Οδοιπορικό στον Πόντο: Από τη Θεσσαλονίκη στην επαρχία Καρς |
Το ταξίδι στις πατρογονικές εστίες είναι πάντοτε συναρπαστικό όταν όμως αυτό γίνεται σε μέρη που τα επισκέπτεσαι για πρώτη φορά αποκτά ξεχωριστή συναισθηματική βαρύτητα. Στις αρχές Αυγούστου ξεκινήσαμε οδικώς από την Θεσσαλονίκη για ένα ταξίδι μακρινό με γνωστό τον προορισμό αλλά άγνωστη την συναισθηματική φόρτιση και την ψυχική αντοχή μας.
Ακολουθώντας τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας προορισμός μας ήταν η Τραπεζούντα η οποία θα αποτελούσε το ορμητήριο για επισκέψεις στα χωριά μας στον ανατολικό Πόντο μέχρι την επαρχία του Καρς.
Συνοδός μας ο Αχιλλέας Βασιλειάδης ο Πόντιος καλλιτέχνης ο οποίος μας κρατούσε συντροφιά με Ποντιακά τραγούδια μαζί με τον Κώστα Σιαμίδη στην λύρα αλλά περισσότερο μας διηγείτο ανέκδοτες ιστορίες από τις αστείρευτες γνώσεις του για τις οποίες χαρακτηρίστηκε και δικαιολογημένα από μια ομάδα των ταξιδιωτών, ως ο Ζορμπάς του Πόντου.
Μια καθυστέρηση πέντε ωρών στα σύνορα δεν μπόρεσε να μας χαλάσει την διάθεσή για ένα ταξίδι το οποίο οι περισσότεροι προγραμματίζαμε επί χρόνια. Αφού διασχίσαμε την Πόλη και τον κάμπο της Νικομήδειας φθάσαμε στο Ατάπαζαρ όπου διανυκτερεύσαμε. Η Σαφράμπολη, η πόλη του κρόκου και η Κασταμονή η γενέτειρα των Κομνηνών αυτοκρατόρων του Πόντου ήταν οι επόμενοι σταθμοί με διανυκτέρευση σ' ένα παλαιό χάνι όπου το βράδυ στήθηκε ένα υπέροχο παραδοσιακό γλέντι, το γνωστό Ποντιακό "Παρακάθ" με Ποντιακά τραγούδια και χορούς. Στην παρέα μας δεν άργησαν να μπουν και Τούρκοι που διέμεναν στο ξενοδοχείο.
Αφήσαμε την Κασταμονή και με κατεύθυνση τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας επόμενος προορισμός ήταν η Σινώπη, η πρώτη ελληνική αποικία, γενέτειρα του φιλόσοφου Διογένη του Κυνικού το άγαλμα του οποίου δεσπόζει στην είσοδο της πόλης. Συνεχίσαμε για την Αμισό (Σαμσούντα) όπου κάναμε μια στάση στην συνοικία της Αγίας Τριάδας αναζητώντας τα παλαιά ελληνικά εκπαιδευτήρια και αρχοντικά που απέμειναν. Κοντά στον πεζόδρομο βρίσκεται ένα επιβλητικό κτίριο που σήμερα χρησιμοποιείται από τον οργανισμό τουρισμού και ένα σχολείο που ήταν επίσης παλαιό ελληνικό εκπαιδευτήριο. Καθώς φωτογραφίζαμε τα κτίρια βλέπουμε κάποιον να μας πλησιάζει και να ρωτάει από που είμαστε. Όταν του λέμε ότι είμαστε από την Ελλάδα μας απαντάει στα ποντιακά «μόνον αβούτα απέμναν ας σα ελληνικά τα κτίρια» (Μόνον αυτό έμειναν από τα ελληνικά κτίρια). Ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, όπως μας είπε, στο πανεπιστήμιο της Τραπεζούντας με καταγωγή από τα χωριά του ανατολικού πόντου όπου ακόμη και σήμερα ομιλείται η ποντιακή διάλεκτος. Το άκουσμα της ποντιακής διαλέκτου σ' ένα πεζόδρομο γεμάτο κόσμο στο κέντρο της Σαμσούντας ήταν το πρώτο ευχάριστο συναισθηματικό ταρακούνημα, η πρώτη ένδειξη ότι πλησιάζουμε σε μέρη που μας καταλαβαίνουν και τους καταλαβαίνουμε.
Περνάμε από τη Θεμίσκυρα τη μυθική πρωτεύουσα της χώρας των Αμαζόνων και φθάνουμε στα Κοτύωρα, όπου στην παραλία δεσπόζει ο μητροπολιτικός ναός της Υπαπαντής του Κυρίου και δίπλα ένα δημοτικό σχολείο, παλαιό ελληνικό εκπαιδευτήριο. Με το τελεφερίκ που υπάρχει ανεβήκαμε στον λόφο πάνω από την πόλη για να δούμε από ψηλά την ελληνική συνοικία και τα ελληνικά παραδοσιακά σπίτια τα οποία σιγά σιγά εξαφανίζονται.
Επόμενος σταθμός η Κερασούντα όπου κάναμε μια στάση στην ελληνική συνοικία, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που έχει μετατραπεί σε αρχαιολογικό μουσείο. Το ελληνικό σχολείο διατηρείται και συνεχίζει να είναι εκπαιδευτήριο. Ένα καλοσυντηρημένο παλαιό ελληνικό σπίτι ανήκει σε έναν Ελβετό ο οποίος για καλή μας τύχη ήταν εκεί και το άνοιξε για να μας δείξει τα αντικείμενα που είχε μαζέψει από τα ελληνικά αρχοντικά. Παλαιοί καναπέδες, καθρέφτες, πολύφωτα, κουζινικά σκεύη, ακόμη και παλαιές φωτογραφίες μας έδωσαν μια γεύση από την ζωή των Ελλήνων της Κερασούντας.
Πλησιάζοντας στον ανατολικό Πόντο η επόμενη διανυκτέρευση ήταν στην Ματσούκα στην κοιλάδα όπου βρίσκεται η Παναγία Σουμελά. Έφθασε η στιγμή για το μεγάλο προσκύνημα και με μικρά λεωφορεία τα γνωστά "Ντολμούς" ανεβήκαμε στο μοναστήρι. Σταματήσαμε στο πρώτο ξέφωτο από όπου μέσα από την ομίχλη ξεπρόβαλε με όλη του την μεγαλοπρέπεια το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Φθάσαμε στον προορισμό μας διασχίζοντας ένα μονοπάτι έχοντας μπροστά τον Αχιλλέα να τραγουδά τραγούδια αφιερωμένα στην Παναγία. Σε κάποιον σημείο του μονοπατιού ήταν ένας Τούρκος που έπαιζε και αυτός λύρα και τότε τα ακούσματα μας ενώθηκαν. Έπαιζε λύρα ο Τούρκος και τραγουδούσε ο Αχιλλέας. Φθάσαμε στο προαύλιο χώρο του μοναστηριού που γίνονται έργα αποκατάστασης. Ανάψαμε ένα κεράκι που φέραμε από την πατρίδα και κάναμε το προσκύνημα αντικρίζοντας με δέος το μοναστήρι που υψώνονταν μπροστά μας στο όρος Μελά. Για την επιστροφή άλλοι προτίμησαν πάλι τα "Ντολμούς" εμείς όμως δεν θέλαμε να αποχωριστούμε τον χώρο και ακολουθήσαμε το μικρό μονοπατάκι που υπάρχει βλέποντας από μακριά το μοναστήρι και ακούγοντας τον κελαρυστό ήχο του νερού από το ποτάμι που αποτελεί την θαυματουργή φυσική ύδρευση του μοναστηρίου καθώς οι κτήτορές του, μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, το είδαν να αναβλύζει από τους απόκρημνους γρανιτένιους βράχους.
Αφήσαμε την Παναγία Σουμελά έχοντας εκπληρώσει την μισή αποστολή του προσκυνήματος και είχε απομείνει να επισκεφτούμε τα χωριά των παππούδων μας. Επόμενος προορισμός η Αργυρούπολη και η παλαιά πόλη όπου βρίσκεται το Φροντιστήριο, το Παρθεναγωγείο και οι εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Γεωργίου. Συγκίνηση, ρίγος αλλά και απογοήτευση για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κτίσματα, έτοιμα να καταρρεύσουν. Η συγκίνηση η δίκη μου ήταν μεγαλύτερη γιατί βρισκόμουν μόλις 17 χιλιόμετρα από το χωριό του παππού μου. Μόλις τελείωσε η περιήγηση στην παλαιά πόλη της Αργυρούπολης ζήτησα από τον οδηγό του Ντολμούς να μας πάει στο χωριό μας την Χάκαξα όπως το έλεγαν τότε, Ακτουτάν όπως λέγεται σήμερα ή Χάεξα όπως το ξέρουν οι Τούρκοι παλιοί κάτοικοι της περιοχής.
Όσο πλησιάζαμε σε υψόμετρο περίπου 800 μέτρων το τοπίο ήταν όπως μας το είχε περιγράψει ο παππούς. Πλούσια βλάστηση πολλές φουντουκιές, λεφτοκάρια όπως λέγονται στα Ποντιακά και πολλά ζώα. Το χωριό μας είχε πολλούς οικισμούς με τον δικό μας να είναι από τους πρώτους στην είσοδο του χωριού ο οικισμός των Κυραφέντων. Σταματήσαμε στην είσοδο του χωριού κάτω από την πινακίδα που μας καλωσόριζε στην Χάκαξα. Κατέβηκα και έστρεψα το βλέμμα μου σε όλο το χωριό προσπαθώντας να δω με τα μάτια του χρόνου πως ήταν 100 χρόνια πριν. Υπάρχουν μόνο κάτι χαλάσματα αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη το δημοτικό σχολείο του χωριού που ήταν σε καλή κατάσταση ανακαινίσθηκε πρόσφατα και έγινε ξενώνας για ξένους επισκέπτες. Από μακριά όμως φαίνονται τα χαλάσματα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και από δυο ακόμη παρεκκλήσια.
Οι κάτοικοι παρόλο που υπήρχε το εμπόδιο της γλώσσας ήταν φιλόξενοι και μας είπαν ότι εκτός από το σχολείο δεν σώζεται κάτι από εκείνη την περίοδο. Βέβαια υπήρχε η συνήθεια οι Τούρκοι που εγκαταστάθηκαν εκεί να σκάβουν και να καταστρέφουν τα σπίτια για να βρουν κρυμμένους θησαυρούς. Και μια από την ερώτηση που δεχθήκαμε ήταν αν ήρθαμε να ψάξουμε για κρυμμένες περιουσίες. Μείναμε περισσότερο από δυο ώρες και έπρεπε να επιστρέψουμε στην Αργυρούπολη. Τότε ήρθε η μεγαλύτερη έκπληξη. Ο οδηγός μας με συνεννόηση μέσω μετάφρασης google στο κινητό μας είπε «είστε καλοί άνθρωποι και έχετε δίκαιο». Μείναμε άφωνοι λες και αυτά τα λόγια να ήταν κατά κάποιο τρόπο μια συγγνώμη για τα δεινά των παππούδων μας που χρόνια περιμένουμε αλλά δεν ήρθε ποτέ.
Η επιστροφή ήταν με ανάμεικτα συναισθήματα. Ικανοποίηση γιατί εκπληρώθηκε το τάμα του παππού για επίσκεψη και προσκύνημα στα πάτρια εδάφη αλλά και αγανάκτηση γιατί συστηματικά γίνεται προσπάθεια να εξαφανισθεί ότι έχει σχέση με την παρουσία των Ποντίων στην περιοχή. Την επομένη αποφασίσαμε να επισκεφτούμε και τα χωριά της γιαγιάς και του άλλου παππού στην περιοχή του Καρς. Έπρεπε να διανύσουμε μέσα σε μια ημέρα 1200 χιλιόμετρα αλλά η απόσταση μπροστά στο προσκύνημα δεν ήταν κανένα εμπόδιο.
Ξεκινήσαμε πρωί πρωί περνώντας από φανταστικά μέρη γεμάτο πράσινο και την ομίχλη να απλώνεται πάνω μας και με λοφίσκους πάνω στους οποίους να εναλλάσσονται υπέροχα χρώματα, πράσινα, ροζ και κόκκινα λόγω των μεταλλευμάτων που περιέχουν δημιουργώντας ένα σεληνιακό τοπίο. Φτάσαμε πρώτα στο Παντζαρότ το χωριό της Δέσποινας που ήταν μαζί μας που έψαχνε φοβερά συγκινημένη το σπίτι του παππού της, βρίσκοντας μόνο τα χαλάσματα. Συνεχίσαμε το ταξίδι στο βορρά φθάνοντας κοντά στα σύνορα με την Γεωργία με κατεύθυνση το χωριό Χανάκ στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι παππούδες μας φεύγοντας από τα χωριά της Αργυρούπολης γιατί δεν υπήρχαν πλέον μεταλλεύματα στα ορυχεία και άρχισαν οι διωγμοί από τους Τούρκους.
Σήμερα στη Χανάκ, που είναι κωμόπολη, βρήκαμε μόνο χαλάσματα και σώζεται μόνον ο πέτρινος περίβολος της εκκλησίας η οποία έγινε τζαμί. Και εδώ η κλασική ερώτηση από τους Τούρκους που μας συνάντησαν. Ήρθατε για τους κρυμμένους θησαυρούς σας; «Ναι» θέλαμε να τους απαντήσουμε, «μόνο που ο θησαυρός αυτός δεν μετριέται με κρυμμένες λίρες και χρυσαφικά αλλά με αναμνήσεις και συναισθήματα που κρύβουμε μέσα μας περισσότερο από εκατό χρόνια που όσο και να σκάψει κανείς δεν πρόκειται να τα βρει και να τα πάρει».
Επιστρέψαμε στην πόλη του Καρς όπου δίπλα βρίσκεται ένα ακόμη χωριό παππούδων μας, το Βεζίνκιοϊ. Ένα χωριό αγροτικό και κτηνοτροφικό με τα παλιά σπίτια να βρίσκονται όπως τα περιέγραφαν οι παππούδες, με χωμάτινες σκεπές για μόνωση τον χειμώνα και κτισμένα με πέτρες. Πολλά διατηρούνται ακόμη και βλέπει κανείς πάνω στα παλιά σπίτια μια δορυφορική κεραία που σημαίνει ότι κατοικούνται ενώ ψηλά στο λόφο βρίσκεται το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία να αντέχει στο χρόνο και να θυμίζει μια εποχή μακρινή αλλά όχι και αλησμόνητη. Αρχίζει να βραδιάζει και περνούμε το δρόμο της επιστροφής για την Τραπεζούντα διασχίζοντας χωριά και οροπέδια με Παρχάρια (τα θερινά βοσκοτόπια των Ποντίων) βλέποντας ένα τρόπο ζωής παρόμοιο με αυτόν που μας περιέγραφαν οι παππούδες μας. Άλλωστε πολλοί κάτοικοι αυτών των χωριών εκτός από την διατήρηση της Ποντιακής διαλέκτου, των Ποντιακών χορών και της λύρας που στον ανατολικό Πόντο είναι το εθνικό τους όργανο αλλά και τα φαγητά που θυμίζουν Ποντιακή κουζίνα, διατηρούν συνήθειες ίδιες με αυτές των προγόνων μας πριν από δεκάδες χρόνια.
Κάνουμε τον τελευταίο περίπατο στην Τραπεζούντα στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας που θα την μετατρέψουν δυστυχώς σε τζαμί, στο φροντιστήριο που παραμένει εκπαιδευτικό ίδρυμα, στη βίλα του Έλληνα τραπεζίτη Καπαγιαννίδη στο ναό του Αγίου Ευγενίου του πολιούχου της Τραπεζούντας και στο μνημείο της Γκιουλμπαχάρ. Στην κεντρική πλατεία δυο ηλικιωμένοι ακούν που μιλάμε ελληνικά μας πλησιάζουν και μας λένε στα Ποντιακά «μη τρώτε αδακά ακριβά έν» (Μην τρώτε εδώ ακριβά είναι). Αρχίζουμε μια συζήτηση για το ποσό ακριβή είναι η ζωή για τους ντόπιους πως ζουν στα χωριά του Πόντου και ζητούν να μάθουν πως είναι η ζωή στην Ελλάδα με την κρίση. Μας λένε ακόμη πως στα χωριά όλοι μιλούν Ποντιακά ακόμη και τα μικρά παιδιά και τα τουρκικά τα χρησιμοποιούν μόνο για τις συναλλαγές με τις δημόσιες υπηρεσίες.
Όσον αφορά την λύρα και τους χορούς αυτά τα συναντάς παντού. Επισκεφθήκαμε ένα εργοστάσιο τσαγιού στα Σούρμενα που είναι η βασική παραγωγή στην περιοχή. Στο προαύλιο υπήρχε μια τεράστια λύρα και όταν αρχίσαμε να χορεύουμε πολλοί εργαζόμενοι βγήκαν έξω και άρχισαν να χορεύουν μαζί μας. Με αυτά τα συναισθήματα και αυτές τις παραστάσεις να έχουν χαραχθεί βαθιά μέσα μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής και όπως μας είπε ο Αχιλλέας να ξέρετε ό,τι είδατε δεν θα τα ξεχάσετε ποτέ και θα θελήσετε να επιστρέψετε και πάλι. Άλλωστε πάντα θα θυμάστε «το βουητό τη Παναγίας το ποτάμ», το βουητό από τα νερά του ποταμού της Παναγίας Σουμελά. Και είχε πολύ δίκαιο.
Πηγή: The TOC