Η Πόντια γιαγιά Χρυσούλα Νιζαχίδου και η ιστορία της |
Μετά την εξιστόρηση που είχε γίνει από την ίδια στα παιδιά της Ανέστη, Αγάπη, Σεβαστή, Δήμητρα η γιαγιά όπως μεταφέρθηκαν αργότερα τα λόγια της στα εγγόνια της συχνά αναφέρονταν στην ιστορία της που ήταν μια ιστορία προσφυγοπούλας από τον Πόντο.
Η γιαγιά μας εγκατέλειψε αρχές της δεκαετίας του 1980, αφήνοντας σε εμάς μνήμες και εικόνες από όσα βίωσε. Παρακάτω παρουσιάζω ως εγγονός της τα βασικά εκείνα ανεξίτηλα σημεία του βίου της που συνδέθηκαν με τον ξεριζωμό και την έλευσή της στην Ελλάδα.
Η γιαγιά καταγόταν από χωριό στην γύρω περιοχή της Πάφρας. Ο πατέρας της από νωρίς πήγε στο αντάρτικο και έμεινε με την μάνα της στο χωριό. Όμως οι Τούρκοι του Τοπάλ Οσμάν και άλλοι σχετικοί εισέβαλαν στα χωριά και σκότωσαν μπροστά της την μητέρα της. Έμεινε έτσι ορφανή στο χωριό που εν τω μεταξύ είχε ερημωθεί λόγω των μετακινήσεων και σκοτωμών του ελληνικού πληθυσμού. Μια τουρκάλα προσπάθησε να την πάρει μαζί της αναγνωρίζοντας την ως ορφανό παιδί που οι Έλληνες συγχωριανοί άφησαν. Την έβαλε στην πλάτη της και προσπάθησε να την κουβαλήσει στο σπίτι της αλλά αυτή την κλότσησε και έτρεξε μακριά της. Συντηρούνταν από τα τουρσιά που είχαν τα ερειπωμένα σπίτια κα ήταν αφημένα σε μεγάλα πήλινα αγγεία. Στα τουρσιά αυτά έβρισκε τροφή παρά το ότι είχαν ουρήσει οι Τούρκοι που κατέτρεχαν τους Έλληνες της περιοχής του Πόντου. Πρόλαβε να δει μια φορά τον πατέρα της όταν πήγε να πιει νερό από κοντινή στο χωριό πηγή. Εκεί ακούστηκε στο σκοτάδι μέσα από τα δέντρα και χόρτα η φωνή του πατέρα της που της ορμήνεψε να παραμείνει στο χωριό και ότι δεν μπορούσε να την πάρει μαζί του καθώς και ότι σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή θα την έβρισκε και θα την έπαιρνε μαζί του.
Από τότε δεν άκουσε τίποτε για αυτόν. Ήταν η τελευταία φορά που ήρθε σε επικοινωνία μαζί του. Μετά από καιρό ήρθαν οι Αμερικανοί (μάλλον ο Ερυθρός Σταυρός) και την πήραν στο πλοίο και μετά έφτασαν στον Πειραιά και την μετέφεραν στην συνέχεια στο ορφανοτροφείο της Σύρου. Εκεί έμαθε αμερικάνικα (αγγλικά), γράμματα, τέχνη και ήταν πολύ ικανοποιημένη από την φροντίδα και την αγάπη που της παρείχαν. Μετά από τηλεγράφημα του Ερυθρού Σταυρού ότι την αναζητούν συγγενικά της πρόσωπα από την Καλλιθέα Ξάνθης (ορεινό χωριό που ονομάζονταν παλαιότερα Gabrova και είχε έναν τούρκικο και ένα βουλγάρικο μαχαλά = συνοικία) την μετακίνησαν στην Καλλιθέα Ξάνθης. Εκεί έζησε σε κοινό σπίτι με τους συγγενείς της και τους συγγενείς του μελλοντικού της συζύγου του Σεραφείμ Βασιλειάδη που επίσης ήταν πρόσφυγας από τον Πόντο. Εκεί υπήρχαν πριν το 70 αρκετοί ακόμη κάτοικοι. Αυτοί μιλούσαν και ποντιακά, και την Τουρκική γλώσσα.
Η γιαγιά έμεινε όμως νωρίς χήρα μια και ο άνδρας της πέθανε από συγκοπή καρδιάς μετά από εγχείρηση στην Θεσσαλονίκη. Δεν είχαν χρήματα να φέρουν τον παππού από την Θεσσαλονίκη. Έτσι μάζεψαν χρήματα όλοι οι χωριανοί και τον έφεραν. Έτσι κατέβηκε μετά από χρόνια στην πόλη της Ξάνθης μια και στα ορεινά χωριά η καλλιέργεια και οι μεγάλες μετακινήσεις ήταν πολύ δύσκολο να αποφέρουν κάποιο όφελος στους παραγωγούς. Πέθανε αρχές του ’80 στην πόλη της Ξάνθης μεγαλώνοντας και συζητώντας με τα δύο εγγόνια της.
Χρήστος Βασιλειάδης
Αναπληρωτής Καθηγητής
Τμήμα ΟΔΕ
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
(Από τη σελίδα του Συλλόγου Ποντίων Ν. Ξάνθης).