Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Η ξεχασμένη ιστορία των εξισλαμισμένων Ελλήνων

Η ξεχασμένη ιστορία των εξισλαμισμένων Ελλήνων
Η ξεχασμένη ιστορία των εξισλαμισμένων Ελλήνων

Όταν έμαθε το κρυμμένο οικογενειακό μυστικό, ο Μερτ Καγιά ασχολούνταν ήδη με τη μελέτη των εθνικών μειονοτήτων σε Οθωμανική Αυτοκρατορία και Τουρκία. Το ξετύλιγμα της ιστορίας και της ταυτότητας της οικογένειάς του, εκτός από τη ζωή του, επηρέασε και την ακαδημαϊκή του πορεία. Αλώστε, δεν είναι ό,τι πιο σύνηθες να γεννιέσαι και να μεγαλώνεις ως Τούρκος και στη συνέχεια να μαθαίνεις ότι είσαι… Έλληνας. Κατά τη μεταπτυχιακή του διατριβή, ο 31χρονος σήμερα κοινωνιολόγος και υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Χατζέτεπετης Άγκυρας, ασχολήθηκε με τον εξισλαμισμό των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Το βιβλίο του, «Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1919-1925 – Μια μελέτη μνήμης» (εκδόσεις Κυριακίδη), συνιστά μία μορφή της μεταπτυχιακής του εργασίας.

«Κανείς δεν μιλούσε για αυτό»

«Όταν έμαθα ότι ο προπάππους μου χωρίστηκε από την οικογένειά του πάνω από 40 χρόνια, αποφάσισα να βρω κι άλλες οικογένειες με παρόμοια βιώματα, να καταγράψω τις ιστορίες τους και να γεμίσω τα κενά της τουρκικής ιστορίας. Την περίοδο της ανταλλαγής πληθυσμών, οι συγγενείς μου αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Κάποιοι δεν τα κατάφεραν. Πολλές οικογένειες χωρίστηκαν και κανείς δεν μιλούσε για αυτό» υπογραμμίζει στο «Βήμα» ο κ. Καγιά. Δύο χρόνια μετά την καταστροφή της Σμύρνης και τον βίαιο ξεριζωμό των Ελλήνων, οι πρόγονοί του βίωσαν τον οικογενειακό αποχωρισμό. Ο εκ μητρός προπάππους του, με καταγωγή από την Αμάσεια του Πόντου, παρέμεινε στην Τουρκία, ενώ η μητέρα και ο αδελφός του έφυγαν για την Ελλάδα. Ο προπάππους του υιοθετήθηκε από κουρδική οικογένεια, εξισλαμίστηκε και μετονομάστηκε σε Ισαάκ Τερέτσε.

Όντας κοινωνιολόγος, ο κ. Καγιά αναγνωρίζει την τεχνητή και μεταβαλλόμενη υπόσταση των ταυτοτήτων, ξεχωρίζοντας ωστόσο πώς συντελείται μια αλλαγή: «Το να είσαι μουσουλμάνος δεν είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι πώς γίνεσαι και ποιος σε κάνει μουσουλμάνο. Η διαδικασία του εξισλαμισμού και πώς οι οικογένειες και ιδιαίτερα τα εγγόνια αντιμετώπισαν τις ιστορίες αυτές έχει κυρίαρχο ρόλο στο βιβλίο». Για τον ίδιο, οι άνθρωποι μπορούν να αλλάζουν το θρήσκευμά τους. «Όμως τι συμβαίνει αν κάποιος ή το σύστημα σε αναγκάσει να αλλάξεις την ταυτότητά σου;» διερωτάται.

Πώς ζούσαν οι Έλληνες που έγιναν μουσουλμάνοι

Αναπόφευκτα, προκύπτει το ερώτημα πώς έζησαν και τι βίωσαν οι Έλληνες που εξισλαμίστηκαν και παρέμειναν στην Τουρκία, όπως συνέβη με τον προπάππου του. Ο ένας τρόπος ήταν η σιωπή, σύμφωνα με τον συγγραφέα. «Γενικά έκρυβαν τις ιστορίες τους και δεν μίλαγαν. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να πείσουν ότι είναι πραγματικοί μουσουλμάνοι. Στην περίοδο της ανταλλαγής των πληθυσμών, οι πόλεις ήταν μικρές και οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Αν ήσουν ορφανός από άλλη θρησκεία ή κορίτσι από διαφορετική εθνικότητα, ήξεραν την ιστορία σου. Έπρεπε να τους κάνεις να πιστέψουν ότι ήσουν πραγματικός μουσουλμάνος και ότι οικειοθελώς παρέμεινες στην Τουρκία» τονίζει.

«Μετά τον εξισλαμισμό τους», αναφέρει, «οι Έλληνες που συνάντησα σταμάτησαν να μιλούν για το παρελθόν τους. Συμπεριφέρονταν σαν πραγματικοί μουσουλμάνοι και εν καιρώ άρχισαν να μισούν την καταγωγή τους. Δεν γνωρίζουμε τι είχαν στην καρδιά τους αλλά ήταν σιωπηλοί και ήταν φανατικοί Τούρκοι και μουσουλμάνοι. Ήταν ένας τρόπος να επιβιώσουν». Και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να επιβιώσουν, καθώς όπως περιγράφει ο συγγραφέας οι τουρκικές αρχές τους είχαν στοχοποιημένους; «Οτιδήποτε συνέβαινε σε περιοχές που έμειναν εξισλαμισμένοι Έλληνες, το φόρτωναν σε αυτούς. Οι αρχές έλεγαν ότι το είχαν κάνει αυτοί, οι «ντονμέ» ή «γκιαούρηδες», όπως τους αποκαλούσαν» μας λέει. «Ντονμέ», σημαίνει άνθρωποι που αλλαξοπίστησαν και είναι βρισιά.

«Ο προπάππους μου θα μας ήθελε μαζί»

Τα ελληνόπουλα που παρέμειναν στην Τουρκία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών είτε πήγαιναν ως υπηρέτες στα τουρκικά σπίτια είτε δούλεψαν από μικρά σε χαμαλοδουλειές, αλλάζοντας όνομα και πίστη. «Οι άνθρωποι μπορούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά και να τα στείλουν στην Ελλάδα, αλλά δεν το έκαναν. Αυτό ήταν ένα είδος κουλτούρας. Ίσως φοβήθηκαν, επειδή το να κρύβεις Έλληνες ήταν απαγορευμένο. Στο Ισλάμ το να κάνεις κάποιον μουσουλμάνο είναι σημαντικό.  Επίσης το να βοηθάς ένα ορφανό παιδί σπουδαίο. Δεν ανιχνεύω την καλή θέληση ή την έλλειψη θέλησης, αλλά το να κρύβουν τα παιδιά είχε γίνει μια κουλτούρα τύπου κοινωνικών υπηρεσιών» υπογραμμίζει ο κ. Καγιά.

Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στους εν Ελλάδι συγγενείς του. «Υποσχέθηκα», προσθέτει, «στους συγγενείς μου που ζουν στην Ελλάδα ότι δεν θα είμαστε χωρισμένοι πια. Είμαστε πάντα σε επαφή και θα είμαστε. Είμαι σίγουρος ότι ο προπάππους μου θα μας ήθελε μαζί και πιστεύω ότι για αυτό είναι περήφανος για εμένα».

Αποκατάσταση της αλήθειας

Το βιβλίο του Μερτ Καγιά εκτός από φόρο τιμής στη μνήμη του προπάππου του, αποτελεί ένα ακαδημαϊκό εγχειρίδιο που καλύπτει το κενό στη σχετική βιβλιογραφία. «Κάποιοι καθηγητές δεν πίστευαν στο θέμα γιατί δεν πίστευαν ότι υπήρχαν Έλληνες που έμειναν μετά την περίοδο της ανταλλαγής. Πίστευαν ότι όλοι είχαν φύγει» αναφέρει. Το βιβλίο του Μερτ Καγιά «Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1919-1925 – Μια μελέτη μνήμης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κυριακίδη.

«Να σεβαστούμε ο ένας τις πληγές του άλλου»

Ζώντας με… ελληνοτουρκική ταυτότητα, ο κ. Καγιά νιώθει διαφορετικός και δεν κρύβει την ιστορία της οικογένειάς του. «Είναι η πραγματικότητά μου. Δεν επιλέγουμε τις ζωές μας. Αυτό δείχνει το ότι να είσαι εθνικιστής είναι ανόητο. Μπορώ να είμαι Έλληνας, Τούρκος ή κάτι άλλο. Νιώθω σαν γέφυρα. Έχω ελληνική καταγωγή, μεγάλωσα στην Τουρκία με τουρκική κουλτούρα, η οποία δεν είναι τόσο διαφορετική από την ελληνική κουλτούρα» τονίζει. Εκτιμά, δε, ότι οι εκατέρωθεν κοινωνίες πολιτών σε Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να φέρουν τις δύο χώρες πιο κοντά, αρκεί να μιλήσουν για γεγονότα. «Πρέπει να σεβαστούμε ο ένας τις πληγές του άλλου. Πρέπει να μιλήσουμε για το 1922-1924, το 1955, 1964, 1974. Εάν δεν μιλήσουμε για το πογκρόμ της 7ης Σεπτεμβρίου, γιατί να έρθουμε πιο κοντά; Οι δύο χώρες πρέπει να έρθουν πιο κοντά. Το θέλω πάρα πολύ με όλη μου την καρδιά, αλλά είναι έτοιμες να το κάνουν; Η πολιτική πρέπει να αλλάξει πρώτα. Ζήσαμε μαζί 100άδες χρόνια, μπορούμε να ζήσουμε ξανά» καταλήγει.

Πηγή: Το Βήμα