Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Παρχάρια 2010


• Δεκαεξασέλιδο έντυπο με γόνιμο προβληματισμό και πλούσιες λαογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές

Με αφορμή των εορτασμό των Παρχαρίων που θα γίνει την Κυριακή στις 27 του μήνα, ο Σύλλογος Ποντίων Ροδόπης «Η Τραπεζούντα» εξέδωσε κατατοπιστικό ιστορικό - λαογραφικό έντυπο, το οποίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την οπτική που αποδίδει στα πράγματα. Κατ’ αρχήν εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο αναβιώνουν σήμερα τα Παρχάρια μέσα από κείμενο που υπογράφει η αρχαιολόγος Ελένη Τ. Μεντεσίδου, καθώς φιλοξενεί και ένα υπέροχο κείμενο της σπουδαίας Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ που προέρχεται από το μυθιστόρημά της «Η Τρίπολη του Πόντου». Τα δύο αυτά κείμενα φιλοξενεί σήμερα η σελίδα για να θυμηθεί την έξοδο αλλά και για να προβληματισθεί για το παρόν και το μέλλον…

Τα Παρχάρια στην Ελλάδα

Παρχαρομάνα λάλεσε,
ας έρχουν οι ρομάνες,

Έγω τα χιόνια έλυσα

και την χλοάδαν έγκα.


Με αυτό το δίστιχο η παρχαρομάνα κήρυσσε την έναρξη της θερινής περιόδου και καλούσε τους παρχαρέτες στο παρχάρ’ όπου θα περνούσαν το καλοκαίρι.

Μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα οι έλληνες του Πόντου ξεπερνώντας τις αρχικές δυσκολίες και προσαρμοζόμενοι στις νέες συνθήκες ζωής στη νέα τους πατρίδα προσπάθησαν να επαναφέρουν στην καθημερινότητά τους τις συνήθεις που είχαν και στον Πόντο. Ξεκίνησαν λοιπόν και στην Ελλάδα να εμφανίζονται σε ορεινές θέσεις πλησίον κτηνοτροφικών κοινοτήτων παρχάρια. Επρόκειτο για την επιβίωση του θεσμού λόγω πραγματικών αναγκών. Οι κτηνοτροφικές οικογένειες που προέρχονταν από τον Πόντο απλά συνέχισαν μια ωφέλιμη για την οικιακή τους οικονομία πρακτική μεταφέροντας κατά τη θερινή περίοδο τα κοπάδια τους σε θέσεις με ευνοϊκές για την εκτροφή τους συνθήκες. Τα παρχάρια διατήρησαν τον αρχικό τους χαρακτήρα και δεν διέφεραν αρχικά σε τίποτε από αυτά του Πόντου.

Παρχάρια στη Ελλάδα συναντούμε στον Νομό Κοζάνης στα χωριά Αγ. Δημήτριος, Ακρινή, Κομνηνά και Τετράλοφος. Με την πάροδο των χρόνων η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η μετατροπή των σύγχρονων συνθηκών ζωής είχε επιπτώσεις και στη ζωή στο παρχάρ’. Ο αρχικός χαρακτήρας τους του παραδοσιακού ορεινού οικισμού έχει αλλοιωθεί. Οι καλύβες έχουν μετατραπεί σε οικίες με ηλεκτρικό ρεύμα και ανέσεις που μία παρχαρομάνα των προηγούμενων δεκαετιών δεν θα φανταζόταν ποτέ. Οι νέοι επιπλέον εγκαταλείπουν την κτηνοτροφία αναζητώντας καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση σε σύγχρονα επαγγέλματα.

Ο δευτερεύον χαρακτήρας των παρχαριών ως παραθεριστικός προορισμός σήμερα επικρατεί.

Ο μεγαλύτερος αριθμός των επισκεπτών τους πλέον μεταβαίνει εκεί για διασκέδαση ενώ και οι ελάχιστες κτηνοτροφικές οικογένειες που μεταφέρουν τα κοπάδια τους στο βουνό κατά τους θερινούς μήνες συχνά δεν μένουν εκεί αλλά μετακινούνται αυθημερόν στο χωριό της μόνιμης κατοικίας τους.

Τα τελευταία χρόνια συναντούμε το φαινόμενο της πραγματοποίησης πολλών εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι οποίες φέρουν την επωνυμία «Παρχάρ’». Τη δεκαετία του ’80 πρώτος ο Σύλλογος Ματσούκα της Θεσσαλονίκης πραγματοποίησε στο χώρο των παρχαριών του Αγ.Δημητρίου την εκδήλωση «Το Λάλεμα της παρχαρομάνας». Επρόκειτο για ένα συναπάντημα ποντίων από όλο τον ελλαδικό χώρο, όπου για μία ημέρα αναβίωναν έθιμα από τον Πόντο και γινόταν ένα υπαίθριο γλέντι. Αυτού του τύπου οι υπαίθριες εκδηλώσεις πληθαίνουν και γίνονται πλέον σε πολλές ορεινές ή ημιορεινές περιοχές σε όλη την Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα «Παρχάρια» που γίνονται στην περιοχή του οχυρού της Νυμφαίας, στο νομό Ροδόπης, στη Φύσκα του νομού Κιλκίς και στο Δήμο Αχαρνών Αττικής.

Ο θεσμός των παρχαριών έχει πια χάσει τον χαρακτήρα του. Το μόνο που απομένει στους σημερινού ποντίους του ελλαδικού χώρου είναι η επιβίωσή του, η οποία θα πρέπει να γίνεται φροντισμένα και με σεβασμό στις παραδοσιακές δομές, προκειμένου οι επερχόμενες γενιές να έχουν την ευτυχία να γνωρίσουν ένα κομμάτι του πλούσιου ποντιακού πολιτισμού. Η παραμονή στο Παρχάρ’ είναι τρόπος ζωής, που ακούσια σε μεταφέρει στο παρελθόν, στη χαμένη σου πατρίδα, ενώ η φυγή από εκεί είναι φυγή από ένα ζωντανό ακόμη κομμάτι του Πόντου. Για το λόγο αυτό θα είναι ευτύχημα αν καταφέρουμε να διασώσουμε το θεσμό και να τον μεταφέρουμε ατόφιο στα παιδιά μας.

Ελένη Τ. Μεντεσίδου, Αρχαιολόγος

Η Τραγωδία των Τριπολιτών

...Ήτανε κάτι αφάνταστο η πορεία μέσα στη μαύρη νύχτα και στην ψιλή βροχή. Ένα δάσος που κινείται και καίεται από δαδιά, από κεριά, από αφάνες αναμμένες και τα κλάματα κι οι κραυγές των μανάδων που χάνανε τα παιδιά και μέσα σε κείνη τη φωτισμένη κόλαση να τα γυρεύουν, ενώ άλλοι βουλιάζανε μέσα στα ριζοτόπια του Τοματζλού κι άλλοι χάναν το δρόμο και το χέρι των δικών τους. Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω… πιο δεξιά… μ’ ακούς παιδί μου; Κι ερχότανε η ηχώ, ώι… -ώι… μανίτσα.

Και η Πορεία εξακολουθεί. Περνούμε μέσα από ερημωμένα ελληνικά χωριά που έχουν αδειάσει πριν λίγο, οι πατημασιές τους είναι ακόμα πάνω στο υγρό χώμα της γης τους και ο ύπνος πάνω στο μαξιλάρι τους.

Σταματήσαμε στο χωριό Καραέρικ 8 χλμ. περίπου από την Έσπια κι όταν εφτάσαμε καίγανε ακόμα κούτσουρα στα τζάκια κι ήταν η χόβολη ζεστή. Ζεστάναμε την παγωμένη ανάσα μας στη φωτιά τους κι η παρουσία τους ήταν ακόμα παντού. Ώχου… και τα δικά μας τζάκια ίσως ακόμα θα ‘χανε κάποια μικρή φωτιά.

Εδώ μείναμε οχτώ μέρες, όπου και μας καταγράψανε, μας δώσανε κι ένα χαρτί με όλα τα μέλη της οικογένειας πάνω γραμμένα και με μια σφραγίδα, δήθεν για να μας κόψουν επίδομα, όπως στους Τούρκους πρόσφυγες, και να το χρησιμοποιούμε και σαν δελτίο για τρόφιμα.

Και οι μέρες περνούσανε, κι όλο έβρεχε, κι όλο μας βιάζανε οι χωροφύλακες να σηκωθούμε, κι εμείς όλο αντιστεκόμαστε περιμένοντας να έρθει ο Καϊμακάμης με τ’ αγώγια, καθώς μας το είχε υποσχεθεί. Έτσι ο Καϊμακάμης που παρακολουθούσε κρυφά την κατάσταση υποχρεώθηκε να παρουσιαστεί. Μας συμβούλεψε τότε να συνεχίσουμε την πορεία μας για να φτάσουμε μιαν ώρα πιο γλήγορα στον προορισμό μας, γιατί ο χειμώνας έφτανε και σ’ αυτά τα μέρη είναι βαρύς.

Του θυμίσαμε τότε τ’ αγώγια που μας είχε υποσχεθεί.

-Τα έχει όλα κατασχέσει το κράτος.
-Μα έχουμε λεχούσες, μωρά και πολύ γέρους.
-Τραβάτε, και στο δρόμο θα πορευτείτε.

Και μείναμε στο Πιρκ. Στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πιρκ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας.

Ήτανε 18 του Δεκέμβρη, δεν είχαμε καλά καλά εγκατασταθεί κι αρχίνησε το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει όλα ένα γύρο. Με το χιόνι γίνηκε αμέσως αισθητή η έλλειψη του ψωμιού. Τα γύρω χωριά τελείως έρημα και για να βρεθεί τροφή έπρεπε να πάμε στα Κούρδικα χωριά τρεις τέσσερις μέρες μακριά, με δρόμους απότομους, επικίνδυνους και με ληστές. Για τούτους τους λόγους οι Κούρδοι δε συναλλάσσονταν με χάρτινα χρήματα παρά μόνο με κέρματα που ήτανε δυσεύρετα και στοιχίζανε έξι φορές πιο πολύ από τα χάρτινα. Πληρώναμε λοιπόν στην αρχή 8 μεταλλικά γρόσια το ψωμί, ίσαμε που το χάσαμε και τελείως. Μα και τα σπίτια ήτανε τελείως αλλιώτικα από τα δικά μας. Ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, και συνέχεια ο αχυρώνας και ο σταύλος. Μέσα στο κεντρικό δωμάτιο ένας μεγάλος λάκκος που χρησίμευε για τζάκι, για φούρνος, για θερμάστρα. Εκεί ανάβανε τα ξύλα και σαν χωνεύανε τα σκεπάζανε με τη στάχτη. Απάνω βάζανε το φαγητό ή το ψωμί να ψηθεί και μαζευόντουσαν στον γύρο του και ζεσταινόντουσαν. Τα «ταντούρια», έτσι λένε αυτά τα τζάκια, τα τρέφαμε με τις ξυλείες σπιτιών ακατοίκητων, πολλοί μάλιστα ξηλώνανε και τα ίδια τα σπίτια που μένανε, μην ξέροντας πως θα μείνουμε ακόμα καιρό εκεί. Μα και όταν ανάβαμε φωτιά δεν τη χαιρόμαστε, γιόμιζε ο τόπος καπνό, πονούσανε τα μάτια μας, κι έτσι εγκαταλείπαμε τη ζεστασιά και χωνόμαστε κάτω από τα σκεπάσματα. Μα το χειρότερο ήτανε που δεν είχαμε αποχωρητήριο – σ’ αυτά τα μέρη της ανατολής είναι άγνωστα αυτά τα πράγματα – και η ανάγκη μάς έκανε να χρησιμοποιούμε ένα μέρος του σπιτιού και τον δρόμο. Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή την διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή. Έτσι, με τον συνωτισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας.

Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. Ο λευκός θάνατος που είχαν τόσο καλά ετοιμάσει οι Τούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά δεκάδες - δεκάδες χριστιανούς.

Ελάχιστοι που προφτάσανε και πήγανε σ’ άλλο χωριό, όπως ο Κ. Ξυνόπουλος, ο Σ. Κυριακίδης και μερικοί άλλοι μόνο γλιτώσανε. Ενώ άλλοι που είχανε μείνει κοντά σε δικούς τους αρρώστους και προσπαθήσανε να φύγουνε, δε γλιτώσανε, γιατί φέρνανε μαζί τους το μικρόβιο και δεν έμεινε κανείς. Όλοι οι άλλοι δεν λέγαμε να το κουνήσουμε, είχαμε όλοι κάποιον αγαπημένο μας άρρωστο και δεν μας πήγαινε η καρδιά να τον εγκαταλείψουμε σαν το σκυλί.

Τατάνια Γκρίτση – Μιλλιέξ, «Η Τρίπολη του Πόντου», Κέδρος, 1976

Συντάκτης: Τζένη Κατσαρή - Βαφειάδη
tkatsari@gmail.com

Πηγή: Παρατηρητής της Θράκης