Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Το κότσεμαν στα ελληνόφωνα χωριά των Σουρμένων του Πόντου

Το κότσεμαν στα ελληνόφωνα χωριά των Σουρμένων του Πόντου
Το κότσεμαν στα ελληνόφωνα χωριά των Σουρμένων του Πόντου


του Βεϋσέλ Μπαϊρακτάρ


Την Άνοιξη, 15 Απριλίου, σα χωράφια, σο λύχτρεμαν(1), εφτάμε αργατείας(2), ο ένας βοηθάει τον άλλον. Αυτή η διαδικασία κρατάει περίπου 10 με 15 ημέρες. Οι άντρες λυχτρεύουν, οι γυναίκες μακελάζουν(3), κρούγουνε τα βώλια(4) για να μαλακών’ το χώμαν. Άντα σπείρουμε το σπόρο για τα κολονκόθια, για τα καλαμπόκια, για τα φασόλια και τα γερμασία(5) είναι πιο εύκολο μετά για το σκάψιμο.

Τελειώνει η διαδικασία σα χωράφια και μετά ετοιμαζόμαστε για το κότσεμαν(6), εφτάμε χαζιρλούκια(7). Έμπρον μίαν ημέραν όλα είναι έτοιμα, τα γομάρια, τα σκεύια, τα στρώματα, το αλεύρι, το αλάτι, το σιτάρι, τα φαγητά που θα τρώμε σο δρόμον. Τα κάτας, τα κοσάρας, τα σκυλία φορτώνουμ’ ατα σον γάιδαρον και σο μουλάριν.

Πλύνουμε τα ζα με το νερό για να είναι καθαρά από κόπρια, χτενίζουμ’ ατα καλά. Κρεμάνουμε τα κολόνια(8) και τα ζίλια(9) σα ζα και σα πρόβατα.

Όλα είναι έτοιμα, ξεκινάμε το πορπάτεμαν. Μικρά τα κουζία (10), μικρά τα μουσκάρια, γάλια-γάλια σο πορπάτεμαν, σο δρόμο ‘γαναχτάνε(11). Τα μουσκάρια, τα αρνία επαίρουματα σην ανγκάλια μουν, σ’ ωμία μουν για ν’ απογαναχτάνε(12). Το ταξίδι κρατεί περίπου 3-4 ώρας. Σε κάποιο σημείο του δρόμου σταματάμε, κάνουμε κουσλούκι(13) για να βιζαλίξουμε τα μουσκάρια και τα αρνία, για να τρώμε κι εμείς το φαΐν εμούν.

Ατότες αλμέγουμε την αγελάδα και το πρόβατο. Σον δρόμον έχουμε αντάμα ξύλα και δαδία. Ψένουμε το άψωμο, βράζει το γλυκύν(14). Τραπεζώνουμε σο δρόμον. Το φαγητόν εμούν εν μινζίν, βούτερο, γλυκύ, τυροκλωστή, τσουπαδίτικο ψωμί.

Τρώγουμε και ξαν εχπάγουμε σο περπάτημα. Γάλια-γάλια βοσκίζοντας τα ζώα, εφτάνουμε σο σπίτ’.

Κατηβάζουμε τα γομάρια α σο γάιδαρο και α σο μουλάρι, ένα-ένα πλύνουμ’ ατα και βάλουμ’ ατα σ’ οφλάνια(15). Κοσέβουμε τον πέσκο(16), βάλουμε επάν σον πέσκο το γιαλ(17) να βραζ να δίγουμ’ α τις αγελάδες για να αλμέγουμ’ ατα. Ας δί’ως(18) το γιάλ’ γλυκύ ου δί’ει μας, φουμίζει(19). Μόνο με το γιάλ’ δί’ει μας α το γλυκύ. Με το γλυκύ κεράζουμε τα μουσκάρια, ντο αρτεύ’ (20) μέν’ σε μας, εφτάμ’ α γάλα για να φάμε και εμείς.

Εδώ το κότσεμα σο κώμ’(21) τελειώνει. Σα κώμια τον τόπον λέγν’ ατο Σειμαδία (Χειμαδιά). Ύστερα, ένα μήνα κάθουμες σο κώμ’, αξάνα κοτσέβουμε σα παρχάρια.

Πάλ’ εφτάμε ένα ημέραν εμπρό χαζιρλούκια, ετοιμάζουμε τα γομάρια, μαζεύουμε όλα τα σκεύια, τα χαλκά, τα μακέλια, τα ιφτάρια, τα κοφίνια, τα καλάθια, γομώνουμ’ ατα ρούχα, σκέβια, ιμπρίκια, λεγένια, φαγητά, οτεπέρι έχουμε που θα χρειαστούμε σο παρχάρ’.

Άντα πάμε τσ’ εβγένουμε πάλ’, ‘πριμέρα(22) τα ζώα χτενίζουμ’ ατα, κρεμάνουμε τα κολόνια, τα ζίλια, κρεμάνουμε και το χαμαήλ, για να μην τα ματιάζει κανείς σο δρόμο, αλείφουμε καρβούνια σο ματίγανα, επούκα κρεμάνουμε και σην γούλαν α καρβούνια για το μάτι. Επ’ εκεί εμπαίνουμε σο δρόμο.

Κρατεί μίαν ημέρα α σο κώμ’ σο παρχάρ το κότσεμα. Φορτωμένα όλα τα πράγματα που χρειάσκουμες’ στα άλογα και στα μουλάρια, στον γάιδαρο.


Α σον κώμ’ κοτσέβουμε όλ’ μαζί με τους γείτονες. Όλ’ ετοιμάζονται ένα ημέραν πριν εγβαίνουμε σο δρόμο. Όλ’ μαζί όσοι είναι φορτωμένοι γομάρια πάνε έμπρο, για να αφήσουνε τα γομάρια και να ετοιμάσουν τ’ οσπί’, να καθαρίσουνε τ’ οσπί’, να βάλουνε τα πράγματα στ’ οφλάν’. Όσο ελιγορότερα ίνεται και να κλόσκουντε να βοηθήσουν τους άλλους που είν’ φορτωμέν’ στα γομάρια, για να πάρουνε τα αρνία και τα μουσκάρια σην αγκάλια που είναι ‘γαναχτεμένα και ου πορπατούν.


Ύστερα από 4-5 ώρες ταξίδι σταματάμε, εφτάμε κοσλούκι, πάλι αλμέγουμε κάποια από τα πρόβατα και όλες τις αγελάδες για να μην γαναχτάνε σο δρόμο και μένουν επίς. Το γλυκύ που αλμέξαμε δίγουμ’ ατο σα μουσκάρια και σ’ αρνία και τα σκυλία, τα κάτας. Τελειώνει το διάλειμμα και ξεκινάμε το ταξίδι. Πάλι το ίδιο, όσοι είναι φορτωμένοι με τα γομάρια πάνε εμπρό, οι άλλοι πάνε από πίσω με το βίο(23) μαζί.

Περίπου 3-4 ώρες κρατεί η διαδρομή. Τα παρχάρια μουν είναι το Τεμίρκαπι, το Φτερογάζ’, το Σπεντάμ’, ο Μαυρέας και ο Καντζιδοπόταμον. Φτάνοντας σον παρχάρ’ μοιράζουνε το πρόβατα και τις αγελάδες. Ο καθένας παίρνει τα δικά του, βάλει ατα στον φράχτι(24), μέσα ξανά αλμέγουμε τις αγελάδες και τα πρόβατα.

Το βράδυ άντα φτάνουμε, ευκαιρώνουμε τα καλάθια και τα κοφίνια, ό,τι είχαμε φορτώσει στα γαϊδούρια και στα μουλάρια.

Ένα-ένα βάλουμ’ ατα στη θέση τους τα πράγματα, μετά πάμε για τσοιμεθιό(25).

Αδά τελέν’ και το ταξίδι για τα παρχάρια.

Λεξιλόγιο
1. λύχτρεμαν: σκάψιμο του χωραφιού με το λυχτρίν, κάτι σαν όργωμα,
2. αργατεία: διαδικασία αλληλοβοήθειας μεταξύ γειτόνων και συγγενών την εποχή των αγροτικών εργασιών,
3. μακελάζουν: σκαλίζουν,
4. βώλια: βώλοι,
5. γερμασία: γεώμηλα, πατάτες,
6. κότσεμαν: παρχάρεμαν, «μετακόμιση»,
7. χαζιρλούκια: προετοιμασίες,
8. κολόνια: κουδούνια,
9. ζίλια: κουδουνάκια,
10. κουζία: αρνάκια,
11. ‘γαναχτάνε: αγαναχτούν, κουράζονται,
12. απογαναχτάνε: αναπαύονται,
13. κουσλούκι: διάλειμμα,
14. γλυκύν: γάλα,
15. οφλάν’:,
16. πέσκον: σόμπα,
17. γιάλ’: φαγητό για τα ζώα,
18. ας δί’ως: δίχως,
19. φουμίζει: θυμώνει,
20. αρτεύ’: περισσεύει,
21. κώμ’: ενδιάμεσος σταθμός πριν τα παρχάρια (Μεμονωμένα σπίτια ή οικισμοί, σε υψόμετρα μεταξύ 1000-1300 μέτρων. Τα χρησιμοποιούσαν και έμεναν εκεί οι χωρικοί για ένα περίπου μήνα, μέχρι να φυτρώσει το χόρτο στα λιβάδια των κανονικών παρχαριών.),
22. πριμέρα: μια ημέρα πριν, έμπρ’ ημέρα,
23. βίος: το ζωικό κεφάλαιο κάθε σπιτιού,
24. φράχτι: μαντρί,
25. τσοιμεθιό: ύπνος.