Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο

Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο

του Θεοδόση Κυριακίδη*


Τελευταία και με αφορμή την Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, γίνεται πολύς λόγος για την επιστροφή ή όχι της εικόνας στον Πόντο. Ο εκδότης μάλιστα του περιοδικού Άμαστρις κ. Δημήτρης Πιπερίδης δημοσίευσε και σχετική ψηφοφορία για το θέμα.

Στις συζητήσεις που κατά καιρούς γίνονται ακούγονται διάφορες απόψεις, άλλες αρκετά και άλλες λιγότερο ενδιαφέρουσες, άλλες επικίνδυνες και άλλες υποκινούμενες. Παίρνοντας αφορμή και από την πρόσκληση για συζήτηση που απευθύνει ο κ. Λάκης Καραλευτέρης στην τελευταία έκδοση της Αμάστριδος, όπου δημοσιεύει την άποψη του για την εικόνα της Παναγίας Σουμελά θα ήθελα να παραθέσω τα εξής:

Το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Μονής της Παναγίας Σουμελά είναι πολύπλοκο και πολυδιάστατο. Πιστεύω δηλαδή πως δεν μπορεί κανείς να τοποθετηθεί εξαντλητικά στο ζήτημα αυτό μέσα από τη δημοσίευση άρθρων και προτάσεων. Το θέμα χρήζει εξειδικευμένων εισηγήσεων από ειδικούς εκκλησιολόγους-κανονολόγους για τη θεολογική πλευρά του ζητήματος και έμπειρους διπλωμάτες, διεθνολόγους και πολιτικούς αναλυτές για την πολιτική του διάσταση.

Επειδή, όμως, η συζήτηση και η παράθεση απόψεων δεν έβλαψε ποτέ κανένα, τουναντίον μάλιστα, θέλω να σημειώσω κάποια ζητήματα, τα οποία θεωρώ πως αξίζει να προσεχτούν.

Στο πρώτο μέρος αυτής της σύντομης τοποθέτησης μου θα ήθελα να επικεντρωθώ περισσότερο στη θεολογική διάσταση του θέματος καθώς η συγκεκριμένη περίπτωση -κάτι που τείνουμε να το ξεχνάμε παρότι μιλάμε για θρησκευτικά σύμβολα και μνημεία- αφορά κυρίως, μια εκκλησιολογική πραγματικότητα.

Ως απόρροια λοιπόν των παραπάνω το πρώτο που θέλω να σημειώσω είναι πως καταρχήν τα θρησκευτικά σύμβολα δεν είναι φετιχιστικά ή φολκλορικά σύμβολα. Η εικόνα δηλαδή γενικά και στην περίπτωση μας η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, είναι «σημείο» μιας συντελεσμένης και συντελούμενης πραγματικότητας στην οποία ο πιστός συμμετέχει εν γνώσει του και ενεργά. Δηλαδή συμμετέχει με την πίστη του και όντας μέλος της εκκλησίας στα ήδη συντελεσμένα (ενανθρώπηση, σταύρωση, ανάσταση) και με την ελεύθερη συμμετοχή του γίνεται συνεργός σε κάθε ανανεωτική πορεία της ζωής της εκκλησίας και της δικής του.

Με άλλα και απλούστερα λόγια η λειτουργία της εικόνας από τον αρχέγονο ακόμη χριστιανισμό και μέχρι σήμερα βασίζεται και απευθύνεται στον πιστό, από την οποία ο ίδιος βρίσκει παρηγοριά και παίρνει ελπίδα. Εμείς οι πόντιοι της τρίτης και τέταρτης γενιάς έχουμε κρατήσει –ως μη όφειλε- μόνο την πολιτισμική ή εθνική λειτουργία όλων αυτών των θρησκευτικών συμβόλων που φέραμε από την ιστορική μας πατρίδα, με συνέπεια να έχουμε ακρωτηριασμένη σκέψη, δράση αλλά και όραμα. Επειδή όλα αυτά τα χρόνια στον ελλαδικό χώρο έχουμε μια διαστρεβλωμένη αντίληψη των πολιτισμικών και θρησκευτικών κληροδοτημάτων του γένους μας, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναζητούμε τις αυθεντικές καταβολές των γεγονότων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο κύριος, αν όχι ο αποκλειστικός χώρος της εικόνας, είναι η λειτουργία. Η αγιογράφηση μιας εικόνας και η ένταξη της στην εκκλησιαστική κοινότητα είναι πρωτίστως μια ομολογία πίστης. Μια κατάφαση του σωτηριολογικού γεγονότος της Σταυρανάστασης. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή και η εμπειρία μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα είναι το μοναδικό και αμετακίνητο θεμέλιο δια μέσου του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να ανάγεται στις υψηλές «άυλες αρχετυπίες των ιερών συμβόλων». Άλλωστε η ίδια αυτή εμπειρία είναι που δημιούργησε τον πολιτισμό και τα μνημεία της Ορθοδοξίας για τα οποία συζητούμε. Εντέλει δηλαδή αυτή η λειτουργία των συμβόλων είναι παράγωγη της πρωταρχικής εμπειρίας. Αν αποκοπεί η εμπειρία από τα σύμβολα, αυτά καταντούν αντικείμενα χωρίς νόημα ή με διαστρεβλωμένη χρήση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ξεκινούν πάντοτε από την εμπειρία και το βίωμα μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα. Εμείς αποκομμένοι από το εκκλησιαστικό βίωμα, τολμούμε πολλές φορές, να απαντήσουμε, με στόμφο μάλιστα ειδήμονα, στα ερωτήματα που και η ίδια η θεολογία απαντά αποφατικά.

Η εικόνα λοιπόν απευθύνεται στους πιστούς και δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα απ’ αυτούς. Πολιτισμικά σίγουρα παίζει τον ρόλο της, αλλά, εάν δεν υπάρχει λειτουργική αναφορά μέσα σε ενεργό εκκλησία, καταντά μουσειακό είδος και αλλοτρίωση του ίδιου του αρχετυπικού προτύπου. Ενεργό εκκλησίασμα και λειτουργικά σκεύη βρίσκονται σε μια οργανική αλληλεξάρτηση και συνύφανση. Ειδάλλως διολισθαίνουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε σε μια ολέθρια, παρ’ ότι εκλεπτυσμένη, ειδωλολατρία. Όλα τα παραπάνω θα τα κατανοούσε κανείς καλύτερα αν μελετούσε την παλαμική και σχολαστική διαλεκτική.

Οι άνθρωποι λοιπόν, στους οποίους απευθύνεται το θρησκευτικό αυτό σύμβολο βρίσκονται στην Ελλάδα. Για ποιους λοιπόν να επιστραφεί η εικόνα στον Πόντο, για τους τουρίστες ή τους προσκυνητές που θα πηγαίνουν εκεί κάθε καλοκαίρι; Η εικόνα, όπως σημειώσαμε και παραπάνω, δεν είναι απλώς ένα μουσειακό έκθεμα για να εγκλωβιστεί σε εκθέσεις και μουσεία. Έχει οργανικό ρόλο μέσα στη λειτουργία, στο κατεξοχήν εκκλησιαστικό γεγονός. Κανένα εκκλησιαστικό γεγονός, όμως, δεν είναι όντως εκκλησιαστικό, όταν αποκλείεται το πλήρωμα.

Θα μπορούσαμε ν’ αρχίσουμε μια συζήτηση της επιστροφής της εικόνας μόνο αν –κατά την άποψη μου- ξαναλειτουργούσε η Μονή της Παναγίας Σουμελά. Δηλαδή μόνο αν μεταφερόταν εκεί αδελφότητα. Και μάλιστα όχι μια οποιαδήποτε αδελφότητα, αλλά αυτή που βρίσκεται τώρα στο Βέρμιο, διότι αυτούς θεωρούμε ως συνεχιστές της ιστορίας της Μονής. Άρα λοιπόν θα ήταν ιστορική αστοχία αν η Μονή λειτουργούσε με ξένους καλογήρους. Και με την εγκατάσταση όμως εκεί της αδελφότητας πάλι παραμένει προβληματική η εγκατάσταση της εικόνας για λόγους τους οποίους θα αναλύσουμε παρακάτω.

Στην όλη συζήτηση δεν βοηθά και η προβληματική κατάσταση της Σουμελάς στο Βέρμιο. Επειδή ακριβώς αγνοούμε θεμελιώδεις εκκλησιαστικές αλήθειες γι’ αυτό φτάνουμε σε πρόχειρες ή πολλές φορές και επικίνδυνες θεωρήσεις, όπως εκείνη η εξωφρενική δήλωση του Σωματείου -φανερώνοντας βέβαια την ιδιοκτησιακή νοοτροπία που κρύβεται από πίσω- περί παρακράτησης της εικόνας. Η πεποίθηση αυτή ριζώνει σε μια βαθειά παρανόηση των πνευματικών μας σύμβολων. Παρόλ’ αυτά το ότι θέλουμε και πρέπει ν’ αλλάξει το διοικητικό καθεστώς στη Σουμελά, δε σημαίνει ότι πρέπει να απεργαζόμαστε την αποδυνάμωση του μοναστηριού στην Ελλάδα. Διότι κάποιοι προτείνουν αφελώς να πάει η εικόνα στον Πόντο γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Οι αυθαίρετοι αυτοί υποβιβασμοί υποδηλώνουν ένα διασπασμένο όραμα και μια κατακερματισμένη γνώση. Είναι ο απόλυτος εξευτελισμός των ιερών συμβόλων που ο ρόλος τους είναι να οδηγεί τους πιστούς και όχι το αντίστροφο, να γίνονται δηλαδή υποχείριο σε ευτελείς υπολογισμούς και σκοπιμότητες. Η αληθινή τραγωδία, όμως, συνίσταται στο ότι αυτός ο εξευτελισμός βιώνεται ως ανάγκη υπαρξιακή. Εμείς περισσότερο από κάθε άλλον είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτήν την υποβάθμιση.

Η λειτουργία δεν είναι μια παράσταση, όπως θεώρησαν ίσως, κάποιοι απ’ αυτούς που παρευρέθηκαν στη Πατριαρχική λειτουργία της Σουμελά, είναι μια ένθεη κοινοτική και εν Χριστώ οικογενειακή εμπειρία. Η ειδωλοποίηση λοιπόν βάζει σε κίνδυνο το βαθύτερο νόημα των εκκλησιαστικών μας συμβόλων.

Όσον αφορά το πολιτικό σκέλος του ζητήματος, έτσι μόνο για να το θίξω, αξίζει να απαντηθούν κάποια ερωτήματα.

Καταρχήν το μεγάλο θέμα που μπαίνει πρωτίστως είναι για πόσες φορές το χρόνο θα είναι ανοιχτό το μοναστήρι, αν η Τουρκία επιτρέψει τη λειτουργία του. Αν είναι για τρεις-τέσσερις φορές το χρόνο η εικόνα τι θα γίνεται; Θα φυλάσσεται στο Πατριαρχείο ή θα επιστρέφει στην Ελλάδα; Αν δεν υπάρχουν πιστοί ν’ αποδώσουν τις πρέπουσες τιμές στις εικόνες και η εικόνα δεν είναι μέρος του εκκλησιολογικού γεγονότος, τότε η τοποθέτηση της στον Πόντο μόνο πολιτισμικό αντίκρισμα μπορεί να έχει, το οποίο παρότι είναι σπουδαίο δεν είναι το μείζον.

Αν, τέλος, υπάρξουν κοσμογονικές αλλαγές και δεχθεί η τουρκική κυβέρνηση να ξαναλειτουργήσει η Μονή με μόνιμους καλογήρους, ανασυσταθεί δηλαδή και ξαναγεννηθεί κυριολεκτικά μέσα από τις στάχτες της, τότε η Μονή Σουμελά του Βερμίου θα μπορούσε κάλλιστα να μετατραπεί σε μετόχι της. Πάλι όμως εδώ τίθεται το ερώτημα τι θα γίνει αν αλλάξουν τα δεδομένα, ποιος εγγυάται δηλαδή ότι η ανοχή που ίσως επιδείξει η Τουρκία το προσεχές διάστημα για επαναλειτουργία της Μονής θα διαρκέσει στο διηνεκές και τι θα γίνει αν επικρατήσουν τελικά τα εθνικιστικά της στοιχεία; Θα έχουμε πάλι πρόσφυγες μοναχούς και χαμένα κειμήλια; Πάλι λεηλασίες και δηώσεις; Πόσο πόνο μπορεί να αντέξει κάποιος επιτέλους;

Διαφωνώ σε αρκετά σημεία με τις απόψεις που διατυπώθηκαν από τον κ. Καραλευτέρη, αλλά θα σταθώ σε τρεις τις οποίες θεωρώ και σημαντικότερες.

1ον. Σε καμιά περίπτωση η Μονή της Παναγίας Σουμελά δεν είναι άδειο μνημείο. Θα έλεγα πιο σωστά πως πρόκειται για ένα ακρωτηριασμένο και παραποιημένο μνημείο κάτι για το οποίο δεν φταίνε βέβαια οι Έλληνες. Πως είναι δυνατόν όμως να μιλούμε για άδειο μνημείο αφού αποπνέει ορθοδοξία και ελληνισμό. Άλλωστε ένας τόπος, εφόσον έχει εξαγιαστεί μια φορά, είναι πάντοτε ιερός τόπος. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα τόσο σημαντικό εκκλησιαστικό μνημείο. Αν υιοθετούσαμε αυτή την λογική πως θα δικαιολογήσουμε την Πατριαρχική Θεία λειτουργία ή όλες τις άλλες λειτουργίες που γίνονται σε εντελώς ερειπωμένες εκκλησίες στη Μικρά Ασία τοποθετώντας απλώς ένα τραπέζι και ένα αντιμήνσιο;

2ον. Όσον αφορά την πιθανή αξίωση των Τούρκων να επιστραφεί η εικόνα στη Μονή, μιας και έχει αναστηλωθεί με τη βοήθεια της Ουνέσκο, θεωρώ ότι δεν μπορεί κανείς να ζητά να του επιστραφεί κάτι το οποίο δεν του ανήκει. Μάλλον με την αναστήλωση αυτή είναι ευκαιρία να ζητήσουμε εμείς να μας επιστραφεί η Μονή, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση. Πως μπορείς να δικαιώνεις τον θύτη ενός εγκλήματος λέγοντας μάλιστα να του επιστρέψεις κάποια κομμάτια από τα κλοπιμαία του, τα οποία κατάφερες να διασώσεις; Μπορεί να έχει αποκατασταθεί ο φυσικός χώρος –αν και υπάρχουν και ενστάσεις γι’ αυτό- αλλά δεν έχει αποκατασταθεί υλικά και ηθικά ο ιδιοκτήτης και οι κληρονόμοι του χώρου αυτού.

Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τη διάθεση κάποιων να παραχωρήσουν εκκλησιαστικούς και πολιτισμικούς θησαυρούς σε τρίτους, οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν καμιά οργανική σύνδεση μαζί τους, αλλά είναι αυτοί οι οποίοι ασέλγησαν πάνω τους και τους λεηλάτησαν. Υπ’ αυτήν την έννοια λοιπόν θεωρώ άστοχο και το παράδειγμα των μαρμάρων του Παρθενώνα.

3ον. Τέλος, δεν νομίζω ότι το προσκύνημα στον Πόντο και ειδικότερα στην Παναγία Σουμελά θα εξαρτηθεί από το εάν είναι εκεί η εικόνα ή όχι, άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια το γεγονός ότι δεν υπήρχε η εικόνα στη Μονή δεν απέτρεψε τους χιλιάδες προσκυνητές να επισκέπτονται το μοναστήρι της Παναγίας.

Πιστεύω, λοιπόν, πως ο ενθουσιασμός δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος σύμβουλος και ότι οι προτάσεις ή και αποφάσεις μας θα πρέπει να διαπνέονται πάντοτε από γνώση και κριτικό πνεύμα.

* Ο Θεοδόσης Κυριακίδης είναι Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας & Υπεύθυνος Ερ. Κέντρου Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα


Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άμαστρις, τεύχος Σεπτέμβριος 2010