Σαν σήμερα: Η Θυσία του Πόντιου Εύζωνα Κωνσταντίνου Κουκίδη |
του Γεώργιου Τσαλουχίδη
Πτέραρχου ε.α.
Στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, στην Ελλάδα, το 1941, δύο γεγονότα που συνέβησαν στην Ακρόπολη, σκόρπισαν ρίγη εθνικής υπερηφάνειας στους Έλληνες, ενώ έγιναν αντικείμενο διεθνούς θαυμασμού από όσους μάχονταν κατά των Γερμανών και των συμμάχων τους.
Το πρώτο είναι η πτώση από την Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, του Κωνσταντίνου Κουκίδη, που, εκτελώντας χρέη φρουρού της ελληνικής σημαίας, αρνήθηκε να την υποστείλει και να αναρτήσει στην θέση της τη γερμανική με την σβάστικα. Ο Κώστας Κουκίδης τυλίχτηκε με την ελληνική σημαία και πήδησε από τον βράχο στο κενό, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.
Το δεύτερο αφορά την υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 30 Μαΐου 1941, από τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα.
Σχετικά με την περίπτωση του Κωνσταντίνου Κουκίδη, υπάρχουν 2-3 εκδοχές. Η πιο διαδεδομένη είναι ότι ήταν εύζωνος, φρουρός στην Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, την πρώτη ημέρα της παρουσίας των Γερμανών στην Αθήνα. Το γερμανικό απόσπασμα, που ανέβηκε στην Ακρόπολη για να υψώσει τη γερμανική σημαία, ζήτησε από τον Κουκίδη να υποστείλει την ελληνική.
Λένε ότι τότε ο Κουκίδης βουβός και βουρκωμένος, κατέβασε την ελληνική σημαία, τύλιξε το κορμί του με αυτήν και πήδησε από την Ακρόπολη.
Αλλοι λένε ότι ο Κουκίδης αρνήθηκε να υποστείλει την ελληνική σημαία και το χρέος αυτό ανέλαβε ένας Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, την οποία πήρε ο Κουκίδης και έπεσε στο κενό.
Ο συγγραφέας Ιωάννης Γιαννόπουλος γράφει στο βιβλίο του «Μυστική Ακρόπολη» ότι ο Κουκίδης ήταν μόλις 17 ετών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (EON). Κάποια άλλα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της ηρωικής πράξης του Κουκίδη, είναι τα εξής: Η δήλωση του επικεφαλής τής Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού ότι τα ιστορικά αρχεία λένε ότι «ο φρουρός στρατιώτης τής σημαίας ηυτοκτόνησεν περιβληθείς ταύτην».
Ο τότε αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, στα απομνημονεύματα του, αναφέρει ότι: «Ο Έλλην φρουρός της ελληνικής σημαίας επί της Ακροπόλεως, μη θελήσας να παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως της εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς και εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου και δακρύων...».
Η εφημερίδα Daily Mail αναφέρει στις 9 Ιουνίου 1941, σε δημοσίευμα με τίτλο «Α Greek carries his flag to the death» (Ενας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) γράφει: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης, ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)».
Ο Νικόλας Χάμοντ (Nicolas Hammond), καθηγητής τού πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αξιωματικός ειδικών επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, γράφει: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακρόπολης να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο...».
Μια αναφορά του λογοτέχνη Μενέλαου Λουντέμη στο διήγημά του «Τα άλογα του Κουπύλ», που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1944: «.. .την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ' το βράχο».
Στο λεύκωμα «Έπεσαν για τη ζωή», του ΚΚΕ: «Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γην και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο Έλληνας στρατιώτης, πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει, τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, παρά ν' ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα».
Σύμφωνα με την ιστορική έρευνα του Κώστα Γ. Κωστόπουλου: «Ο Ήρωας Στρατιώτης, χτυπώντας πάνω στα βράχια, στην διαδρομή τής πτώσεώς του στον γκρεμό από τον βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατατρακυλώντας, έπεσε στην οδό Θρασύλλου στήν Πλάκα, είχε πολτοποιηθεί και η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τον περιμάζεψαν δύο-τρεις κάτοικοι τής Πλάκας, δεν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμένο ταχυδρομικό δελτάριο στο οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα το όνομα τού παραλήπτη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ. Αυτά τα στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες (επιζώντες ακόμη) σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό».
Πτέραρχου ε.α.
Στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, στην Ελλάδα, το 1941, δύο γεγονότα που συνέβησαν στην Ακρόπολη, σκόρπισαν ρίγη εθνικής υπερηφάνειας στους Έλληνες, ενώ έγιναν αντικείμενο διεθνούς θαυμασμού από όσους μάχονταν κατά των Γερμανών και των συμμάχων τους.
Το πρώτο είναι η πτώση από την Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, του Κωνσταντίνου Κουκίδη, που, εκτελώντας χρέη φρουρού της ελληνικής σημαίας, αρνήθηκε να την υποστείλει και να αναρτήσει στην θέση της τη γερμανική με την σβάστικα. Ο Κώστας Κουκίδης τυλίχτηκε με την ελληνική σημαία και πήδησε από τον βράχο στο κενό, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.
Το δεύτερο αφορά την υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 30 Μαΐου 1941, από τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα.
Σχετικά με την περίπτωση του Κωνσταντίνου Κουκίδη, υπάρχουν 2-3 εκδοχές. Η πιο διαδεδομένη είναι ότι ήταν εύζωνος, φρουρός στην Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, την πρώτη ημέρα της παρουσίας των Γερμανών στην Αθήνα. Το γερμανικό απόσπασμα, που ανέβηκε στην Ακρόπολη για να υψώσει τη γερμανική σημαία, ζήτησε από τον Κουκίδη να υποστείλει την ελληνική.
Λένε ότι τότε ο Κουκίδης βουβός και βουρκωμένος, κατέβασε την ελληνική σημαία, τύλιξε το κορμί του με αυτήν και πήδησε από την Ακρόπολη.
Αλλοι λένε ότι ο Κουκίδης αρνήθηκε να υποστείλει την ελληνική σημαία και το χρέος αυτό ανέλαβε ένας Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, την οποία πήρε ο Κουκίδης και έπεσε στο κενό.
Ο συγγραφέας Ιωάννης Γιαννόπουλος γράφει στο βιβλίο του «Μυστική Ακρόπολη» ότι ο Κουκίδης ήταν μόλις 17 ετών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (EON). Κάποια άλλα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της ηρωικής πράξης του Κουκίδη, είναι τα εξής: Η δήλωση του επικεφαλής τής Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού ότι τα ιστορικά αρχεία λένε ότι «ο φρουρός στρατιώτης τής σημαίας ηυτοκτόνησεν περιβληθείς ταύτην».
Ο τότε αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, στα απομνημονεύματα του, αναφέρει ότι: «Ο Έλλην φρουρός της ελληνικής σημαίας επί της Ακροπόλεως, μη θελήσας να παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως της εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς και εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου και δακρύων...».
Η εφημερίδα Daily Mail αναφέρει στις 9 Ιουνίου 1941, σε δημοσίευμα με τίτλο «Α Greek carries his flag to the death» (Ενας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) γράφει: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης, ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)».
Ο Νικόλας Χάμοντ (Nicolas Hammond), καθηγητής τού πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αξιωματικός ειδικών επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, γράφει: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακρόπολης να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο...».
Μια αναφορά του λογοτέχνη Μενέλαου Λουντέμη στο διήγημά του «Τα άλογα του Κουπύλ», που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1944: «.. .την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ' το βράχο».
Στο λεύκωμα «Έπεσαν για τη ζωή», του ΚΚΕ: «Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γην και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο Έλληνας στρατιώτης, πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει, τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, παρά ν' ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα».
Σύμφωνα με την ιστορική έρευνα του Κώστα Γ. Κωστόπουλου: «Ο Ήρωας Στρατιώτης, χτυπώντας πάνω στα βράχια, στην διαδρομή τής πτώσεώς του στον γκρεμό από τον βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατατρακυλώντας, έπεσε στην οδό Θρασύλλου στήν Πλάκα, είχε πολτοποιηθεί και η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τον περιμάζεψαν δύο-τρεις κάτοικοι τής Πλάκας, δεν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμένο ταχυδρομικό δελτάριο στο οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα το όνομα τού παραλήπτη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ. Αυτά τα στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες (επιζώντες ακόμη) σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό».