Το E-Pontos παρουσιάζει τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Στάθης Νικολαΐδης στο μηνιαίο περιοδικό ΟΑΣΙΣ, τεύχος 13.
ΤΩΝ ΣΩΤΗΡΗ ΜΠΕΚΑ - ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΠΑΠΑΚΗ
Το οδοιπορικό του Στάθη Νικολαΐδη μοιάζει σαν και αυτό χιλιάδων συμπατριωτών μας από τις περιοχές του Πόντου, οι οποίοι αφότου γνώρισαν τον διωγμό και τον ξεριζωμό από τα γενέθλια χώματα, μετά κόπων και χιλιάδων βασάνων κατάφεραν να φτάσουν στη μητρόπολη του ελληνισμού και να χτίσουν μια νέα ζωή. Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα και για την οικογένεια Νικολαΐδη, που κουβάλησε μαζί της όλες τις μνήμες που συνθέτουν τον ψυχισμό αυτών των τόσο γενναίων αλλά και βασανισμένων ανθρώπων, των Ποντίων. Αυτά τα βιώματα άντεξαν ατόφια στην ψυχή του Στάθη Νικολαΐδη, ο οποίος έμελλε να τα εκφράσει με το φυσικό τάλαντο της φωνής. Να τραγουδήσει τους καημούς και την παράδοση των προγόνων του με τέτοιον τρόπο και ήθος, ώστε να γίνει αξιολάτρευτος ανάμεσα στους συμπατριώτες του, αλλά και να φτάσει στο σημείο να συμπράξει με τον μεγάλο Στέλιο Καζαντζίδη σε δίσκους με ποντιακά τραγούδια. «Πάντα πηγαίνω και αφήνω έναν κεράκι στον τάφο του Στέλιου όταν περνάω από τον Άγιο Κωνσταντίνο», μας διηγείται γεμάτος συγκίνηση ο Στάθης Νικολαΐδης, πριν ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του, ελάχιστα διαφορετικό από την «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», που μετέφερε στο κινηματογραφικό πανί ο Νίκος Ξανθόπουλος.
«Είμαι πρόσφυγας, με παππούδες από την Τραπεζούντα. Από την Κουνάκα της Ματσούκας ήταν ο παππούς μου ο Κυριάκος Νικολαΐδης. Ο Γιωρίκας Ορφανίδης ήταν από την Ορντού, από τα Κοτίορα του Πόντου• μια πολύ όμορφη παραλιακή πόλη. Έφυγαν από εκεί, άλλοι το ’17 πριν από τη σφαγή κι άλλοι το ’22, μέσα στη σφαγή. Όπως ζήτησαν οι Γερμανοί συγγνώμη για όσα έκαναν, αυτό ζητάμε κι εμείς γι’ αυτά τα γεγονότα. Δεν θέλουμε πολέμους. Να ζούμε πάλι σαν καλοί γείτονες. Είναι όμως πράγματα που, δυστυχώς, δεν δέχονται πρώτα απ’ όλα οι δικές μας κυβερνήσεις. Λες και η γενοκτονία είναι σαν κάποιοι να πήγαν απλώς να έκοψαν… εισιτήρια και να έφυγαν με τα καράβια για να έρθουν εδώ.
Όλα αυτά, πιστεύω, οφείλονται στη μεγάλη εμπορική δύναμη που είχε ο τόπος μας και την οποία ήθελαν να έχουν στα χέρια τους οι δυτικές δυνάμεις, που τελικά χρησιμοποίησαν τους Τούρκους. Αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα. Γι’ αυτά τα συμφέροντα φύγανε τόσες ψυχές.
Οι γονείς μου γεννήθηκαν στο Σοχούμ, στα σύνορα Τουρκίας και πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Έγινε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, και το ’49 τον κόσμο που ζούσε εκεί τους εξόρισε ο Στάλιν στο Καζακστάν, ένα μέρος άγονο και έρημο. Οι δικοί μας άνθρωποι, παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να επιβιώσουν, έστω και σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Εκεί γεννηθήκαμε εμείς. Εγώ και τα τρία μου αδέρφια. Το 1966 καταφέραμε ως οικογένεια να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα και να έρθουμε στην πατρίδα μας, την Ελλάδα».
Οι επιρροές
«Τα ακούσματά μου τα έχω πάρει από τους γονείς μου, οι οποίοι μας τραγουδούσαν -στο Καζακστάν ακόμη- ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, όπως τα Δώδεκα ευζωνάκια, Σήμερα γάμος γίνεται, ή ποντιακά. Έπαιζε λύρα κι ο πατέρας μου. Έτσι, θεώρησα χρέος μου να συνεχίσω αυτό που έκανε. Ο πατέρας μου ήταν ερασιτέχνης μουσικός στην εποχή του, όπως συνήθιζαν να είναι μέσα στις τοπικές κοινωνίες οι μουσικοί εκείνο τον καιρό. Έπαιζε σε γάμους, βαφτίσια, παρέες. Είχαν έναν ρόλο όπως οι παπάδες μας. Οι άνθρωποι αυτοί έκαμναν κατάθεση ψυχής όταν έπαιζαν. Εδώ, στον Ασπρόπυργο, πήραμε το ’70 κάποια οικόπεδα και χτίσαμε τα σπίτια μας βοηθώντας η μία οικογένεια την άλλη. Τότε δεν υπήρχαν λεφτά, αλλά υπήρχε δέσιμο. Έμαθα, λοιπόν, λύρα από τον πατέρα μου. Η παραδοσιακή μας ποντιακή μουσική έχει το πρωτοφανές ότι πάνω σε τρεις νότες βάζεις ρυθμό, μελωδία και καλό άκουσμα. Ίσως για τους μη Ποντίους αυτό το άκουσμα να ακούγεται λίγο μονότονο, γιατί δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια μελωδικά. Αυτή όμως είναι η μουσική μας. Κουβαλάει τα βιώματά μας. Όλα όσα έχει περάσει ο Πόντος. Οι Πόντιοι εμψυχώνονται με αυτή τη μουσική για να περάσει αυτός ο λαός πιο ανώδυνα όλο τα βάσανα που του έτυχαν. Ο πυρρίχιος είναι πανάρχαιος χορός, είναι το πυρ και ο ήχος. Τον άκουγαν οι πρόγονοί μας πριν φύγουν για τη μάχη. Όλα αυτά μας κράτησαν, διατηρήσαμε τα ήθη μας και φτιάξαμε τόσο πολλούς συλλόγους. Η παράδοση πρέπει να διατηρείται, γιατί έτσι δεν χάνουμε την ταυτότητά μας. Κι όταν βλέπεις τους νεότερους να συνεχίζουν αυτή την παράδοση λες «Κάτι έγινε, τελικά. Έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι».
Το ξεκίνημα του Στάθη Νικολαΐδη είχε κάτι από το άγγιγμα της μοίρας, την οποία ο ίδιος φρόντισε να δικαιώσει με τη μετέπειτα πορεία του…
«Το 1976 βγήκα πρώτη φορά σε πατάρι. Ήταν στο κέντρο ποντιακής μουσικής “Κορτσόπον”, που για κάποια περίοδο διατηρούσε και ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές και μουσικούς της Θράκης. Την εποχή εκείνη ήμουν το μικρό παιδί, ανάμεσα σε σπουδαίους μουσικούς, όπως ο καλύτερος λυράρης μας, ο Γώγος Πετρίδης, ο μεγάλος Χρύσανθος Θεοδωρίδης, γνωστός απλά και ως Χρύσανθος, από τους πιο γνωστούς Πόντιους τραγουδιστές. Εκεί άρχισα να μαθαίνω τα πρώτα μου τραγουδάκια, και το ξεκίνημά μου ήταν τυχαίο. Πήγαμε με την οικογένειά μου για έναν γάμο και φτάσαμε στο “Κορτσόπον” νωρίς. Εκείνη την ώρα οι σερβιτόροι έστρωναν τα τραπέζια. Πάνω στο πατάρι ήταν ένας λυράρης που προσπαθούσε να φτιάξει τον ήχο του και να τοποθετήσει την κάψα στο όργανο, ώστε να ακούγεται καλύτερα. Του ζήτησε, λοιπόν, ο αδερφός μου να πω κι εγώ μαζί του ένα-δυο τραγούδια, αφού δεν υπήρχε άλλος κόσμος ακόμα. Στον χώρο, όμως, ήταν και ο Γώγος, που εγώ τότε δεν τον γνώριζα. Ήρθε στο τραπέζι μας, μιλήσαμε, και αργότερα ανέβηκε στο πατάρι και έπαιξε καταπληκτικά. Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε συνεργασία. Τι να πω; Ήταν σαν όνειρο για εμένα. Μεγάλη υπόθεση να τραγουδάω δίπλα σε αυτούς του μουσικούς. Το μαγαζί τότε γέμιζε ασφυκτικά από τις 8:30 το βράδυ, και το γλέντι κρατούσε μέχρι πρωίας. Ύστερα από λίγο πήγα φαντάρος, και στη στρατιωτική μου θητεία έκανα την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά με τίτλο Οι Κεμεντζετζίδες, μαζί με τον Γιάννη Τσανάκαλη, το 1978, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία».
Η καταξίωση και οι συνάδελφοι με σημείο αναφοράς τον Πόντο.
«Απολύθηκα κι έκανα κι άλλους δίσκους. Ήμουν για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Κάποια στιγμή όμως θέλησα να πάω στη Μακεδονία, γιατί εκεί χτυπάει η καρδιά του Πόντου. Εκεί είναι άλλος κόσμος, και το καταλαβαίνει όποιος μουσαφίρης έρχεται στη Θεσσαλονίκη. Έχουν ζεστασιά οι άνθρωποι στη Βόρεια Ελλάδα. Το ’88, λοιπόν, κατάφερα να πάω στη Βέροια για δουλειά. Γνωρίσαμε μεγάλη επιτυχία, που συνεχίστηκε για τρία χρόνια. Το ’91, πλέον, πήγα στη Θεσσαλονίκη. Από τα προπύλαια, δηλαδή, πήγα στην πόλη αυτή που είναι και μάνα μεγάλων μουσικών. Τότε μεσουρανούσαν εκεί μουσικοί όπως ο Θόδωρος Παυλίδης, ο Γιώργος Σιδηρόπουλος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ο Κουγιουμτζίδης, ο Γιωργούλης. Εκείνο τον καιρό γνωρίστηκα και με τον Βασίλη Καρρά, στην εταιρεία Vasipap, όπου δούλευε και ο Ζαφείρης Μελάς. Ήταν αναπόφευκτο να συνεργαζόμαστε και να ανταμώνουμε σε παρέες, γιατί και ο Καρράς είναι Πόντιος, αλλά και ο Μελάς έκανε παρέα με τους Πόντιους. Ήταν ο καθένας στη δουλειά του, αλλά μαζευόμασταν σε στέκια στην Καλαμαριά, στην πλατεία Βαρδαρίου, στην Πολίχνη. Με τον Βασίλη Καρρά είχαμε κάνει μαζί κι έναν δίσκο που τον κυκλοφόρησε μία εφημερίδα, με τίτλο Ημέρα Μνήμης Του Πόντου. Δεχτήκαμε μεγάλη αγάπη από τον κόσμο. Τα λόγια του δίσκου τα έγραψε ο Βασίλης. Έχει μέσα και τον Χρύσανθο, φόρο τιμής, ενώ τραγουδάει και η κόρη μου η Πέλλα».
Η κρίση στην αγορά.
«Σήμερα υπάρχει κρίση στον χώρο μας. Το καλλιτεχνικό μεροκάματο έχει συρρικνωθεί. Τα μαγαζιά, πια, δουλεύουν διήμερο, στην καλύτερη περίπτωση. Εκείνα τα χρόνια, όταν ξεκίνησα, ο κόσμος γλένταγε με την ψυχή του. Με μια Δεμέστιχα και λαδόκολλα με κοτόπουλο στη σούβλα. Σε κέντρο 1.200 ατόμων. Τότε έπαιρνα 150 δραχμές τη βραδιά. Τώρα τα μαγαζιά προσφέρουν πολλά, αλλά ακριβά. Ο κόσμος ζορίζεται, παρότι θέλει να βγει να διασκεδάσει. Γι’ αυτό και στα πανηγύρια τα καλοκαίρια έχουμε μαζική συμμετοχή• όταν ο απλός κόσμος μπορεί να διασκεδάσει με λίγα μόνο ευρώ και να το χαρεί. Την τωρινή κατάσταση την είχε προβλέψει κι ο Στελάρας Καζαντζίδης, που έλεγε «Τα μαγαζιά μόνο ένα Σαββάτο θα δουλεύουν μετά από λίγα χρόνια…»
Το κεφάλαιο «Στέλιος Καζαντζίδης».
«Τον Στέλιο Καζαντζίδη τον γνώρισα το ’93-’94. Πήρε στα χέρια του ένα cd μου, από έναν κοινό γνωστό μας. Με ειδοποίησε ο Λευτέρης Χαψιάδης ότι ζήτησε ο Στέλιος να με γνωρίσει. Πραγματικά, δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Αμέσως, παρότι ήμουν στη Βέροια, πήρα το αυτοκίνητό μου και κατέβηκα στην Αθήνα, στην Κηφισιά, και συναντηθήκαμε στο στούντιο του Νικολόπουλου. Έτσι γνωριστήκαμε με τον Στέλιο, και αργότερα έλεγε για τα ποντιακά που τραγουδούσε “Αυτά τα τραγούδια τα πήρα μέσα από το στόμα ενός παιδιού”. Εμένα, όμως, ήταν μεγάλη μου χαρά ούτως ή άλλως, γιατί ο Στέλιος μάς ανέβαζε εκεί που κανένας άλλος δεν μπορούσε. Ο Καζαντζίδης κουβαλούσε μια ολόκληρη Ελλάδα μαζί του. Η γνωριμία μας έφερε τα cd Ποντιακό Συναπάντεμα και Τ’ Αηδόνια Του Πόντου. Εκεί περιλαμβάνονται νεοποντιακά, αλλά και παραδοσιακά. Το Αητέντσ’ επαραπέτανεν είναι παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι αφιερωμένο στη μνήμη του αγνώστου στρατιώτη που έπεσε μαχόμενος για την ειρήνη. Στον δίσκο Τ’ Αηδόνια Του Πόντου ήταν μαζί μας και ο Χρήστος Χρυσανθόπουλος, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, λυράρης και άνθρωπος. Ψυχή σαν και τη δική του δεν γνώρισα άλλη στη ζωή μου. Σε αυτό τον δίσκο συμμετείχαν, επίσης, ο Θανάσης Τσολερίδης, που έγραψε και μουσική, στίχους ο Νάκος Ευσταθιάδης, και ο Χρήστος Αντωνιάδης, νευροχειρουργός καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Όταν ηχογραφούσαμε αυτά τα τραγούδια ήταν η εποχή του πολέμου στη Βοσνία και το cd περιέχει ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Ο Στέλιος δεν ξεχνούσε το δράμα αυτών των ανθρώπων. Θυμάμαι, όταν τραγουδούσε στο στούντιο σε πολλές στιγμές δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ένιωθε με όλη του την ψυχή κάθε στιχάκι. Για εμένα, το να είμαι πλάι του και να τραγουδήσω μαζί του ήταν ένα αδιανόητο όνειρο. Έκανα πάρα πολλούς φίλους από τότε, μόνο και μόνο επειδή τραγούδησα με τον Καζαντζίδη. Η ψυχή του Στέλιου είναι ακόμα και πάντα μαζί μας. Ένας τέτοιος καλλιτέχνης δεν πεθαίνει ποτέ».
Η παραδοσιακή μουσική.
«Ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε τα πάντα. Το να τραγουδήσει, όμως, ποντιακά ήταν μεράκι του και μου είχε πει ότι ήταν επιθυμία του από πολλά χρόνια, αλλά τον περιόριζαν οι δεσμεύσεις με τις εταιρείες. Δεν έδιναν και πολύ σημασία στο δημοτικό τραγούδι. Κακώς, γιατί πλούτο παραδοσιακής μουσικής όπως εμείς δεν έχει καμμία άλλη χώρα. Όλα μπορεί να σβηστούν, το DNA, όμως, του Έλληνα όχι. Κάποια στιγμή ενεργοποιείται. Και σήμερα τα νέα παιδιά ψάχνουν ξανά την παραδοσιακή μουσική. Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό και συγχαρητήρια σε αυτά τα παιδιά. Η παραδοσιακή μουσική φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Με το που θα ακούσουν μια λύρα, ένα σάζι, θα μαζευτούν όλοι μαζί να χορέψουν, θα έρθουν κοντά, θα ανταμωθούν. Την Ελλάδα τη ζηλεύουν γι’ αυτό. Γιατί είναι κοντά ο γονιός με το παιδί και όχι χώρια, όπως στο εξωτερικό».
Η καινούργια δουλειά.
«Έχω στα σκαριά μια καινούργια δουλειά, με τον Βασίλη Αρχιτεκτονίδη, συνθέτη, συγγραφέα και καθηγητή ανώτερων θεωρητικών της μουσικής και της σύνθεσης. Είναι ερωτικά τραγούδια, με ακουστικό στυλ και ύφος, αλλά έχουν τη βάση τους στους παραδοσιακούς ρυθμούς. Κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες».
Ο Πόντος, ένας τόπος, ένας καημός.
«Θέλω να πάω να δω ξανά τα μέρη μας, από πού ξεκίνησε το γενεαλογικό μας δέντρο. Ξέρω ότι γίνονται ακόμη πανηγύρια στα μέρη μας. Μαζεύονται ακόμη όπως παλιά. Έχω μια φωτογραφία με χορευτές από εκεί. Γυναίκες και άντρες φορούν τις παραδοσιακές στολές, που έχουν στην πλάτη τους έναν κεντημένο σταυρό. Κι όταν κόβουν το ψωμί, πάλι το σταυρώνουν, παρότι έχουν εξισλαμιστεί. Η Παναγία Σουμελά, δυστυχώς, έχει μετατραπεί σε μουσείο. Δεν μας επιτρέπουν να ανάβουμε κεράκια μέσα στην εκκλησία, αλλά σε ένα μέρος παραδίπλα. Δεν μπόρεσαν να έρθουν όλοι στην πατρίδα, και ακόμη όταν μιλάνε τα ποντιακά δεν γνωρίζουν ότι είναι ελληνική γλώσσα. Τα αποκαλούν “Ρουμς”, δηλαδή ρωμαίικα. Υπάρχουν όμως λυράρηδες και νταουλιέρηδες, και η ψυχή του Πόντου χτυπάει ακόμη…»
Το οδοιπορικό του Στάθη Νικολαΐδη μοιάζει σαν και αυτό χιλιάδων συμπατριωτών μας από τις περιοχές του Πόντου, οι οποίοι αφότου γνώρισαν τον διωγμό και τον ξεριζωμό από τα γενέθλια χώματα, μετά κόπων και χιλιάδων βασάνων κατάφεραν να φτάσουν στη μητρόπολη του ελληνισμού και να χτίσουν μια νέα ζωή. Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα και για την οικογένεια Νικολαΐδη, που κουβάλησε μαζί της όλες τις μνήμες που συνθέτουν τον ψυχισμό αυτών των τόσο γενναίων αλλά και βασανισμένων ανθρώπων, των Ποντίων. Αυτά τα βιώματα άντεξαν ατόφια στην ψυχή του Στάθη Νικολαΐδη, ο οποίος έμελλε να τα εκφράσει με το φυσικό τάλαντο της φωνής. Να τραγουδήσει τους καημούς και την παράδοση των προγόνων του με τέτοιον τρόπο και ήθος, ώστε να γίνει αξιολάτρευτος ανάμεσα στους συμπατριώτες του, αλλά και να φτάσει στο σημείο να συμπράξει με τον μεγάλο Στέλιο Καζαντζίδη σε δίσκους με ποντιακά τραγούδια. «Πάντα πηγαίνω και αφήνω έναν κεράκι στον τάφο του Στέλιου όταν περνάω από τον Άγιο Κωνσταντίνο», μας διηγείται γεμάτος συγκίνηση ο Στάθης Νικολαΐδης, πριν ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του, ελάχιστα διαφορετικό από την «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», που μετέφερε στο κινηματογραφικό πανί ο Νίκος Ξανθόπουλος.
«Είμαι πρόσφυγας, με παππούδες από την Τραπεζούντα. Από την Κουνάκα της Ματσούκας ήταν ο παππούς μου ο Κυριάκος Νικολαΐδης. Ο Γιωρίκας Ορφανίδης ήταν από την Ορντού, από τα Κοτίορα του Πόντου• μια πολύ όμορφη παραλιακή πόλη. Έφυγαν από εκεί, άλλοι το ’17 πριν από τη σφαγή κι άλλοι το ’22, μέσα στη σφαγή. Όπως ζήτησαν οι Γερμανοί συγγνώμη για όσα έκαναν, αυτό ζητάμε κι εμείς γι’ αυτά τα γεγονότα. Δεν θέλουμε πολέμους. Να ζούμε πάλι σαν καλοί γείτονες. Είναι όμως πράγματα που, δυστυχώς, δεν δέχονται πρώτα απ’ όλα οι δικές μας κυβερνήσεις. Λες και η γενοκτονία είναι σαν κάποιοι να πήγαν απλώς να έκοψαν… εισιτήρια και να έφυγαν με τα καράβια για να έρθουν εδώ.
Όλα αυτά, πιστεύω, οφείλονται στη μεγάλη εμπορική δύναμη που είχε ο τόπος μας και την οποία ήθελαν να έχουν στα χέρια τους οι δυτικές δυνάμεις, που τελικά χρησιμοποίησαν τους Τούρκους. Αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα. Γι’ αυτά τα συμφέροντα φύγανε τόσες ψυχές.
Οι γονείς μου γεννήθηκαν στο Σοχούμ, στα σύνορα Τουρκίας και πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Έγινε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, και το ’49 τον κόσμο που ζούσε εκεί τους εξόρισε ο Στάλιν στο Καζακστάν, ένα μέρος άγονο και έρημο. Οι δικοί μας άνθρωποι, παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να επιβιώσουν, έστω και σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Εκεί γεννηθήκαμε εμείς. Εγώ και τα τρία μου αδέρφια. Το 1966 καταφέραμε ως οικογένεια να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα και να έρθουμε στην πατρίδα μας, την Ελλάδα».
Οι επιρροές
«Τα ακούσματά μου τα έχω πάρει από τους γονείς μου, οι οποίοι μας τραγουδούσαν -στο Καζακστάν ακόμη- ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, όπως τα Δώδεκα ευζωνάκια, Σήμερα γάμος γίνεται, ή ποντιακά. Έπαιζε λύρα κι ο πατέρας μου. Έτσι, θεώρησα χρέος μου να συνεχίσω αυτό που έκανε. Ο πατέρας μου ήταν ερασιτέχνης μουσικός στην εποχή του, όπως συνήθιζαν να είναι μέσα στις τοπικές κοινωνίες οι μουσικοί εκείνο τον καιρό. Έπαιζε σε γάμους, βαφτίσια, παρέες. Είχαν έναν ρόλο όπως οι παπάδες μας. Οι άνθρωποι αυτοί έκαμναν κατάθεση ψυχής όταν έπαιζαν. Εδώ, στον Ασπρόπυργο, πήραμε το ’70 κάποια οικόπεδα και χτίσαμε τα σπίτια μας βοηθώντας η μία οικογένεια την άλλη. Τότε δεν υπήρχαν λεφτά, αλλά υπήρχε δέσιμο. Έμαθα, λοιπόν, λύρα από τον πατέρα μου. Η παραδοσιακή μας ποντιακή μουσική έχει το πρωτοφανές ότι πάνω σε τρεις νότες βάζεις ρυθμό, μελωδία και καλό άκουσμα. Ίσως για τους μη Ποντίους αυτό το άκουσμα να ακούγεται λίγο μονότονο, γιατί δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια μελωδικά. Αυτή όμως είναι η μουσική μας. Κουβαλάει τα βιώματά μας. Όλα όσα έχει περάσει ο Πόντος. Οι Πόντιοι εμψυχώνονται με αυτή τη μουσική για να περάσει αυτός ο λαός πιο ανώδυνα όλο τα βάσανα που του έτυχαν. Ο πυρρίχιος είναι πανάρχαιος χορός, είναι το πυρ και ο ήχος. Τον άκουγαν οι πρόγονοί μας πριν φύγουν για τη μάχη. Όλα αυτά μας κράτησαν, διατηρήσαμε τα ήθη μας και φτιάξαμε τόσο πολλούς συλλόγους. Η παράδοση πρέπει να διατηρείται, γιατί έτσι δεν χάνουμε την ταυτότητά μας. Κι όταν βλέπεις τους νεότερους να συνεχίζουν αυτή την παράδοση λες «Κάτι έγινε, τελικά. Έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι».
Το ξεκίνημα του Στάθη Νικολαΐδη είχε κάτι από το άγγιγμα της μοίρας, την οποία ο ίδιος φρόντισε να δικαιώσει με τη μετέπειτα πορεία του…
«Το 1976 βγήκα πρώτη φορά σε πατάρι. Ήταν στο κέντρο ποντιακής μουσικής “Κορτσόπον”, που για κάποια περίοδο διατηρούσε και ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές και μουσικούς της Θράκης. Την εποχή εκείνη ήμουν το μικρό παιδί, ανάμεσα σε σπουδαίους μουσικούς, όπως ο καλύτερος λυράρης μας, ο Γώγος Πετρίδης, ο μεγάλος Χρύσανθος Θεοδωρίδης, γνωστός απλά και ως Χρύσανθος, από τους πιο γνωστούς Πόντιους τραγουδιστές. Εκεί άρχισα να μαθαίνω τα πρώτα μου τραγουδάκια, και το ξεκίνημά μου ήταν τυχαίο. Πήγαμε με την οικογένειά μου για έναν γάμο και φτάσαμε στο “Κορτσόπον” νωρίς. Εκείνη την ώρα οι σερβιτόροι έστρωναν τα τραπέζια. Πάνω στο πατάρι ήταν ένας λυράρης που προσπαθούσε να φτιάξει τον ήχο του και να τοποθετήσει την κάψα στο όργανο, ώστε να ακούγεται καλύτερα. Του ζήτησε, λοιπόν, ο αδερφός μου να πω κι εγώ μαζί του ένα-δυο τραγούδια, αφού δεν υπήρχε άλλος κόσμος ακόμα. Στον χώρο, όμως, ήταν και ο Γώγος, που εγώ τότε δεν τον γνώριζα. Ήρθε στο τραπέζι μας, μιλήσαμε, και αργότερα ανέβηκε στο πατάρι και έπαιξε καταπληκτικά. Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε συνεργασία. Τι να πω; Ήταν σαν όνειρο για εμένα. Μεγάλη υπόθεση να τραγουδάω δίπλα σε αυτούς του μουσικούς. Το μαγαζί τότε γέμιζε ασφυκτικά από τις 8:30 το βράδυ, και το γλέντι κρατούσε μέχρι πρωίας. Ύστερα από λίγο πήγα φαντάρος, και στη στρατιωτική μου θητεία έκανα την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά με τίτλο Οι Κεμεντζετζίδες, μαζί με τον Γιάννη Τσανάκαλη, το 1978, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία».
Η καταξίωση και οι συνάδελφοι με σημείο αναφοράς τον Πόντο.
«Απολύθηκα κι έκανα κι άλλους δίσκους. Ήμουν για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Κάποια στιγμή όμως θέλησα να πάω στη Μακεδονία, γιατί εκεί χτυπάει η καρδιά του Πόντου. Εκεί είναι άλλος κόσμος, και το καταλαβαίνει όποιος μουσαφίρης έρχεται στη Θεσσαλονίκη. Έχουν ζεστασιά οι άνθρωποι στη Βόρεια Ελλάδα. Το ’88, λοιπόν, κατάφερα να πάω στη Βέροια για δουλειά. Γνωρίσαμε μεγάλη επιτυχία, που συνεχίστηκε για τρία χρόνια. Το ’91, πλέον, πήγα στη Θεσσαλονίκη. Από τα προπύλαια, δηλαδή, πήγα στην πόλη αυτή που είναι και μάνα μεγάλων μουσικών. Τότε μεσουρανούσαν εκεί μουσικοί όπως ο Θόδωρος Παυλίδης, ο Γιώργος Σιδηρόπουλος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ο Κουγιουμτζίδης, ο Γιωργούλης. Εκείνο τον καιρό γνωρίστηκα και με τον Βασίλη Καρρά, στην εταιρεία Vasipap, όπου δούλευε και ο Ζαφείρης Μελάς. Ήταν αναπόφευκτο να συνεργαζόμαστε και να ανταμώνουμε σε παρέες, γιατί και ο Καρράς είναι Πόντιος, αλλά και ο Μελάς έκανε παρέα με τους Πόντιους. Ήταν ο καθένας στη δουλειά του, αλλά μαζευόμασταν σε στέκια στην Καλαμαριά, στην πλατεία Βαρδαρίου, στην Πολίχνη. Με τον Βασίλη Καρρά είχαμε κάνει μαζί κι έναν δίσκο που τον κυκλοφόρησε μία εφημερίδα, με τίτλο Ημέρα Μνήμης Του Πόντου. Δεχτήκαμε μεγάλη αγάπη από τον κόσμο. Τα λόγια του δίσκου τα έγραψε ο Βασίλης. Έχει μέσα και τον Χρύσανθο, φόρο τιμής, ενώ τραγουδάει και η κόρη μου η Πέλλα».
Η κρίση στην αγορά.
«Σήμερα υπάρχει κρίση στον χώρο μας. Το καλλιτεχνικό μεροκάματο έχει συρρικνωθεί. Τα μαγαζιά, πια, δουλεύουν διήμερο, στην καλύτερη περίπτωση. Εκείνα τα χρόνια, όταν ξεκίνησα, ο κόσμος γλένταγε με την ψυχή του. Με μια Δεμέστιχα και λαδόκολλα με κοτόπουλο στη σούβλα. Σε κέντρο 1.200 ατόμων. Τότε έπαιρνα 150 δραχμές τη βραδιά. Τώρα τα μαγαζιά προσφέρουν πολλά, αλλά ακριβά. Ο κόσμος ζορίζεται, παρότι θέλει να βγει να διασκεδάσει. Γι’ αυτό και στα πανηγύρια τα καλοκαίρια έχουμε μαζική συμμετοχή• όταν ο απλός κόσμος μπορεί να διασκεδάσει με λίγα μόνο ευρώ και να το χαρεί. Την τωρινή κατάσταση την είχε προβλέψει κι ο Στελάρας Καζαντζίδης, που έλεγε «Τα μαγαζιά μόνο ένα Σαββάτο θα δουλεύουν μετά από λίγα χρόνια…»
Το κεφάλαιο «Στέλιος Καζαντζίδης».
«Τον Στέλιο Καζαντζίδη τον γνώρισα το ’93-’94. Πήρε στα χέρια του ένα cd μου, από έναν κοινό γνωστό μας. Με ειδοποίησε ο Λευτέρης Χαψιάδης ότι ζήτησε ο Στέλιος να με γνωρίσει. Πραγματικά, δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Αμέσως, παρότι ήμουν στη Βέροια, πήρα το αυτοκίνητό μου και κατέβηκα στην Αθήνα, στην Κηφισιά, και συναντηθήκαμε στο στούντιο του Νικολόπουλου. Έτσι γνωριστήκαμε με τον Στέλιο, και αργότερα έλεγε για τα ποντιακά που τραγουδούσε “Αυτά τα τραγούδια τα πήρα μέσα από το στόμα ενός παιδιού”. Εμένα, όμως, ήταν μεγάλη μου χαρά ούτως ή άλλως, γιατί ο Στέλιος μάς ανέβαζε εκεί που κανένας άλλος δεν μπορούσε. Ο Καζαντζίδης κουβαλούσε μια ολόκληρη Ελλάδα μαζί του. Η γνωριμία μας έφερε τα cd Ποντιακό Συναπάντεμα και Τ’ Αηδόνια Του Πόντου. Εκεί περιλαμβάνονται νεοποντιακά, αλλά και παραδοσιακά. Το Αητέντσ’ επαραπέτανεν είναι παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι αφιερωμένο στη μνήμη του αγνώστου στρατιώτη που έπεσε μαχόμενος για την ειρήνη. Στον δίσκο Τ’ Αηδόνια Του Πόντου ήταν μαζί μας και ο Χρήστος Χρυσανθόπουλος, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, λυράρης και άνθρωπος. Ψυχή σαν και τη δική του δεν γνώρισα άλλη στη ζωή μου. Σε αυτό τον δίσκο συμμετείχαν, επίσης, ο Θανάσης Τσολερίδης, που έγραψε και μουσική, στίχους ο Νάκος Ευσταθιάδης, και ο Χρήστος Αντωνιάδης, νευροχειρουργός καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Όταν ηχογραφούσαμε αυτά τα τραγούδια ήταν η εποχή του πολέμου στη Βοσνία και το cd περιέχει ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Ο Στέλιος δεν ξεχνούσε το δράμα αυτών των ανθρώπων. Θυμάμαι, όταν τραγουδούσε στο στούντιο σε πολλές στιγμές δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ένιωθε με όλη του την ψυχή κάθε στιχάκι. Για εμένα, το να είμαι πλάι του και να τραγουδήσω μαζί του ήταν ένα αδιανόητο όνειρο. Έκανα πάρα πολλούς φίλους από τότε, μόνο και μόνο επειδή τραγούδησα με τον Καζαντζίδη. Η ψυχή του Στέλιου είναι ακόμα και πάντα μαζί μας. Ένας τέτοιος καλλιτέχνης δεν πεθαίνει ποτέ».
Η παραδοσιακή μουσική.
«Ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε τα πάντα. Το να τραγουδήσει, όμως, ποντιακά ήταν μεράκι του και μου είχε πει ότι ήταν επιθυμία του από πολλά χρόνια, αλλά τον περιόριζαν οι δεσμεύσεις με τις εταιρείες. Δεν έδιναν και πολύ σημασία στο δημοτικό τραγούδι. Κακώς, γιατί πλούτο παραδοσιακής μουσικής όπως εμείς δεν έχει καμμία άλλη χώρα. Όλα μπορεί να σβηστούν, το DNA, όμως, του Έλληνα όχι. Κάποια στιγμή ενεργοποιείται. Και σήμερα τα νέα παιδιά ψάχνουν ξανά την παραδοσιακή μουσική. Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό και συγχαρητήρια σε αυτά τα παιδιά. Η παραδοσιακή μουσική φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Με το που θα ακούσουν μια λύρα, ένα σάζι, θα μαζευτούν όλοι μαζί να χορέψουν, θα έρθουν κοντά, θα ανταμωθούν. Την Ελλάδα τη ζηλεύουν γι’ αυτό. Γιατί είναι κοντά ο γονιός με το παιδί και όχι χώρια, όπως στο εξωτερικό».
Η καινούργια δουλειά.
«Έχω στα σκαριά μια καινούργια δουλειά, με τον Βασίλη Αρχιτεκτονίδη, συνθέτη, συγγραφέα και καθηγητή ανώτερων θεωρητικών της μουσικής και της σύνθεσης. Είναι ερωτικά τραγούδια, με ακουστικό στυλ και ύφος, αλλά έχουν τη βάση τους στους παραδοσιακούς ρυθμούς. Κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες».
Ο Πόντος, ένας τόπος, ένας καημός.
«Θέλω να πάω να δω ξανά τα μέρη μας, από πού ξεκίνησε το γενεαλογικό μας δέντρο. Ξέρω ότι γίνονται ακόμη πανηγύρια στα μέρη μας. Μαζεύονται ακόμη όπως παλιά. Έχω μια φωτογραφία με χορευτές από εκεί. Γυναίκες και άντρες φορούν τις παραδοσιακές στολές, που έχουν στην πλάτη τους έναν κεντημένο σταυρό. Κι όταν κόβουν το ψωμί, πάλι το σταυρώνουν, παρότι έχουν εξισλαμιστεί. Η Παναγία Σουμελά, δυστυχώς, έχει μετατραπεί σε μουσείο. Δεν μας επιτρέπουν να ανάβουμε κεράκια μέσα στην εκκλησία, αλλά σε ένα μέρος παραδίπλα. Δεν μπόρεσαν να έρθουν όλοι στην πατρίδα, και ακόμη όταν μιλάνε τα ποντιακά δεν γνωρίζουν ότι είναι ελληνική γλώσσα. Τα αποκαλούν “Ρουμς”, δηλαδή ρωμαίικα. Υπάρχουν όμως λυράρηδες και νταουλιέρηδες, και η ψυχή του Πόντου χτυπάει ακόμη…»