Μέρος της ομιλίας στο 24ο Τριήμερο του Παμποντιακού Συλλόγου «Αργώ» Καλλιθέας Αττικής (25-27 Σεπτεμβρίου 2009), το οποίο ήταν αφιερωμένο στην ένοπλη αντίσταση των Ελλήνων του Πόντου (1914-1924).
Ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του «Γη του Πόντου», χαρακτηρίζει έπος την αντίσταση των Ελλήνων στον Πόντο, προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει καμία υπερβολή στον χαρακτηρισμό του άνισου και πρωτόφαντου εκείνου αγώνα στα βουνά».
Ο Δ. Ψαθάς προσθέτει ότι το ξεκίνημα του αντάρτικου στον Πόντο έγινε από ένα περιστατικό καταπίεσης των Ελλήνων στα τάγματα εργασίας, άποψη με την οποία συμφωνούν και άλλοι συγγραφείς. «Δεν ήταν προμελετημένη η αντίσταση, ούτε και οργανωμένη, αλλά μία αυθόρμητη κίνηση απόγνωσης, ένα πηγαίο ξέσπασμα οργής, σχεδόν πρωτόγονο, κάτι σαν λειτουργία ενός πανάρχαιου νόμου των περήφανων λαών που αντιστέκονται στους χαλασμούς των πιο τραγικών ενάντιων καιρών κι’ επιβιώνουν μέσα στους αιώνες», γράφει ο Δ. Ψαθάς. Στον Πόντο έγινε για ακόμη μία φορά πράξη αυτό που επισημαίνει ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων ιστορικών ο Ν. Σβορώνος για την αντιστασιακή διαδρομή των Ελλήνων.
Η αντίδραση των Ελλήνων στην υποχρεωτική στράτευση, στην προστασία των χωριών και των γυναικόπαιδων, ήταν τα αντάρτικα σώματα, σώματα τα οποία τουρκικές πηγές υποστηρίζουν ότι αποτελούνταν από 25.000 άνδρες. Η πρώτη περίοδος της ποντιακής αντίστασης, αρχίζει το 1914 και κλείνει με την ανακωχή του 1918, ενώ η δεύτερη αρχίζει με την εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ στον Πόντο το 1919 και κλείνει το 1924.
Ο Μητροπολίτης Αμισού Γερμανός (Καραβαγγέλης), γράφει σχετικά: «Πολλοί ήταν οι οπλαρχηγοί που διακρίθηκαν σ’ αυτόν τον αγώνα….», ο ίδιος μαζί τον επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο Αγριτέλη για την υποστήριξή τους στους αντάρτες, ο μεν Γερμανός απελάθηκε στις 29 Οκτωβρίου του 1917 ο δε Ευθύμιος απαγχονίστηκε στην Αμάσεια το 1921, μαζί με όλη την ηγεσία του Πόντου.
Η αντίσταση, λαμβάνει μαζικό χαρακτήρα και ένοπλες ομάδες εμφανίζονται παντού.
Τον Οκτώβριο του 1922, ο Λιβά πασάς, μετά την εκκαθάριση του μικρασιατικού μετώπου έρχεται με 40.000 στρατό στον Πόντο, στις 18 Οκτωβρίου του 1922, δίνει αμνηστία στους Πόντιους και καλεί τους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα τους. Οι αντάρτες όμως, δεν εμπιστεύονται την αμνηστία και δεν παραδίνουν τα όπλα τους. Πηγαίνουν στη Ρωσία και μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας και άλλων διόδων, έρχονται για την Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο που έφευγαν οι αντάρτες του Δυτικού Πόντου, οι αντάρτες της Σάντας συνέχιζαν τις μάχες. Όλος ο πληθυσμός της Τραπεζούντας και των χωριών είχε ήδη αναχωρήσει, όμως οι Σανταίοι παρέμεναν στα βουνά και μόνο το Φεβρουάριο του 1924 έφυγαν και οι οπλαρχηγοί της Σάντας.
Είναι πλέον διαπιστωμένο ότι εάν δεν υπήρχε η ένοπλη αντίσταση στο σχέδιο γενοκτονίας, τα θύματα θα ήταν περισσότερα. Μάλιστα οι αντάρτες επέδειξαν μία ασυνήθιστη στην παγκόσμια ιστορία, αλλά συνηθισμένη στην ελληνική ιστορική παράδοση στάση, όπου θυσιάζονται λίγοι για να σωθούν οι πολλοί. (Θυσία των βρεφών για τη σωτηρία της ομάδας. Σάντα, Σεπτέμβριος του 1921).
Σήμερα, η αντίσταση των Ελλήνων του Πόντου, προτάσσεται συνεχώς από τη τουρκική προπαγάνδα για να δικαιολογήσει τη βία έναντι των Ελλήνων. Είναι πολλά τα δημοσιεύματα για να δικαιολογηθεί η μαζική βία εναντίον των Ελλήνων, αντιστρέφοντας τα πραγματικά γεγονότα κάνοντας λόγο για γενοκτονία των Τούρκων από τους Έλληνες (!). Έτσι προσπαθεί να αιτιολογηθεί το μαζικό έγκλημα και ο ξεριζωμός των Ελλήνων.
Ωστόσο φαίνεται ότι η προπαγάνδα δεν μπορεί να φιμώσει την αλήθεια. Η αντίσταση αποτέλεσε μία πράξη αντάξια της ιστορίας των Ποντίων και γενικότερα των Ελλήνων, η οποία θα πρέπει να αποκατασταθεί και να αναδειχθεί, στην πολιτική, στην κοινωνία, στα προσφυγικά σωματεία, στην εκπαίδευση. Είναι ένα ακόμη χρέος του σύγχρονου Ελληνισμού έναντι των Ελλήνων που ζούσαν στον Πόντο, είναι το ελάχιστο που οφείλουν να πράξουν οι Έλληνες σήμερα.