Γενοκτονία των Ποντίων: Προσδοκίες για ευρύτερη αναγνώριση μετά και τις τελευταίες εξελίξεις |
του Θεοδόση Κυριακίδη*
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η μνήμη έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα καίριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ταυτότητας και δραστηριότητας.
Όπως σημειώνει ο Ζακ Λε Γκοφ μάλιστα η μνήμη και η αναζήτηση της ταυτότητας «συνιστά μιαν από τις θεμελιώδεις δραστηριότητες των ατόμων και των κοινωνιών του σήμερα»1. Το ζήτημα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου πέρασε από διάφορες φάσεις στην Ελλάδα.
Με πολύ κόπο οι πρόσφυγες και αργότερα οι προσφυγικές οργανώσεις κατάφεραν να το αναδείξουν τόσο ιστοριογραφικά όσο και στη δημόσια σφαίρα. Μετά την μεταπολίτευση οι συνθήκες υπήρξαν ευνοϊκές για την ανάπτυξη του καθώς από τη μια πλευρά οι πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς απέκτησαν κοινωνική καταξίωση και οικονομική ευμάρεια, ενώ από την άλλη μετά τη δικτατορία άρχισε να δημιουργείται σταδιακά κατάλληλος κοινωνικός και πολιτικός παρεμβατικός χώρος για μαζική συμμετοχή λαϊκών στρωμάτων στη δημόσια σφαίρα.
Άπειρες όπως ήταν σε τέτοια ζητήματα οι συλλογικές οργανώσεις έθεσαν αρχικά το ζήτημα με έναν πρωτόγονο τρόπο και αντίστοιχες υπήρξαν οι αντιδράσεις. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, συστηματική ερευνητική εργασία, κατάλληλος ακτιβισμός ώστε να αρχίσουν να εμφανίζονται αποτελέσματα σε αυτόν τον αγώνα για την αναγνώριση του εγκλήματος από τη διεθνή κοινότητα. Το Ψήφισμα της Ένωσης Ακαδημαϊκών για τις Γενοκτονίες το 2007 (International Association of Genocide Scholars, IAGS) και η σταδιακή ιστοριογραφική στροφή προς την κατανόηση της Γενοκτονίας που πραγματοποίησαν οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί ως μια ενιαία προσπάθεια εξολόθρευσης όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθορίζεται ως ένα σημείο καμπής τόσο στο ζήτημα της ιστοριογραφίας όσο και στο ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης.
Η φετινή ηχηρή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν προκαλεί σχεδόν αντανακλαστικά την σκέψη για το μέλλον αντίστοιχα της περίπτωσης των Ελλήνων του Πόντου αλλά και των υπολοίπων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Αν. Θράκης. Θα τύχει άραγε παρόμοιας αναγνώρισης;
Αρχικά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι οργανώσεις της αρμενικής διασποράς επιδίδονται συστηματικά σε αυτόν τον αγώνα για πάνω μια πεντηκονταετία. Παράλληλα εκατομμυριούχοι Αρμένιοι έχουν χρηματοδοτήσει συστηματικά αρμενικές έδρες Σπουδών (με έμφαση στη Γενοκτονία) στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου και ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. Επιπλέον, έμπειρες ακτιβιστικές οργανώσεις ασκούν συστηματικά τις απαραίτητες πολιτικές πιέσεις.
Είναι γεγονός πως οι ποντιακές οργανώσεις, με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό έχουν ωριμάσει και αντιλαμβάνονται ότι για την επιτυχία του συγκεκριμένου σκοπού, της διεθνούς δηλαδή αναγνώρισης της Γενοκτονίας, χρειάζεται σύμπραξη ερευνητικών και ακτιβιστικών κέντρων, καθώς και πολιτική βούληση. Αυτή η τελευταία, η πολιτική βούληση και η κατανόηση ότι η ένταξη του ζητήματος στην ατζέντα των διμερών αλλά και διεθνών σχέσεων της Ελλάδας συνιστά μια ανάγκη, θα δώσει ίσως στο μέλλον ουσιαστικότερα αποτελέσματα.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξαν τα τελευταία χρόνια θετικές εξελίξεις στον επιστημονικό τομέα καθώς με την δημιουργία της Έδρας Ποντιακών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 2017 και στη συνέχεια το 2019 του Κέντρου Ποντιακών Ερευνών δόθηκε η δυνατότητα να εντατικοποιηθεί η έρευνα γύρω από το ζήτημα και να αναπτυχθούν διάφορες διεθνείς συνεργασίες. Παράλληλα έχει ήδη συγκεντρωθεί σημαντικό αρχειακό υλικό και έχει δημιουργηθεί μια καλή βιβλιοθήκη διαθέσιμη στους φοιτητές, ερευνητές και ειδικούς επιστήμονες.
Το γεγονός όμως ότι η συγκεκριμένη Έδρα δεν προήλθε από πολιτική βούληση, αλλά από ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς και το γεγονός ότι με τη συγκεκριμένη μορφή καθίσταται αδύνατη η υποστήριξη μεταπτυχιακών και διδακτορικών διατριβών δεν αίρει τον προβληματισμό για το μέλλον των συγκεκριμένων ερευνών. Μια κρατική πρωτοβουλία δημιουργίας αντίστοιχων εδρών, οι οποίες θα μπορούν να αναθέτουν και να αναλαμβάνουν την εποπτεία διδακτορικών διατριβών κρίνεται απαραίτητη και αναγκαία.
Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τόσο πολιτικά, όσο και επιστημονικά το ζήτημα έχει ωριμάσει σε σημαντικό βαθμό με συνέπεια να θεωρούμε ότι σύντομα στο μέλλον θα προκύψουν σημαντικά αποτελέσματα.
* O Θεοδόσης Κυριακίδης είναι Δρ. Ιστορίας, Επιστ. Συνεργάτης Έδρας Ποντιακών Σπουδών Α.Π.Θ.
Παραπομπές
1. Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και Μνήμη, Αθήνα 1998, 143.
Πηγή: Liberal