Χρυσαυγή Ζουρελίδου 102 ετών: Γεννήθηκα το 1917 στην Τραπεζούντα... |
του Νίκου Ασλανίδη
Η Χρυσαυγή Ζουρελίδου είναι 102 ετών και ίσως σήμερα είναι η τελευταία πρόσφυγας πρώτης γενιάς που ζει στην προσφυγομάνα Καλαμαριά. Έχει τρία παιδιά, επτά εγγόνια, επτά δισέγγονα και ένα τρισέγγονο... Έχει όμως και καταπληκτική διαύγεια, που μας εντυπωσίασε: «Γεννήθηκα το 1917 στην Τραπεζούντα.
Δυστυχώς δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την Τραπεζούντα, γιατί φύγαμε με την ανταλλαγή όταν ήμουν έξι χρόνων. Εκείνο που θυμάμαι είναι τον πατέρα μου, που ήταν γλύπτης και έκανε ωραία έργα. Δούλευε σε έναν Τούρκο και του έκανε γλυπτά σε μια μεγάλη βρύση. Τότε αρρώστησε και τον πήγαν στο νοσοκομείο όπου πέθανε. Έτσι μείναμε ορφανά.
Η μάνα μου είχε τρία παιδιά και ήταν έγκυος στο τέταρτο. Μας πήρε και μαζί με τη γιαγιά μου μπήκαμε σε ένα βαπόρι το 1923 και ήρθαμε στην Καλαμαριά. Δεν θυμάμαι τίποτα από το βαπόρι και απορώ. Αργότερα η μάνα μου μου έλεγε πως δεν μας άφηνε να βλέπουμε τον κόσμο που πέθαινε και τον πετούσαν στη θάλασσα. Εκείνο που θυμάμαι όμως πολύ έντονα ήταν μόλις πάτησα το πόδι μου στην Αρετσού. Εκεί ήταν τα απολυμαντήρια και μας βάλανε να πλυθούμε. Πρώτα όμως μας έκοψαν τα μαλλιά, γιατί είχαμε ψείρες...».
Η κ. Χρυσαυγή με την οικογένειά της εγκαταστάθηκαν στους θαλάμους που υπήρχαν στην περιοχή, κοντά στο σημερινό ναό της Μεταμορφώσεως. Σε αυτούς τους θαλάμους μείνανε 20 ολόκληρα χρόνια...
«Ήταν μεγάλοι ξύλινοι θάλαμοι, που κάθε οικογένεια είχε ένα μικρό χώρο» θυμάται η κ. Χρυσαυγή. «Επειδή δεν υπήρχαν ενδιάμεσοι τοίχοι, για να μη βλέπει η μια οικογένεια την άλλη βάζαμε σεντόνια, κιλίμια και ψάθες. Αυτά τα χωρίσματα έγιναν αιτία και έχασε το μάτι του ο άνδρας μου. Όταν ήταν 11 χρόνων παιδάκι, προσπαθούσε με τον πατέρα του να κάνει ένα τέτοιο χώρισμα με πανί. Ο πατέρας του έραβε το πανί με μια μεγάλη βελόνα από τη μια πλευρά και ο Σάββας από την άλλη έπαιρνε τη βελόνα και την έδινε πίσω. Κάποια στιγμή όμως ο πατέρας του χωρίς να το καταλάβει τον κάρφωσε με τη βελόνα στο μάτι...».
Στους θαλάμους αυτούς ζούσαν περισσότερες από 200 οικογένειες. Δεν υπήρχε κουζίνα και η κάθε νοικοκυρά μαγείρευε μέσα στο χώρο της, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι ξύλινοι τοίχοι να αρπάζουν φωτιά και να κινδυνεύουν ζωές. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και το βράδυ όλοι χρησιμοποιούσαν γκαζόλαμπες. Το τηλέφωνο ήταν άγνωστη λέξη και όταν αρρώσταινε κάποιος έπρεπε να πάει σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.
«Θυμάμαι ότι επειδή οι παράγκες είχαν για σκεπή από λαμαρίνες, το καλοκαίρι έκανε πολύ ζέστη και έτρεχε η μύτη μου αίμα. Είχα πάθει και ελονοσία, και πήγα στο νοσοκομείο. Τότε για να πας στη Θεσσαλονίκη έπρεπε να πας με τα πόδια μέχρι το Ντεπό και μετά παίρναμε το τραμ. Είχε πολλές λάσπες, γι’ αυτό και λέγανε την Καλαμαριά ‘τσαμούρια’... Κάποιοι έπαιρναν μαζί τους και δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, για να μην μπαίνουν στο τραμ λασπωμένοι... υπήρχε πολλή φτώχεια.
Κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα και είχαμε γεμίσει ψύλλους και τσιμπούρια. Η μάνα μου, για να μας μεγαλώσει, δούλευε σε ξένα σπίτια πλουσίων. Μαγείρευε και έκανε διάφορες δουλείες. Μόλις τελείωσα το δημοτικό σχολείο, η μάνα μου με έστειλε να δουλέψω και εγώ σε ένα εργοστάσιο που έκανε χαλιά. Εκεί η διευθύντρια μόλις με είδε δεν με κράτησε, γιατί είπε ότι ήμουνα πολύ μικρή για τέτοια δουλειά. Μετά ήρθε ο πόλεμος και έφυγε ο μεγάλος μου αδελφός στο αλβανικό μέτωπο. Μόλις γύρισε, παντρεύτηκα τον Σάββα μέσα σε αυτούς τους θαλάμους. Θυμάμαι ήρθε ο παπα-Νικόλας και μας πάντρεψε.
Ήταν πολύ καλός παπάς και δεν έπαιρνε λεφτά. Στην ανταλλαγή είχε χάσει την παπαδιά και το μονάκριβο γιο του, γι’ αυτό πάντα ήταν λυπημένος. Όταν ο κόσμος πήγαινε να του δώσει χρήματα, αυτός έλεγε: «Δεν θέλω λεφτά, μόνο ένα ουζόπον»...
Ο παπα-Νικόλας Οικονομίδης γεννήθηκε το 1884 στην Κρώμνη και χειροτονήθηκε το 1913. Τοποθετήθηκε αρχικά στον Αεθόδωρον της συνοικίας Σαράντων της Κρώμνης και στη συνέχεια στο ναό της Αγίας Μαρίνας στην Τραπεζούντα. Με την ανταλλαγή πήρε την παπαδιά, που την έλεγαν Πηνελόπη, και τον 14χρονο γιο τους, τον Θανασάκη, για να έρθουν στην Ελλάδα. Πάνω στο βαπόρι όμως έπαθαν τύφο και μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκαν στο Σελεμιέ, όπου τελικά πέθαναν.
Ο παπα Νικόλας έφτασε μόνος στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε αρχικά στο Ωραιόκαστρο και στη συνέχεια στο ναό της Μεταμορφώσεως στην Καλαμαριά. Ήταν μόλις 35 χρονών και ο τότε μητροπολίτης Γεννάδιος του πρότεινε να αποσχηματιστεί, εάν θέλει, για να δημιουργήσει οικογένεια. Ο παπα-Νικόλας όμως προτίμησε να παραμείνει ιερέας και να μείνει κοντά στους συμπατριώτες του. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, γιατί βοηθούσε τους φτωχούς, ενώ ο ίδιος δεν είχε δεύτερο ράσο. Πέθανε σε ηλικία 72 ετών, στις 23 Απριλίου του 1959, και στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσε όλη η Καλαμαριά...
«Ο παπα-Νικόλας ήταν συγγενής με την πεθερά μου» λέει η κ. Χρυσαυγή και καταλήγει, «η γυναίκα του ήταν αδελφή της πεθεράς μου, γι’ αυτό πήγαινε συχνά στο σπίτι της και τον έβλεπα συχνά. Ήταν πολύ καλός παπάς, γιατί έκανε ελεημοσύνες. Πάντα ήταν θλιμμένος, γιατί τον βασάνιζε ο χαμός της παπαδιάς και του παιδιού τους...».
Ο αείμνηστος Γιώργος Ανδρεάδης είχε γράψει ένα τραγούδι στη μνήμη του:
Γράμμα θα στείλωσε, Θεέμ,
αραέβω την κόλλα
θα γράφτο και θα λέγοσεν
για τον παπα-Νικόλα.
Ο ουρανόν ελίβοσεν
και εσκέπασεν όλα
κλαίνε τα μάτα τη κοσμί
για τον παπα-Νικόλα...
Πηγή: Μακεδονία