον είχαν αντίθετη άποψη.
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής που συνεδρίασε για το θέμα αυτό στις 3 Ιουλίου 2007, ύστερα από εκτενή εισήγηση του Προέδρου της Επιτροπής Τάσου Σπηλιόπουλου και την εξειδικευμένη ανάλυση του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος του Ιδρύματος από τον παριστάμενο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ Χάρη Καστανίδη, με ομόφωνη γνώμη όλων των βουλευτών όλων των κομμάτων διαπίστωσε την άμεση ανάγκη να εκδηλωθεί νομοθετική πρωτοβουλία για την αλλαγή του νομικού και διοικητικού καθεστώτος που διέπει το ίδρυμα Παναγία Σουμελά.
Ο παριστάμενος κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής αρμόδιος πρ. Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Καλός ανακοίνωσε στα μέλη της επιτροπής την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να παραπεμφθεί το ζήτημα στο νομικό συμβούλιο του κράτους και μετά την απόφαση αυτή να αναληφθούν σχετικές πρωτοβουλίες για την αλλαγή του νομικού διοικητικού καθεστώτος του Ιδρύματος. Με την απόφαση αυτή συμφώνησαν όλα τα μέλη της επιτροπής.
Αναμένεται συνεπώς η σχετική απόφαση του νομικού συμβουλίου του κράτους.
Ανεξάρτητα όμως από την νομιμότητα του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ανιστορηθείσες στον ελλαδικό χώρο Ιερές Μονές του ιστορικού Πόντου συνεχίζουν να λειτουργούν δυστυχώς μέχρι σήμερα ως κοσμικά καθιδρύματα υπό την ευθύνη και τον απόλυτο έλεγχο των φερώνυμων σωματείων, που, όπως είναι φυσικό, ελάχιστα ανταποκρίνονται στην ουσιαστική έννοια της ανιστόρησης. Αναγνωρίζουμε και τιμούμε τους Ιδρυτές και τα διοικητικά συμβούλια των σωματείων όλων των ανιστορηθέντων Ιερών Μονών για το έργο που έχουν επιτελέσει μέχρι σήμερα, γιατί χωρίς τις πρωτοβουλίες και ενέργειες τους οι ιερές εικόνες του Μονών του Πόντου που καθαγιάστηκαν επί αιώνες στον ιστορικό Πόντο στη θεία λατρεία θα κοσμούσαν ως πολύτιμα εκθέματα τις προθήκες των βυζαντινών μουσείων ενώ σήμερα στεγάζονται σε καλαίσθητους ναούς και προσφέρονται ως ιερά προσκυνήματα στους εκατοντάδες χιλιάδες των πιστών. Για να διασφαλιστεί όμως γνήσια η ιστορική συνέχεια και η προοπτική των ιερών προσκυνημάτων στο διηνεκές επιβάλλεται να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την αποκατάστασή τους ως Ιερών Μονών.
Με ικανοποίηση σημειώνουμε ότι στους κόλπους των σωματείων του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος και Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα έχουν ήδη δρομολογηθεί σχετικές διεργασίες.
Θεσσαλονίκη, 2/5/2008
Κωνσταντίνος Γαβρίδης
Γεν. Γραμματέας της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος