Παρουσίαση του βιβλίου "Μνήμες του Ποντιακού Έπους 1913 - 1922" |
Το βιβλίο αποτελεί δημοσίευση του πλήρους κειμένου του ημερολογίου του καπετάνιου του αντάρτικου στον Πόντο Παντελή Αναστασιάδη (Παντέλ- Αγά).
Το χειρόγραφο εντάσσεται στα ελάχιστα σωζόμενα απομνημονεύματα των ανταρτών του Πόντου, στα οποία καταγράφηκε η δραστηριότητα των μαχητών σωτηρίας.
Το πυκνογραμμένο χειρόγραφο, αποτελεί μία σημαντικότατη μαρτυρία ενός νέου ανθρώπου- όταν βγήκε στο βουνό ο Παντελής Αναστασιάδης ήταν μόλις 18 ετών- που συμπυκνώνει την δράση της ποντιακής αντίστασης. Μετά από την απειλή για τη ζωή του ένας νέος άνθρωπος, ανεβαίνει στο βουνό, αγωνίζεται, πολεμάει, διασώζει γυναικόπαιδα και μέσω Ρωσίας, όπως αρκετοί άλλωστε συμπολεμιστές του, έρχεται στην Ελλάδα. Εκεί διασώζει ένα μέρος της ταυτότητάς του, της ιστορίας του Ελληνισμού του Πόντο, όπως αναφέρει ο Π. Αναστασιάδης «η αφήγησις αύτη δυνατόν να μην έχει γραφεί εις λογοτεχνικόν ή ιστορικόν ύφος νομίζω, πλήν όμως έχει ιστορικήν αξίαν καθ΄ όσον πληροί τον μεγαλύτερον όρον των ιστορικών γεγονότων. Είναι αυθεντική. Καθ’ όσον των περιγραφόμενων συμβάντων δεν είμεθα ακροαταί ή απλοί θεαταί αλλά ήρωες».
Το χειρόγραφο δίνει τη δυνατότητα στις νέες γενιές να γνωρίσουν ένα μεγάλης αξίας μέρος της ελληνικής ιστορίας, που συνδέεται με την αντίσταση στη βία και της διάσωσης των πιο ευάλωτων κομματιών του ελληνικού λαού. Επίσης με την έκδοση του χειρογράφου υπάρχει η προσμονή και η ευχή, να αναδειχθούν και άλλες τέτοιες μαρτυρίες για την ζωή και το θάνατο, την αντίσταση και την ελπίδα, για τη συνέχεια των Ελλήνων του Πόντου. Όπως ανέφερε και ο Παντελής Αναστασιάδης «θα ηθέλαμεν αισθανθή μεγάλην ηθικήν ικανοποίησιν αν παρουσιασθούν άλλοι οίτινες ασχολούμενοι με το θέμα τούτο προσφέρουν κάτι το τελειότερον».
Ο Παντελής Αναστασιάδης γεννήθηκε το 1896 στο χωριό Τσιμενλί νοτιοδυτικά της Σαμψούντας και περίπου 12 χιλιόμετρα από αυτήν. Ο πατέρας του ήταν ο Λάζαρος Αναστασιάδης και η οικογένειά του είχε έξι αγόρια, τον Ισαάκ, το Σταύρο, τον Παναγιώτη, που απαγχονίστηκε στην Αμάσεια το 1921, τον Αριστόβουλο, τον Ιερεμία και τον Παντελή. Ο Π. Αναστασιάδης πήγε στο δημοτικό σχολείο του Τσιμενλή και στη συνέχεια μέχρι την 5η Γυμνασίου στη Σαμψούντα, όπου ζούσε μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη. Το γυμνάσιο δεν το τελείωσε γιατί το 1914 μαζί με τέσσερις άλλους φίλους του κάνοντας βόλτες με τα άλογά τους έξω από το δικαστήριο της πόλης, ενόχλησαν τους δικαστές, οι οποίοι διέταξαν να εκτελεστούν τα μέχρι το πρωί τα πέντε παιδιά. Οι οικογένειες των τριών παιδιών ειδοποιήθηκαν και σώθηκαν, δεν έγινε όμως το ίδιο και με τα άλλα δύο τα οποία βρήκαν και τα σκότωσαν οι Τούρκοι. Κατά τη διάρκειά της συμμετοχής του στο αντάρτικο, ο αδελφός του Παντελή Αναστασιάδη Ιερεμίας μαζί με άλλους 27 νέους πήγε στη Σαμψούντα για να αγοράσουν αλεύρι και αλάτι, ωστόσο σκοτώθηκαν και το κεφάλι του Ιερεμία καρφώθηκε από τους Τούρκους, όπως συνηθιζόταν, σε ένα πάσσαλο πιστεύοντας ότι ήταν ο Παντελής, αφού τα δύο αδέλφια έμοιαζαν πολύ. Από την ομάδα των νέων σώθηκαν μόνο τρεις, μεταξύ των οποίων και ο Σάββας Χατζηιωαννίδης, ο οποίος μετά έζησε στο Ποντολίβαδο Καβάλας.
Το κείμενο αποτελεί μία σημαντική μαρτυρία για το αντάρτικο στον Πόντο και ειδικότερα στην περιοχή κυρίως της Σαμψούντας, της Πάφρας, της Έρπαας και της Αμάσειας. Είναι γραμμένο σε απλή και κατανοητή γλώσσα, αλλά ταυτόχρονα ο Π. Αναστασιάδης χρησιμοποιεί τις σημαντικές γνώσεις που αποκόμισε από τη φοίτηση του στο Γυμνάσιο, μέχρι την ημέρα που η απόφαση για τη δολοφονία του, τον οδήγησε στο αντάρτικο. Ο Παντελής Αναστασιάδης είναι σαφής και με μεγάλη συντομία και ακρίβεια δίνει στοιχεία για πολλές παραμέτρους της ποντιακής αντίστασης και γενικότερα της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου. Είναι μία ασφαλής πηγή πληροφοριών, από ένα αυτόπτη των γεγονότων και πρωταγωνιστή τους.
Η αξία του κειμένου δεν μπορεί να αποδοθεί με λίγες λέξεις, η μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε και δημιούργησε ένα μέρος του έπους του ποντιακού αντάρτικου είναι αναμφισβήτητα σημαντική. Είναι μία αφήγηση που μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη σε όσους ανθρώπους αναζητούν την αλήθεια.