Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Πολιτικές αναγνωρίσεις Γενοκτονιών avant la lettre: Μερικά σχόλια με αφορμή την ανακοίνωση του Προέδρου Biden

Πολιτικές αναγνωρίσεις Γενοκτονιών avant la lettre: Μερικά σχόλια με αφορμή την ανακοίνωση του Προέδρου Biden
Πολιτικές αναγνωρίσεις Γενοκτονιών avant la lettre: Μερικά σχόλια με αφορμή την ανακοίνωση του Προέδρου Biden

γράφει ο Δημήτριος Α. Κούρτης *

Σε μία προαναγγελθείσα εδώ και αρκετές ημέρες κίνηση υψηλού συμβολισμού, χθες –ανήμερα της Ημέρας Μνήμης των Θυμάτων της Γενοκτονίας των Αρμενίων (24 Απριλίου)– ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών προέβη σε μια προσεκτικά διατυπωμένη ανακοίνωση, η οποία αναφέρεται οριστικά στα γεγονότα του 1915 χρησιμοποιώντας τον όρο «γενοκτονία». Με αυτόν τον τρόπο κλείνει ένας μεγάλος κύκλος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ήδη στα 1951 ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης και στο πλαίσιο υπομνήματος που είχαν υποβάλει σχετικά με τον αν είναι νομικά επιτρεπτές οι επιφυλάξεις στη Σύμβαση για την Πρόληψη και την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας [ΣΠΚΕΓ] (1948), οι ΗΠΑ (τότε υπό την προεδρία Truman) είχαν αναφερθεί στις «Τουρκικές σφαγές των Αρμενίων […] ως παραδειγματικές περιπτώσεις του εγκλήματος της γενοκτονίας». Αργότερα, με τη διακήρυξη 4838/1981, ο Πρόεδρος Reagan μιλώντας για το Ολοκαύτωμα είχε, επίσης, αναφερθεί τις σφαγές και διώξεις των αρμενικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιώντας τον όρο «γενοκτονία». Τέλος, το 2019 τόσο η Βουλή των Αντιπροσώπων (απόφαση 296/29-10-2019) όσο και η Γερουσία των ΗΠΑ (ψήφισμα 150/12-12-2019) είχαν προβεί σε ανάλογες διατυπώσεις αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Η όλη προσπάθεια εντάσσεται στη γενικότερη αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας, χωρίς ασφαλώς να κλείνει τα μάτια στην προφανή γεωπολιτική, στρατηγική, αλλά και διπλωματική σημασία της γείτονος. Ωστόσο, μέσα από ζυγισμένες κινήσεις, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ επιδιώκει την ένταξη ζητημάτων που αφορούν την ιστορική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ατζέντα των διμερών σχέσεων. Πέραν, λοιπόν, της προφανούς πολιτικής σημασίας αυτών των διακηρύξεων, ενδιαφέρον θα είχε να εξετάσουμε και την ενδεχόμενη σημασία τους υπό το φως του διεθνούς δικαίου. Όπως είναι γνωστό, οι γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έλαβαν χώρα στις αρχές του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία ούτε ο όρος «γενοκτονία» είχε δημιουργηθεί ούτε η ΣΠΚΕΓ είχε υιοθετηθεί. Το νομικό ζήτημα που προκύπτει είναι εάν οι εν λόγω θηριωδίες μπορούν να χαρακτηριστούν γενοκτονίες κατά το διεθνές δίκαιο, δεδομένου ότι η ΣΠΚΕΓ υιοθετήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1948 και ξεκίνησε να ισχύει στις 12 Ιανουαρίου 1951, δηλαδή πάνω από τριάντα χρόνια μετά την τέλεση των επίμαχων εγκλημάτων. Η σχετική προβληματική αποδίδεται μέσω του χαρακτηρισμού αυτών των γενοκτονικών θηριωδιών ως «γενοκτονιών avant la lettre», δηλαδή προ-συμβατικών (πριν την έναρξη ισχύος της ΣΠΚΕΓ) γενοκτονιών.

Εξάλλου, οι εν λόγω γενοκτονίες δεν μπορούν να τύχουν δικαιοδοτικής διάγνωσης από κάποιο διεθνές δικαστήριο, δεδομένων των χρονικών περιορισμών στη δικαιοδοσία των υφιστάμενων διεθνών δικαστικών θεσμών. Για τούτο και τα τρίτα κράτη που αναγνωρίζουν την ιστορική αλήθεια της τετελεσμένης θηριωδίας προβαίνουν σε αναγνωρίσεις των σφαγών και διώξεων ως γενοκτονιών, λειτουργώντας κατά κάποιο τρόπο αναπληρωματικά. Πρακτικά, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν προς τον σκοπό αυτό δύο φόρμουλες· η «γαλλική φόρμουλα», σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση επιχειρείται μέσω της υιοθέτησης ενός δεσμευτικού τυπικού νόμου (πρβλ. τον γαλλικό Νόμο 2001-70 για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων) και η «γερμανική φόρμουλα», όπου η αναγνώριση πραγματοποιείται με ψήφισμα του εθνικού κοινοβουλίου που δεν ενδύεται τη μορφή του τυπικού νόμου και άρα δεν έχει με στενή έννοια νομική δεσμευτικότητα για τα όργανα του κράτους. Σε αρκετές περιπτώσεις, ανεξάρτητα από τη φόρμουλα που επιλέγεται, ακολουθεί ή προηγείται, επίσης, μια επίσημη πολιτική ανακοίνωση από τον αρχηγό του κράτους ή της κυβέρνησης της αναγνωρίζουσας χώρας. Αυτές οι διακηρύξεις που δεν έχουν στενά νοούμενη νομική δεσμευτικότητα αναφέρονται ως «πράξεις πολιτικής αναγνώρισης». Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα έχει επιλέξει την οδό της ψήφισης τυπικού νόμου τόσο για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Ευξείνου Πόντου (Νόμος 2193/1994) και της Μικράς Ασίας (Νόμος 2645/1998) όσο και για τη γενοκτονία των Αρμενίων (Νόμος 2397/1996).

Η αμερικανική διακήρυξη της 24ης Απριλίου 2021, αν και ακολουθεί τη γερμανική φόρμουλα της μονομερούς πολιτικής αναγνώρισης  και παρουσιάζει κοινά στοιχεία με την αντίστοιχη πορτογαλική (2019) (αναφορές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το παλαιότερο τοπωνύμιο «Κωνσταντινούπολη»), εμφανίζει ορισμένα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Εν πρώτοις, συνδέει την αναγνώριση ευθέως με την υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό τη μη επανάληψη του εγκλήματος της γενοκτονίας και τον σεβασμό της ιστορικής αλήθειας, αλλά και της μνήμης των θυμάτων. Εν δευτέροις, αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στη σύγχρονη Τουρκία και τις ευθύνες της για τις εν λόγω θηριωδίες. Η πρώτη διαπίστωση έχει αρκετή σημασία για τη νομική αξιολόγηση της πράξης, καθώς φαίνεται να περιορίζει το εύρος της αναγνώρισης, όχι φυσικά αναφορικά με το ιστορικό της πλαίσιο, αλλά σχετικά με τις πιθανές νομικές της συνέπειες (γεγονός στο οποίο θα επανέλθουμε καταληκτικά). Η δεύτερη διαπίστωση εγείρει προβληματισμό και σε διεθνο-πολιτικό και σε διεθνο-δικαιικό επίπεδο.

Η παράλειψη αναφοράς στις ευθύνες της σύγχρονης Τουρκίας δεν είναι σπάνια κατά τη χορήγηση πολιτικών αναγνωρίσεων. Για παράδειγμαμ η πορτογαλική αναγνώριση (2019) και η ολλανδική (2018/2021) δεν προβαίνουν σε ανάλογες επισημάνσεις, αναφερόμενες μόνον στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως θέατρο της θηριωδίας και ως δρώντα που εκτέλεσε αυτήν. Στη διεθνή νομολογία (Υπόθεση του Οθωμανικού Δημόσιο Χρέους 1925, Υπόθεση των Φάρων 1956), αλλά και στη θεωρία επικρατεί σχετική ομοφωνία ότι η Τουρκία αποτελεί διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επομένως, η πολιτική επιλογή της μη αναφοράς της Τουρκίας ενδεχομένως να μη δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα, πέραν ασφαλώς του σοβαρότατου πολιτικού συμβολισμού. Μολαταύτα, η αναγκαιότητα συμπερίληψης μιας τέτοιας ρητής αναφοράς γίνεται, κατά τη γνώμη του συντάκτη του παρόντος, προφανής, εάν εξετάσουμε τα όσα υποστηρίζει η σύγχρονη θεωρία για τη νομική ευθύνη της Τουρκίας, ακόμη κι αν ξεπεραστεί ο σκόπελος της μη αναδρομικής ισχύος της ΣΠΚΕΓ.

Σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία, η εφαρμογή των κανόνων για τη διεθνή ευθύνη των κρατών από πράξεις που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο έναντι της Τουρκίας με αναφορά τις γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της στις αρχές του 20ου αιώνα προσκρούει και στο ασαφές νομικό καθεστώς των εν λόγω εγκλημάτων υπό το διεθνές δίκαιο της εποχής, αλλά και στο γεγονός ότι η αρχική παρανομία δεν είναι δεδομένο ότι συνεχίζεται (νομικά, πάντοτε) ακόμη και σήμερα, εκατό και πλέον έτη μετά την επιτέλεση της θηριωδίας. Στις απόψεις αυτές αντιτείνεται κατ’ αρχάς ότι ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την ένταξη των εν λόγω πράξεων στον κύκλο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, από τα οποία η ΣΠΚΕΓ –υπό το βάρος της εμπειρίας του Ολοκαυτώματος– απέκοψε και ρύθμισε ειδικά και επώνυμα τη γενοκτονία το 1948.  Περαιτέρω, αναφορικά με το ζήτημα της εξακολούθησης της ευθύνης, μπορεί να προταθεί η επίμονη άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει την ελεύθερη επιστημονική συζήτηση για το εν λόγω ζήτημα, σε συνδυασμό με τα συνεχιζόμενα μέτρα πολιτισμικής καταπίεσης και υφαρπαγής της πολιτιστικής κληρονομίας των γενοκτονημένων κοινοτήτων. Όπως ο συντάκτης έχει προτείνει και αλλού, αυτά τα μέτρα εντάσσονται στο στάδιο ουσιαστικής αποπεράτωσης της γενοκτονίας και λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος της ΣΠΚΕΓ, ώστε, κι αν δεν καλύπτονται απ’ αυτή, να εντάσσονται πάντως στο πεδίο του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του οποίου επίσης η το δίκαιο της γενοκτονίας αποτελεί τμήμα. Πάντως, δεδομένης της διχογνωμίας είναι σκόπιμο οι πράξεις αναγνώρισης να προβαίνουν και στον σχετικό καταλογισμό των ευθυνών που αναλογούν στη σύγχρονη Τουρκία.

Ολοκληρώνοντας, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε και στο ακανθώδες ζήτημα του επίδικου του αγώνα αναγνώρισης των γενοκτονιών των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, από την αρμενική πλευρά σε αρκετές περιπτώσεις διατυπώνονται μια σειρά από προτάσεις επανόρθωσης, οι οποίες περιλαμβάνουν (πέρα από τις επίσημες απολογίες) χρηματικές επανορθώσεις, απόδοση πολιτιστικών θησαυρών, αλλά και μια sui generis επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, μέσω εδαφικών εκχωρήσεων/μεταβολών. Χωρίς να κρίνει κανείς επί της ουσίας τις εν λόγω αξιώσεις, πρέπει να σημειώσουμε ότι μια τέτοια εκτεταμένη ατζέντα διεκδικήσεων καθιστά μάλλον απίθανη την προοπτική αναγνώρισης/ανάληψης ευθύνης εκ μέρους της Τουρκίας, ενώ ταυτόχρονα αποθαρρύνει ενδεχόμενα και κράτη που βλέπουν με συμπάθεια και σεβασμό το αίτημα για αναγνώριση της γενοκτονίας από το να προβούν σε αυτή. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία του διεθνούς δικαίου, μάλιστα, αρκετοί θεωρητικοί επισημαίνουν ότι η γείωση των σχετικών αιτημάτων στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην απαίτηση για ιστορική δικαιοσύνη μέσω της αναγνώρισης είναι ίσως η πιο εδαφική επιλογή. Στο σημείο αυτό, είναι κομβική και η προτεραιοποίηση που θα ενεργήσουν οι ίδιες οι ενδιαφερόμενες κοινότητες των απογόνων των γενοκτονημένων πληθυσμών. Σε επίπεδο καταστατικών επιλογών, ίσως είναι αναγκαίο να προβληθεί η αναγνώριση της γενοκτονίας per se ως η ζητούμενη έννομη θεραπεία με άξονες αναφοράς την εγγύηση μη επανάληψης ανάλογων φρικαλεοτήτων και την απαίτηση για σεβασμό τόσο της μνήμης των θυμάτων όσο και του δικαιώματος των απογόνων τους να μάθουν την αλήθεια για την τύχη των μελών της απώτερης οικογένειάς τους.

* Ο Δημήτριος Α. Κούρτης είναι υποψήφιος διδάκτωρ διεθνούς δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και Ερευνητικός Συνεργάτης της Νομικής Σχολής του Παν. Λευκωσίας.