του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη*
Η απόφαση των τουρκικών αρχών να επιτρέψουν την τέλεση θείας λειτουργίας τη 15η Αυγούστου στο μνημείο-σύμβολο του ποντιακού Ελληνισμού, τη Μονή Σουμελά στη Ματσούκα του Πόντου, είναι ιστορικών διαστάσεων. Για πρώτη φορά από τον διωγμό των τελευταίων μοναχών το 1923, στο καθολικό της μονής θα τελεσθεί θεία λειτουργία προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι η πρωτοβουλία αυτή δεν είναι μεμονωμένη.
Ανάλογη απόφαση έχει ληφθεί και για την τέλεση λειτουργίας τον Σεπτέμβριο στον Ναό του Τιμίου Σταυρού στη νησίδα Αχταμάρ της λίμνης Βαν, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του αρμενικού πολιτισμού. Εχει προηγηθεί βεβαίως η τέλεση λειτουργιών σε πολλούς ερημωμένους ναούς της Μικράς Ασίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ωστόσο, η συμβολική σημασία των δύο παραπάνω μνημείων προσδίδει στην τουρκική πρωτοβουλία μείζονες διαστάσεις.
Βεβαίως τα κίνητρα αυτών των αποφάσεων είναι και οικονομικά. Τόσο ο Πόντος όσο και η ανατολική Τουρκία είναι από τις λιγότερο οικονομικώς και τουριστικώς ανεπτυγμένες περιοχές της Τουρκίας και η άφιξη χιλιάδων προσκυνητών από την Ελλάδα, την Αρμενία και πολλές άλλες χώρες σημαίνει ευπρόσδεκτο τουριστικό συνάλλαγμα. Ωστόσο αυτό το κίνητρο υπήρχε επί δεκαετίες και ουδεμία τέτοια απόφαση ελήφθη.
Αξίζει να θυμηθεί κανείς τα επεισόδια πέρυσι στη Μονή Σουμελά, όταν επιχειρήθηκε να τελεσθεί θεία λειτουργία χωρίς την άδεια των τουρκικών αρχών. Αυτό το οποίο τώρα φαίνεται ότι έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της χορηγήσεως της αδείας είναι η προσπάθεια της κυβερνήσεως Ερντογάν να παρουσιάσει βήματα προόδου σε μια χρονιά κατά την οποία τα μέτρα προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και πάλι υπολείπονται των προσδοκιών και των υποσχέσεων.
Τούτο δεν σημαίνει βεβαίως ότι η κίνηση αυτή δεν ενέχει και πολιτικά ρίσκα για την κυβέρνηση Ερντογάν. Ενόψει και του δημοψηφίσματος της 12ης Σεπτεμβρίου, κάθε απρόοπτο μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμεταλλεύσεως. Ο εθνικιστικός εξτρεμισμός ανθεί στον Πόντο και την ανατολική Τουρκία, και η παρουσία χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων, έστω και για μερικές ημέρες, δεν θα είναι καθόλου ευχάριστη για τους Τούρκους εθνικιστές.
Ο δολοφόνος του Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ το 2007 ήταν ένας νεαρός από την Αμισό, ενώ ο καθολικός ιερέας της Τραπεζούντας Αντρέα Σαντόρο δολοφονήθηκε από έναν ανήλικο το 2006. Η πρόκληση επεισοδίων από ακραία τουρκικά στοιχεία τα οποία θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν τη διεξαγωγή των λειτουργιών αλλά και από ακραία ελληνικά και αρμενικά στοιχεία, τα οποία θα επιχειρήσουν να καπηλευθούν τον θρησκευτικό χαρακτήρα των εκδηλώσεων, αποτελεί ρεαλιστικό κίνδυνο ο οποίος πρέπει να αποφευχθεί.
Η επιτυχία του διπλού εγχειρήματος Σουμελά και Αχταμάρ μπορεί να ανοίξει τον δρόμο σε ακόμη πιο «τολμηρές» πρωτοβουλίες από την τουρκική πλευρά, στη βαθμιαία εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και μέρους τουλάχιστον των ελληνικών και αρμενικών προσφυγικών σωματείων, καθώς και σε μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση της σημασίας της χριστιανικής κληρονομιάς της χώρας, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την τουρκική κοινωνία.
Δεν είναι χωρίς σημασία η συνεργασία των τουρκικών αρχών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τη διοργάνωση της λειτουργίας στη Μονή Σουμελά. Θα ήταν σκόπιμος, τέλος, ένας αντίστοιχος προβληματισμός για τη χρήση ισλαμικών μνημείων τα οποία είναι εγκατεσπαρμένα σε διάφορα σημεία της Ελλάδος.
* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Πηγή: Infognomon Politics