του Κώστα Φωτιάδη
Στα παρχάρια της Παναγίας Γουμερά ταξίδεψε η Άννα Θεοφυλάκτου, η Μάνα όλων των Ποντίων, για να συναντήσει τον πατέρα της.
Είχα τη χαρά και την ευτυχία να συγκατοικήσω για αρκετά χρόνια με την οικογένεια της Άννας Θεοφυλάκτου. Ήταν για μένα, πέρα από την άριστη σχέση μας, ένα σχολείο η επαφή μας. Ευτύχησα όμως και όλα τα υπόλοιπα χρόνια να μένω δίπλα της, ένα δρόμο πιο πέρα. Όλα τα χρόνια δηλώνω με απόλυτο σεβασμό ότι ήταν ο ιστορικός μου σύμβουλος. Μαζί με την κόρη μου μας εκμυστηρεύθηκε σε μία άκρως φιλική συνέντευξη πολλές προσωπικές της στιγμές. Κάποια στιγμή θα ενσωματωθούν σε ένα βιβλίο, που θα αναφέρεται στη μεγάλη προσφορά της Οικογένειας της στον ποντιακό Ελληνισμό. Σήμερα δημοσιοποιώ μία παλιά μου εισήγηση, που πραγματοποίησα στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης.
Στόχος μας σήμερα είναι να τιμήσουμε όσους με τη συμπεριφορά τους ανέδειξαν την πατρίδα μας, από το μετερίζι στο οποίο τους έταξε η μοίρα. Δεν ξέρω αν είναι ο καιρός των γυναικών, γνωρίζω όμως ότι σήμερα θα τιμήσομε μια σπάνια Ελληνίδα, αρχόντισσα και κοδέσπενα, την Άννα Θεοφυλάκτου. Μια γυναίκα με τεράστια κοινωνική προσφορά που τίμησε την καταγωγή της και πρόσφερε στον Πόντο και στην Ελλάδα, δουλεύοντας με ζήλο και περίσκεψη.
Πρώτα από όλα η Άννα Θεοφυλάκτου υπήρξε η κόρη ενός μεγάλου πατέρα που τη γαλούχησε με τα νάματα της κοινωνικής προσφοράς και της φροντίδας για τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Ενός πατέρα που αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ιστορία του Πόντου, των τελευταίων χρόνων στη γενέθλια γη.
Δε θα δίσταζα να πω ότι ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, υπήρξε θεράπων του ανθρώπινου πόνου, συνεπής δημοκράτης, συνειδητοποιημένος ανθρωπιστής. Και όλες αυτές τις ξεχωριστές αξίες τις κληροδότησε χωρίς φειδώ στην κόρη του. Γιατί η Άννα Θεοφυλάκτου, μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της οικογένειας, έγινε αυτό που ο αδερφός της ονειρευόταν για αυτήν το 1938: «μια κοπελίτσα όμορφη, έξυπνη, πρώτη στα μαθήματα, πρώτη στα παιχνίδια, με ένα χαμόγελο γεμάτο καλωσύνη να ρίχνει βάλσαμο στους αδύναμους, σε αυτούς που υποφέρουν, να χτυπά την αδικία, να μην γονατίζει μπροστά στους ισχυρούς, να μην τρέμει να πει την αλήθεια, πρώτη μέσα σε όλους, αγαπημένη από όλους, σεβαστή από όλους, με άλλα λόγια τέλεια».
Επιτρέψτε μου την περιδιάβαση στον κόσμο του Θεοφύλακτου Θεοφυλάκτου. Μέσα από τις αξίες αυτού του κόσμου θα συλλάβομε τις απαρχές της ιδεολογίας που κατηύθυνε τη σκέψη και έθρεψε τα οράματα της μεγάλης Ελληνίδας. Γιατί αυτό που πρώτιστα υλοποιεί με τη δράση της η Θεοφυλάκτου είναι οι ακλόνητες αρχές, στις οποίες οικοδομήθηκε η κοινωνική δράση των Θεοφυλάκτου.
Μια δράση με κύρια χαρακτηριστικά το μεγαλείο της προσφοράς την κοινωνική ευαισθησία την καλλιέργεια και την πολιτική εγρήγορση. Πραγματικά, αυτές οι αξίες δονούν την ψυχή του αδερφού Θεοφυλάκτου, όταν γράφει, τον πρώτο χρόνο της κατοχής, στην αγαπημένη του αδερφή: «Αγαπημένη μου Αννούλα, Η Θεσσαλονίκη που τόσο αγάπαγες βρίσκεται σήμερα στα χέρια των βαρβάρων του βορρά. Μα σαν Ελληνίδα που είσαι της λύπης σου θα κυριαρχήσει η αίσθηση του καθήκοντος και η πίστη στην τελική νίκη. Τη Σαλονίκη τη βρήκαμε λεύτερη, θα την αφήσομε λεύτερη ή θα πεθάνομε για να την λευτερώσουν άλλοι» Και αυτές οι αξίες προσδιόρισαν τη συμπεριφορά τόσο του μεγάλου πατέρα όσο και της Άννας.
Ο πατέρας, ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου γεννήθηκε το 1884 στην Τσίτη της Αργυρούπολης του Πόντου όπου και έμαθε τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια σπούδασε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και διακρίθηκε για το ζήλο του, τη μέθεξή του στα γράμματα και την ώριμη συνέπεια κατά την εκπλήρωση των σχολικών του υποχρεώσεων. Στην καταγραφή των αναμνήσεών του αυτών των χρόνων περιγράφει τον έρωτά του για τα βιβλία, το ήρεμο λιμάνι των παιδικών του χρόνων την «μάννα του» και τη συναισθηματική του σχέση με το γενέθλιο χωριό.
Από την ίδια θετική διάθεση απέναντι στη γνώση εκφράζεται και η Άννα Θεοφυλάκτου, όταν αναφέρεται στα πρώτα της γράμματα, αυτά που έμαθε στην προσφυγομάνα, τη Θεσσαλονίκη: «Φοίτησα στο 29ο Δημοτικό Σχολείο, που ήταν δίπλα στο σπίτι μας, με Διευθυντή τον Μιχόπουλο και μετά στο Γ' Γυμνάσιο Θηλέων, με Γυμνασιάρχη τον Γκράτσιο, στον οποίο οφείλω πολλά». Διαπιστώνομε αναμφίβολα τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο τόσο του πατέρα όσο και της κόρης, στον οποίο τα βιώματα γεννούν δημιουργικές εμπειρίες για την οικοδόμηση ενός στέρεου χαρακτήρα.
Η κάθοδος του Θεοφύλακτου στην Αθήνα και η εγγραφή του στην Ιατρική Σχολή Αθηνών ιστορούνται από τον ίδιο ως σημαντικές τομές της προσωπικής του ζωής. Στις αναμνήσεις του ο συγγραφέας θα περιγράψει τη σχέση του με την ιατρική, που παρέμεινε σε όλη του τη ζωή μια από τις μεγαλύτερες αγάπες του: «Αυτό ήταν το τυχερό μου. Και μένω ευγνώμων σ αυτήν την τύχη. Γιατί από την αρχή και εύκολη μου ήταν η ιατρική και την αγάπησα και τότε και πάντα και την εξήσκησα ύστερα και ως τώρα με πίστη και αγάπη σε αυτήν. Μένω δε ικανοποιημένος από όλες τις πλευρές».
Για αυτή τη λατρεία στην ιατρική η Άννα Θεοφυλάκτου θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα: «Το 41 ανήκα στην πρώτη φουρνιά φοιτητών της νεοϊδρυθείσας Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ. Αγωνιστήκαμε κυριολεκτικά για αυτήν καθώς το ιατρικό κατεστημένο αντιδρούσε. Το Ανατομείο μας, πίσω από το ρωσικό Νοσοκομείο ήταν μια μεγάλη κρύα αίθουσα για τραπέζια χρησιμοποιούσαμε πλάκες από τα εβραϊκά νεκροταφεία που είχαν ξηλώσει οι Γερμανοί. Είχαμε πάθος και αγωνιστικότητα. Στα νοσοκομεία βοηθούσαμε ασθενείς στη Μέριμνα παιδιού κρατούσαμε συντροφιά στα άρρωστα παιδιά”. Οι αναλογίες των καταστάσεων αποτυπώνουν πάντα την ίδια αγάπη, το ίδιο πάθος αλλά και τα ίδια κίνητρα για κοινωνική προσφορά, κόντρα στην ιδιοτέλεια και τον χρηματισμό, ενάντια στη σύγχρονη παραφθορά των αξιών.
Ο Θεοφύλακτος παίρνει το πτυχίο της Ιατρικής Σχολής Αθηνών το 1907 και φεύγει για το Παρίσι όπου ειδικεύεται συστηματικά και για μια 4ετία στην οφθαλμολογία και την ωτορινολαρυγγολογία. Η εμπειρία του από το ιατρικό περιβάλλον του Παρισιού είναι ενδεικτική και των δικών του στόχων και προθέσεων: γιατί ο Θεοφυλάκτου διαπιστώνει εκεί «την καλωσύνη, την κατανόηση, και μαζί μια άλλη αντίληψη της αποστολής των καθηγητών ως δασκάλων», χαρακτηριστικά που θα επιδράσουν στη δική του ιδεολογική συγκρότηση και θα διαμορφώσουν την αντίληψή του για τον βαθιά ανθρωπιστικό χαρακτήρα του ιατρικού επαγγέλματος.
Για την ίδια ισχυρή της πεποίθηση ότι το επάγγελμα του γιατρού μπορεί να συνεισφέρει στην οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας η Άννα Θεοφυλάκτου θα γράψει: «Με ικανοποιεί το γεγονός ότι τώρα πια περπατά και η τρίτη γενιά οφθαλμιάτρων στην πόλη». Πρόκειται για την περηφάνια μιας γυναίκας, της οποίας η ιδεολογική συγκρότηση οφείλει πολλά στον πατέρα της και στη δική του ανθρωπιστική θεώρηση της επιστήμης.
Στο τέλος της μαθητείας του ο Θεοφυλάκτου θα αντιμετωπίσει το δίλημμα :ακαδημαϊκή καριέρα ή επιστροφή στον τόπο του και προσφορά στο επίπεδο της συλλογικής ωφέλειας. Η επιστροφή του φερέλπιδος γιατρού στην πάτρια γη πραγματοποιείται το 1911. Ο ίδιος ιστορεί τα συναισθήματα που είναι χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη του για την Τραπεζούντα εκείνων των χρόνων: «εδώ πια ήταν γνώριμος ο τόπος, Όλοι γνωστοί μου και όλοι συμπαθείς. Και εγώ αγαπητός σε όλους».
Αυτή η σχέση με τον τόπο είναι κυρίαρχη και στην κόρη του Άννα. «Η Θεσσαλονίκη που τόσο αγάπαγε» όπως γράφει ο αδερφός της το 1941, είναι ο χώρος της. Η Τραπεζούντα είναι η πηγή της έμπνευσής της. Στην πρώτη δραστηριοποιείται κοινωνικά. Με τη δεύτερη « βρέθηκε δεμένη». Και από τότε πηγαίνει συνεχώς.
Στο περιβάλλον της Τραπεζούντας, με την αίσθηση του οικείου, την γαλήνη των παιδικών αναμνήσεων και τη νοσταλγική ρέμβη του γλαυκού Πόντου εκδηλώνονται όλα τα στοιχεία της προσωπικότητας του Θεοφύλακτου:η απαράμιλλη δραστηριότητά του στον κοινωνικό στίβο, η επαγγελματική του αφοσίωση, η εμμονή του στα εθνικά ιδεώδη, η αγωνιστικότητά του. Οι καρποί αυτής της περιόδου ήταν πολλοί και ουσιαστικοί: η ίδρυση του Λυκείου στο Μοναστήρι της Παναγίας Γουμερά, η ίδρυση του Ορφανοτροφείου της Τραπεζούντας για τα παιδιά των οποίων οι γονείς υπέστησαν διώξεις από τους Τούρκους. Παράλληλα με την κοινωνική του δράση ο Θεοφύλακτος ασκούσε στη δική του κλινική το λειτούργημα του γιατρού και είχε καταξιωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας της Τραπεζούντας ως λαμπρός επιστήμονας με ξεχωριστή ανθρωπιά. Με ένα ανάλογο κύρος περιβάλλει και η κοινωνία της Θεσσαλονίκης την Άννα Θεοφυλάκτου, οφθαλμίατρο, με απέραντη κοινωνική προσφορά.
Ο γάμος του Θεοφυλάκτου θα του εξασφαλίσει ένα απάνεμο λιμάνι και θα του χαρίσει τη γλυκιά οικογενειακή γαλήνη. Αυτή την αίσθηση της οικογένειας που είναι τόσο αναγκαία και στην κόρη του την Άννα. Μια γυναίκα που καυχιέται για τα επιτεύγματα των εγγονών της και νιώθει να την τυλίγει η στοργή και η αγάπη τους.
Η έκρηξη του Α παγκοσμίου πολέμου θα παρασύρει στη δίνη της το κάστρο της ευτυχίας του πατέρα Θεοφυλάκτου και θα σαρώσει στους ανέμους του Πόντου τις μικρές χαρές και τις απλές καθημερινές προσδοκίες: ο Θεοφύλακτος θα αναγκαστεί να φύγει μόνος, κρυφά με πλοίο στο Βατούμ τον Ιούλιο του 1914, για να αποφύγει τη στράτευση. Στο νέο του περιβάλλον ο Θεοφύλακτος έπρεπε να αντιμετωπίσει νέες δυσκολίες. Παρά τις δυσκολίες όμως ο Θεοφύλακτος κατόρθωσε να επιβιώσει χάρις στην αγωνιστικότητά του, την αδάμαστη θέλησή του, την πίστη του στον άνθρωπο.
Την περίοδο αυτή της περιπλάνησης από το Βατούμ στην Τιφλίδα και από εκεί πάλι στο Βατούμ ο Θεοφύλακτος εργάζεται στον Ερυθρό Σταυρό και στα Νοσοκομεία των περιοχών με παραδειγματικό ζήλο. Η επιστροφή του στην κατεχόμενη πια από τους Ρώσους Τραπεζούντα το 1916 σήμαινε την επανασύνδεση με ό,τι αγαπούσε: το χώρο του, τον ευρύτερο περίγυρό του, την κοινωνία που τον ανέδειξε. Γιατί στην Τραπεζούντα ο Θεοφύλακτος, άλλοτε ως Αρχίατρος της περιοχής, άλλοτε ως Διευθυντής του Νοσοκομείου και άλλοτε ως μέλος της οργανωμένης Επιτροπής προσφύγων πρόσφερε τα μέγιστα σε όλες αδιάκριτα τις φυλές του τόπου του .Είναι αυτή ακριβώς η περίοδος που ο Θεοφύλακτος εξέδωσε με δικά του έξοδα την εφημερίδα «Οι Κομνηνοί», με την προμετωπίδα «Προνοία του Μητροπολίτου». Το περιοδικό ήταν από τα πρώτα φανερώματα του Θεοφύλακτου στο λόγο, και φανέρωνε, πέρα από την αγάπη του για τον τόπο του, την ανιδιοτέλειά του και την απαράμιλλη διάθεση κοινωνικής προσφοράς.
Αυτή την κοινωνική ευαισθησία και την απέραντη υπευθυνότητα θα κληρονομήσει και η Άννα. «είχα την τύχη να ζήσω σε ένα περιβάλλον που θεωρούσε την κοινωνική προσφορά καθήκον και υποχρέωση και πιστεύω ότι είχαν δίκαιο».
Στα 16 μου χρόνια είχαμε τον πόλεμο του ‘40. Στα χρόνια της κατοχής φροντίζαμε για την υγεία και τη διατροφή των φοιτητών, ακτινοσκόπηση των φοιτητών, βοήθεια στους φυματικούς φοιτητές, επίσκεψη στα σανατόρια, βοήθεια στα Ιδρύματα για μικρά παιδιά, άσυλο παιδιών, βραδινό συσσίτιο για τις φοιτήτριες του Λυκείου Ελληνίδων.
Το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης βρήκε πάλι την οικογένεια του Θεοφύλακτου στους δρόμους της προσφυγιάς. Έτσι το Βατούμ έγινε η δεύτερη πατρίδα του, όπου μέσα από τις στάχτες του πολέμου και μέσα από τα ερείπια των καταπονημένων ψυχών το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, προϊόν συλλογικών διαδικασιών. Αξιόλογος ήταν ο ρόλος του Θεοφύλακτου σε εκείνη τη σπουδαία Κυβέρνηση του Ελληνισμού του Πόντου που τύπωνε την Εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος».
Αντιπροσωπεύοντας το Συμβούλιο του Πόντου ο Θεοφυλάκτου βρίσκεται στην Αθήνα το 1920 με την πρόθεση να πετύχει από την Ελληνική Κυβέρνηση ευνοϊκή ρύθμιση του ζητήματος του Πόντου και των προσφύγων. Δυστυχώς από τα δύο πέτυχε μόνο το δεύτερο: την τακτοποίηση του ζητήματος της μεταφοράς των προσφύγων του Καρς στην Ελλάδα. Για το άλλο ζήτημα εισέπραξε στην πληγωμένη του ψυχή τη θλιβερή άρνηση του Βενιζέλου και υποχρεώθηκε, ωριμότερος αυτός, να θάψει βαθιά στα άδυτα της ψυχής του το νεανικό όνειρο και τον μύχιο πόθο ενός ολόκληρου λαού. Ο Θεοφύλακτος θα στρατοπεδεύσει σαν πληγωμένο πουλί στη Βασιλεύουσα και θα πνίξει τους καημούς του στην απέραντη γαλήνη της Προποντίδας. Μπροστά του η καθημερινότητα, ο επαγγελματικός ανταγωνισμός, οι ανάγκες της οικογένειας, η κοινοτική πρόκληση.
Όταν έσπασε το μέτωπο, όταν «η Ρωμανία επέρασεν», η πορεία προς την άλλη μεριά του Αιγαίου έγινε για τον πατέρα Θεοφυλάκτου, αλλά και για την οικογένειά του πικρή, αδήριτη αναγκαιότητα. Εκατομμύρια οι πρόσφυγες, παίρνοντας μαζί τους λίγα ψίχουλα απελπισίας και ένα αχνοχάραμα ελπίδας βούλιαξαν στο νέο όνειρο: μια νέα πατρίδα, μια νέα επιβίωση, ένας νέος δρόμος. Τον πήρανε όπως -όπως «λες και δεν υπήρχε άλλος δρόμος στη γη παρά μονάχα αυτός», όπως λέει και ο ποιητής. Τον ίδιο δρόμο πήρε και Ο Θεοφύλακτος μόνος. Η οικογένειά του τον συνάντησε στη Συμβασιλεύουσα.
Η παραμονή στη Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε από τις επαγγελματικές δραστηριότητες του Θεοφύλακτου και από την ενεργοποίησή του στις ενώσεις των Ποντίων.
Και όμως αυτό που ήταν η αδυναμία της πρώτης γενιάς των Θεοφυλάκτου, η ανάγκη δηλαδή της προσαρμογής, μετασχηματίστηκε στη δεύτερη γενιά σε εκείνη της Άννας Θεοφυλάκτου σε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Για την Άννα η προσαρμογή είχε κατακτηθεί. Έμενε η κατάκτηση της πόλης. Μια κατάκτηση που ήρθε γρήγορα μέσα από τη δράση σε Συλλόγους, την προεδρία στη Μέριμνα Ποντίων Κυριών, την επιβράβευση των προσπαθειών της για την καταξίωση της γυναίκας στον επαγγελματικό στίβο.
Ως Πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Μακεδονίας και Θράκης ο Θεοφύλακτος συμμετέχει στην αποκατάσταση των προσφύγων, στην επανίδρυση της Μέριμνας Ποντίων Κυριών, στην ίδρυση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών η οποία έχει την έδρα της στην Αθήνα και της οποίας Πρόεδρος είναι ο Χρύσανθος.
Είναι γεγονός ότι μια πληθωρική προσωπικότητα σαν τον Θεοφύλακτο καθιστά έντονη την παρουσία της στον χώρο. Από εκείνη την περίοδο της ζωής του αρχίζει η δημόσια δράση του στα όρια του Ελληνικού Κράτους.
Πραγματικά το 1928 ο Βενιζέλος τον τιμά με το αξίωμα του πρώτου Γενικού Διοικητή Θράκης. Η μικρή παραμονή του σε ένα από τα ανώτερα αξιώματα της εποχής του δεν θα κάνει τον Θεοφύλακτο αλαζόνα. Θα τον βοηθήσει να οδηγηθεί στη θεωρία της «Αναγέννησης των Νέων χωρών».
Η δεκαετία του 1930-40 θα είναι για τον Θεοφύλακτο εξαιρετικά δημιουργική. Η δραστηριοποίησή του στον χώρο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης θα του προσφέρει τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση του οράματος της αποκατάστασης των Ποντίων αδερφών και θα αναδείξει τη δημιουργικότητα του ανδρός. Πραγματικά «η Εύξεινος Λέσχη των εκ Πόντου, Καυκάσου και Ρωσίας Πόντίων Ελλήνων» θα ιδρυθεί το 1933 και θα συμπεριλάβει όλα τα τμήματα του Ποντιακού Ελληνισμού, σύμφωνα με τις προσδοκίες του Θεοφύλακτου. Το 1938 πεθαίνει από αρρώστια ο γιος του Κώστας. Ο Θεοφύλακτος βρίσκει παρηγοριά για το μεγάλο κενό στην κοινωνική προσφορά. Την περίοδο 1939-1940 ο Θεοφύλακτος εκλέγεται Πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης και επιτελεί λαμπρό έργο, αφού δημιουργεί το πρώτο «Λαϊκό Πανεπιστήμιο». Η σύσκεψη για τη δημιουργία του νέου θεσμού πραγματοποιείται στις 6 Μαίου. Στα πλαίσια της συνεδρίασης ο Α. Σιγάλας εισηγείται τα περί Λαϊκών Πανεπιστημίων μέσα από την ευρωπαϊκή εμπειρία και παρουσιάζει αντίτυπα των προγραμμάτων τους. Η πανηγυρική έναρξη των μαθημάτων του Ανοιχτού Πανεπιστημίου έγινε στη μεγάλη αίθουσα της Ευξείνου Λέσχης στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου 20 την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1939.
Η πολιτική δράση του Θεοφυλάκτου αυτής της περιόδου είναι άξια μελέτης από τα πανεπιστημιακά τμήματα πολιτικών επιστημών για τις πρωτοποριακές του θέσεις. Συγκεκριμένα, απορρίπτοντας το θολό πολιτικό τοπίο της μεταβενιζελικής εποχής συντάσσεται με τη μέση λύση την οποία εξαγγέλλει ο Καφαντάρης. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Καφαντάρης στηλιτεύει την πολιτική της Κυβέρνησης του Π. Τσαλδάρη, αυτήν που θα οδηγήσει στο νόθο δημοψήφισμα του 1935 και θα προετοιμάσει τη δικτατορία του Μεταξά. Γιατί η πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στη χώρα την περίοδο του Μεταξά κόστισε προσωπικά στον Θεοφύλακτο, αφού στη διάρκειά της έχασε τον γιο του τον Κώκο, τελειόφοιτο της ιατρικής, και μετέτρεψε σε καταζητούμενο τον άλλο γιο του, σπουδαστή του Πολυτεχνείου και εχθρό του πολιτικού συστήματος του Μεταξά.
Οι δυσκολίες όμως της ζωής δε λύγισαν τον αιώνιο έφηβο: χαλύβδωσαν τη θέλησή του. Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής ο Θεοφύλακτος αγωνίζεται για την οργάνωση συσσιτίων που θα ανακουφίσουν τους πάσχοντες και μεριμνά για την αποστολή 150 πενομένων παιδιών προσφύγων από την Καλαμαριά στην Πτολεμαΐδα όπου θα σωθούν από βέβαιο θάνατο. Ακόμα με τη διάθεση κοινωνικής προσφοράς που τον διέκρινε σε όλη του τη ζωή ο Θεοφύλακτος διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη συγκρότηση Κεντρικής Επιτροπής η οποία θα συλλέξει εράνους και θα τεθεί επικεφαλής υποεπιτροπών στην περιφέρεια για την καταπολέμηση των ασθενειών.
Το έτος 1946 είναι αντιπροσωπευτικό των πολιτικών επιλογών του Θεοφύλακτου. Εμφορούμενος από το πνεύμα της Εθνικής Αντίστασης επιδιώκει να συμπορευτεί με τη δημοκρατική παράταξη που δοκιμάζεται από τις ενέργειες των δυνάμεων εκείνων που υπονομεύουν το ρόλο και την σημασία της στην εθνική μας απελευθέρωση. Ο λόγος του ρομαντικός, εμπνευσμένος και πηγαίος εκφράζει πίστη στα νιάτα και στη δυναμική που αυτά αντιπροσωπεύουν, εκφράζεται με παράπονο που μεταστρέφεται σε οργή για τον παραγκωνισμό της εθνικής Αντίστασης, προβάλλει το νόημα και την αξία της Δημοκρατίας. Περνώντας μάλιστα ο ίδιος στο πεδίο της πολιτικής πράξης ως Πρόεδρος της Ένωσης των Δημοκρατικών Συλλόγων της πόλης απευθύνεται στο λαό στη συγκέντρωση της 26ης Μαρτίου 1946 και διεκδικεί το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών.
Το 1948 ο γιος του Παναγιώτης, αντάρτης σκοτώνεται στο βουνό. Το κενό πλέον είναι δυσαναπλήρωτο. «Μικρό κανόνι κρέπαρε και ξαμαρτώθη κάστρο». Ήταν το μοιρολόγι που βγήκε από τα χείλη της αγράμματης μανιάτισσας όταν πληροφορήθηκε το χαμό του μοναδικού εγγονού της στον πόλεμο του ’40. Μοναδική πλέον παρηγοριά η δυναμική Αννούλα. Λέει η ίδια σε μία συνέντευξή της: «Πολλοί ήμασταν γραμμένοι στην Ε.Π.Ο.Ν. Θυμάμαι μια μέρα, που είχαμε στη σχολή απεργία, πήγα στη Λέσχη Φοιτητών, απέναντι από το Λευκό Πύργο, ενώ έξω υπήρχε μπλόκο Γερμανών. Τότε, οι υπεύθυνοι της Λέσχης μας είπαν να σταθούμε μπροστά στα παράθυρα και αυτοί ένας ένας άρχισαν να φεύγουν. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε αραιώσει. Ήμασταν εκατόν πενήντα νέοι, από τους οποίους είκοσι ένας ήταν κορίτσια. Βγήκαμε όλοι μαζί και φυσικά μας έπιασαν. Μας φόρτωσαν σε καμιόνια, για να μας οδηγήσουν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Εκεί, αν έμπαινε κανείς, δεν ήξερε τι μπορούσε να του συμβεί. Καθώς ήμουν στο καμιόνι, βλέπω στο δρόμο μια φίλη, την Ευθυμία και της φωνάζω «Πες της μάνας μου ότι είμαι καλά». Φυσικά η μάνα μου τρελάθηκε μόλις το έμαθε και έστειλε ανθρώπους το βράδυ με κουβέρτες. Όμως το στρατόπεδο ήταν γεμάτο. Δεν είχε άδειες θέσεις… Στις έντεκα τη νύχτα, μας έδιωξαν, μόνο τα κορίτσια και θυμάμαι εκείνη την επιστροφή με τα πόδια, σαν όνειρο. Είχε ένα υπέροχο φεγγάρι, που συμπλήρωνε τον ενθουσιασμό και τη συγκίνησή μας. Από τα αγόρια, δυστυχώς κάποιοι χάθηκαν».
Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα φορτισμένο πολιτικό κλίμα ο Πόντος και τα σύμβολά του θα είναι για τον Θεοφύλακτο μια όαση σκέψης, ένα καταφύγιο της συνείδησης. Η κληρονομιά αυτή δε θα στοιχειώνει μέσα του τον αθεράπευτο πόθο μιας επιστροφής, αλλά θα συντηρεί μια συγκρατημένη ελπίδα και θα στεγάζει τον μικρόκοσμο των αξιών του. Η δωρεά στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης δύο χρυσών Ευαγγελίων από την Ιερά Μονή Γουμεράς και από την πατρίδα του την Τσίτη με την προϋπόθεση να επιστραφούν αν αποδοθούν οι ευκτήριοι οίκοι στην ελληνική ορθόδοξη λατρεία υπηρετεί αυτό ακριβώς το πνεύμα.
Το τελευταίο κείμενό του, πριν από την έκδοση του βιβλίου του «Γύρω από την άσβεστη Φλόγα», είναι έκφραση της βαθιάς ανθρώπινης αγανάκτησής του απέναντι στην απόλυσή του από τη θέση του αιρετού Δημοτικού Συμβούλου Θεσσαλονίκης από τον Υπουργό Β. Ελλάδος Ανδρέα Στράτο. Στην επιστολή ο Θεοφύλακτος φτάνει στο αποκορύφωμα της ωριμότητάς του αφού παράλληλα με την έκθεση της προσωπικής του ιστορίας διαβλέπει την επικείμενη δόξα του που τον καταξιώνει στη συνείδηση των απλών ανθρώπων.
Όταν ο ίδιος θα προσφέρει το καταστάλαγμα της πείρας του, το πόνημά του «Γύρω από την άσβεστη Φλόγα», την έκδοση του οποίου χρηματοδότησε ο γιος του ήρωα των αγώνων του Πόντου ο Β. Ιωαννίδης, στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, η αβελτηρία των τότε κρατούντων δεν μπορεί πλέον να τον πληγώσει. Ο Θεοφύλακτος έχει εκπληρώσει στο ακέραιο το χρέος του: έχει καταγγείλει την κίβδηλη εθνικοφροσύνη, έχει φέρει εις πέρας τους εθνικούς του αγώνες, έχει υπηρετήσει τη Δημοκρατία και την Εθνική Ενότητα και έχει πληρώσει το τίμημα των αγώνων του.
Πάνω από όλα όμως θα έχει αφήσει πίσω του μια λαμπρή κόρη που αποτελεί την ενσάρκωση του πατέρα της και δικαιώνει με την παρουσία της και τη συνεισφορά της στην κοινωνία τα δικά του οράματα και τις δικές του αξίες.
Πραγματικά η Άννα, μέλος των γυναικείων σωματείων της Θεσσαλονίκης και γνωστή για την προσφορά της σε όλα τα ποντιακά σωματεία πρόσφερε εθνικό και κοινωνικό έργο. Με πρωτοβουλία της η Μέριμνα επισκέφτηκε τη μαρτυρική Κύπρο το 1975 και φιλοξένησε 65 κυπριοτόπουλα. Η ίδια υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Φιλίας «Ελλάς-Κύπρος» Αντιπρόεδρος και σήμερα Πρόεδρος του πρώτου Συμβουλίου του. Διετέλεσε Πρόεδρος της Μέριμνας από το 1974-1983 και πέτυχε την ίδρυση του πρότυπου παιδικού σταθμού Αργώ. Με δική της εισήγηση ο Άγιος Ευγένιος καθιερώθηκε από την Ιερά Σύνοδο ως πολιούχος της Καλαμαριάς το 1979. Μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις στον Πόντο συγκέντρωσε ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το οποίο σε συνδυασμό με πρωτότυπες φωτογραφίες των αρχών του αιώνα μας βγήκε το Λεύκωμα Ζωντανές Μνήμες του Πόντου από τις εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, όπου υπάρχει «η ζωή του Πόντου, ένα χρέος στην Εθνική Μνήμη κυρίως των επιζώντων του Πόντου, που βλέπουν δακρυσμένοι το ωραίο παρελθόν».
Το φωτογραφικό υλικό και πολύτιμα κειμήλια η Άννα τα δώρισε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Κράτησε όμως αντίγραφα για να δανείζει σε κάθε προσφυγικό σωματείο που θέλει να κάνει έκθεση με θέμα τον ελληνισμό του Πόντου και των άλλων περιοχών της Μ. Ασίας. Όταν τα ανδροκρατούμενα πρωτοβάθμια ποντιακά σωματεία αποφάσισαν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, την ίδρυση δευτεροβάθμιου σωματείου η Άννα Θεοφυλάκτου, ως ο από μηχανής θεός, ήταν η καλύτερη λύση, αφού οι ομηρικές συγκρούσεις των φιλόδοξων πρωταγωνιστών της πρωτοκαθεδρίας οδηγούσαν την ΠΕΠΣ στο δρόμο της αυτοδιάλυσης και της γελοιοποίησης του ποντιακού χώρου. Η Άννα Θεοφυλάκτου επιλέχθηκε ως η πρώτη Πρόεδρος. Δεν άντεξε όμως πολύ καιρό και παραιτήθηκε, γιατί στην οικογένειά της η αρχηγική λογική της καριέρας ήταν και είναι άγνωστη λέξη. Γι’ αυτό από τότε παίρνει δρόμους. Οργώνει την Ελλάδα και το εξωτερικό με το φωτογραφικό της υλικό, τις πλούσιες εμπειρίες της από τα πολλά ταξίδια στον Πόντο, μα πάνω απ’ όλα της ιστορική και πολιτισμική της παιδεία που διδάχτηκε από τον καλύτερο δάσκαλο, τον πατέρα της. Οι ακροατές και οι θεατές της μαγεμένοι της στέλνουν άπειρες ευχαριστήριες επιστολές. Ως καθηγητής Ιστορίας υπεύθυνα σας δηλώνω ότι είμαι θαυμαστής της. Ως συγκάτοικος για κάποια χρόνια στην ίδια πολυκατοικία, της είμαι ευγνώμων για την αγάπη, τη γενναιόδωρη προσφορά σε αρχειακό υλικό και τις σοφές συμβουλές της.
Το 1992 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το κοινωνικό και εθνικό της έργο.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν κλείναμε αυτή τη σύντομη αναφορά μας Στην Άννα Θεοφυλάκτου με τα ίδια της τα λόγια που θα ‘πρεπε να θεωρούνται ευαγγέλιο από τους σημερινούς νέους. Γιατί πραγματικά, σε μια περίοδο έκπτωσης των αξιών η φράση της Άννας μας διδάσκει με την απλότητα και τη διαχρονικότητά της το δρόμο του χρέους και του καθήκοντος: «Είχα την τύχη να ζήσω σε ένα περιβάλλον που θεωρούσε την κοινωνική προσφορά υποχρέωση και καθήκον. Και πιστεύω ότι είχαν δίκιο».
Καλό ταξίδι Άννα μας.